ΑΝΝΑ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ

Μάνος Χατζιδάκις, “ο συνθέτης του έρωτά μου…”

ΕΙΝΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΠΑΙΔΙΚΕΣ, νεανικές, θεατρικές αναμνήσεις μου. Δεν περνά μέρα δίχως να σφυρίξω, να μουρμουρίσω μια χιλιαγαπημένη μελωδία του.  Είναι και ο συνθέτης του έρωτά μου: “… ένας ναύτης ψηλά, στα κάτασπρα ντυμένος λέει ένα τραγούδι… κι η κοπέλα η γλυκιά με τα κόκκινα μάτια τρέχει ώς το λιμάνι. Φτάνει ώς το ναύτη…” Η μελωδία του “Ναύτη και της κοπέλας” έγινε ο ύμνος της αγάπης μας με τον Γιώργο. Ο Μάνος Χατζιδάκις μπήκε στη ζωή μας για πάντα.

Κάθε πρωτοχρονιά έφταναν με τον ειδικό ταχυδρόμο οι ευχούλες του: “Στους φίλους Γιώργο και Άννα… με αγάπη, Μάνος”.

1933. Κατοικούσαμε στην ίδια γειτονιά. Πλατεία Πλαστήρα, Άλσος Παγκρατίου, στα τετράγωνα μεταξύ των οδών Νικοσθένους-Αριστοξένου-Αθανασίας και Φαίδρου. Ο Μάνος από τις αρχές του ’30 κατοικούσε στη Νικοσθένους 19, στον δεύτερο όροφο μιας καλοχτισμένης γωνιακής οικίας, πάνω στη ράχη του καταπράσινου λόφου. Μπαλκόνια, στολίδια γύρω-γύρω με γιρλάντες του παλιού καιρού έξω από το σπίτι και μέσα παρκέτα, βελούδα, πολυέλαιοι, πίνακες και άνετη ζωή. Ο κύριος Χατζιδάκις, εφοπλιστής, απέκτησε με την κυρία Αλίκη, την πανέμορφη τρυφερή νόμιμη σύζυγό του δυο παιδιά: τον Μάνο και τη Μιράντα.

Ο Μάνος ήταν λίγο μεγαλύτερός μου. Βρισκόταν πάντα καθισμένος στο πιάνο, όταν δεν πήγαινε σχολείο ή δεν κοιμόταν. Η παρέα της γειτονιάς θέλαμε το αγόρι αυτό κοντά μας: “Έλα, ρε Μάνο! Μη μας χαλάς τα ταίρια στους κλέφτες κι αστυνόμους. Κατέβα, ρε σπασίκλα, να παίξουμε κουτσό πατώ…” “Ντο-ρε-μι-φα-σολ-λα-σι ντόοο” ήταν η απάντηση, και ασκήσεις σολφέζ-αρπέζ που κατέληγαν σε μελωδίες Μπέγιερ, Σοπέν. Ποιος είπε πως ο Μάνος δεν σπούδασε μουσική; Εμείς, που ζούσαμε μαζί του από τα δέκα δώδεκα χρόνια μας, γνωρίζουμε πως αυτός ήταν ένας έτοιμος μουσικός, με τη δασκάλα του πιάνου κάθε μέρα στο σπίτι του, σε αυστηρό μεγαλοαστικό περιβάλλον που παρείχε πλουσιοπάροχα στα παιδιά του γνώσεις ξένων γλωσσών και μουσικής.

“Δεν μπογώ να παίζω αμάδες. Πονάνε τα δάχτυλά μου…” Τι δάχτυλα ήταν αυτά! Πήρε του πατέρα του πολλές ομορφιές κι από τη μητέρα του μιαν ευγένεια ευπατρίδη. Η Μιράντα ήταν προσγειωμένο κορίτσι. Άλλος τύπος από τον αδελφό της.

Στη Νικοσθένους κατοικούσαν και οι Κορακιανίτηδες. Κάτι κουκλόπαιδα, για το σινεμά… Τους είχαν αυστηρό τρόπο σπουδών, αλλά δούλευαν και στο βενζινάδικο Κορακιανίτη.

Αθανασίας 15, είχε νοικιάσει ο μπαμπάς μου μια μονοκατοικία – τέσσερα δωμάτια, δίχως μπάνιο. Η καθαριότητα γινόταν στο πλυσταριό μας, άναβε το καζάνι κάθε μέρα, δέκα νοματαίοι ήμαστε.

Αθανασίας 17 και Αριστοξένου γωνία κατοικούσε η οικογένεια Ρεμούνδου, που είχαν γιο τον σκηνοθέτη, σήμερα, Γιώργο Ρεμούνδο.

Αθανασίας 20, στο πολυδαίδαλο σπίτι της κυρίας Πετσάλα, κατοίκησε, στη διάρκεια των πανεπιστημιακών του σπουδών, ο ιερομόναχος Μακάριος – μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος και Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και στο 22, δίπλα, κατοικούσε ο Γεώργιος Μητσόπουλος, σήμερα πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών.

Παρακάτω από μας ζούσε ο Αντωνάκης Φωκάς, που πέρναγε υποχρεωτικά από την Αθανασίας για να πάει στο σπίτι του της οδού Φιλοχώρου. Και γωνία Αθανασίας και Φαίδρου έμενε η Έλλη Σολομωνίδου-Μπαλάνου.

Τι γειτονιά, Θεέ μου!

1939. Στη διπλανή μας Αλβανία, η ανατροπή του μονάρχη Αχμέτ Ζώγου είναι επί θύραις. Ο πατέρας του Μάνου, που εκτός από εφοπλιστής ήταν και δικηγόρος, ταξιδεύει για δουλειές στο Παρίσι. Το αεροσκάφος στο οποίο επιβαίνει, προσγειώνεται εκτάκτως στα Τίρανα, να παραλάβει τους θησαυρούς της δυναστείας Ζώγου. Μετά την απογείωση, τινάζεται στον αέρα. Μεταξύ των νεκρών, ο πατέρας του Μάνου. πένθος στη γειτονιά.

Δεν μας έφτανε αυτό. Στην Αθανασίας 10 έχει ξενοικιαστεί το κάτω πάτωμα. Ένα πρωινό, φτάνει από τη Θεσσαλονίκη μια οικογένεια, όλο γυναίκες. Η γιαγιά Μαρία Νούλη, η κυρία Αλξάνδρα καθηγήτρια γαλλικών μ’ ένα κουκλί κοριτσάκι στην αγκαλιά, τη Χαρικλίτσα, και η κόρη της από τον πρώτο γάμο η Ελένη Βαρδάκη. Καλώς. Κατοικούν απέναντί μας. Η Ελένη γράφτηκε στην τάξη μου και γίνεται πρώτη μου φίλη. Κι ο μπαμπάς της οικογένειας; Η Αλεξάνδρα ήταν δις ζωντοχήρα. Διότι εχώρισε τον πρώτο της σύζυγο, τον πατέρα της Ελένης, όταν, σπουδάζοντας στο Παρίσι, την ερωτεύθηκε ο κ. Χατζιδάκις. Συζούσαν τρία χρόνια στο Νεϊγύ των Παρισίων και απέκτησαν το κοριτσάκι, τη Χαρίκλεια. Μετά το αεροπορικό ατύχημα, η οικογένεια διέλυσε τα πάντα στη Θεσσαλονίκη και βρήκαν, τυχαία, το διαμέρισμα αυτό της Αθανασίας, που απείχε μόνο διακόσια μέτρα από το άλλο σπίτι, των Χατζιδάκιδων. Δυο τετράγωνα οικοδομικά, δυο χήρες από τον ίδιο σύζυγο, τρία παιδιά και δυο βαπόρια που πρόφτασε ο άτυχος εφοπλιστής να βαφτίσει: “Μιράντα” το ένα, “Χαρίκλεια” το άλλο. Οι γείτονες, πάθαμε το δικό μας σοκ…

Ήρθε ο πόλεμος. Ο Μάνος, φίλος μας, συνεργάζεται με τον αδελφό μου Νίκο στα μουσικά πράγματα. Πηγαινοέρχεται στην Αθανασίας. Ξέρει πως κατοικεί η άλλη οικογένεια του πατέρα του εκεί. Βλέπει το μωρό, την ετεροθαλή αδελφούλα. Τα χέρια της είναι μινιατούρες των δικών του χεριών. Ίδια. Κρινοδάχτυλα…

Κατοχή. Ο Μάνος ερχόταν σπίτι μας συχνά-πυκνά. Επικίνδυνες ώρες. Δεν έπρεπε να συνθέτει στο πιάνο του τα αντιστασιακά τραγούδια. Παίζαν με τον Νίκο, με σουρντίνα στις κιθάρες, τις μελωδίες για “τραγούδια και σκοπούς-συνθήματα” αντιστασιακών καλλιτεχνικών εκδηλώσεων. Συναντιόμαστε και στο Ωδείον Παγκρατίου. Εκεί συνέθεσε με μουσική ρεμπέτικου το αγαπητό τραγούδι “Το τσαντηράκι”. Έλεγε από τότε πως το μέλλον του νεοελληνικού τραγουδιού χαράζεται με τα λαϊκο-ρεμπέτικα.

Την εποχή εκείνη έγραψε και τον ύμνο της αγωνιζόμενης, εναντίον των Γερμανοϊταλών, νεολαίας: “ΕΠΟΝ-ΕΠΟΝ, είσαι ο εχθρός των φασιστών, καμάρι του λαού, ΕΠΟΝ”. Ποιος θυμάται πως το τραγούδι αυτό, που εμψύχωσε χιλιάδες αγωνιζόμενα παιδιά, είναι δικό του; Δεν υπήρξε ποτέ κομμουνιστή. Ήταν ένας καθαρόαιμος πατριώτης, που στόλισε την εικόνα της Ελλάδας με τον μελωδικό στέφανο μιας αθάνατης ελληνικής μουσικής. Πέρασε κι ο εφιάλτης του πολέμου. Οι παρέες της γειτονιάς μας αραιώσαμε. Καθένας μας μπήκε στο δρόμο της δικής του ζωής και απασχόλησης.

Συναντιόμαστε και πάλι όταν η Μαρίκα Κοτοπούλη ανέθεσε στον Μάνο Χατζιδάκι να συνθέσει μουσική για τον Αγαμέμνονα και τις Χοηφόρους του Αισχύλου.

1951. Έτος Απόδημου Ελληνισμού. Η Μαρίκα συγκροτεί θίασο για τετράμηνη περιοδεία στη Μέση Ανατολή, στις μεγάλες πιάτσες που ο ελληνισμός ανθεί. Είχε παίξει την Ορέστεια το 1949 στο Ηρώδειο, με το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία του Ροντήρη. Ιστορικό γεγονός. Δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει όλα τα δεδομένα της δημιουργίας εκείνης. με τη σοβαρή βοήθεια του Δημήτρη Μυράτ, συγκροτεί ένα επιτελείο συντελεστών για την παράσταση.

Σκηνοθέτης ο Μυράτ, ενδυμασίες-σκηνικά φιλοτεχνεί ο μαθητής του Φωκά, ταλαντούχος Ανδρέας Νομικός, και μουσικός ο Μάνος Χατζιδάκις. Δεν έκανε λάθος η Μαρίκα. Ο Μάνος δεν ήξερε τι να κάνει τους κρουνούς των μελωδικών δραματικών θεμάτων, που τον “πνίγανε” κυριολεκτικά, καθώς μας τραγουδούσε τα Χορικά, τον Κομμό Ηλέκτρας-Ορέστη…

Το άλλο, που δεν φοβήθηκε η Μαρίκα, ήταν να παίξω την Ηλέκτρα δυο χρόνια μετά την έξοδό μου από τη Σχολή. Είχα γερές βάσεις από την τετράχρονη σπουδή μου πλάι στον Ροντήρη. Και ο Μυράτ, δάσκαλος ανεκτίμητος, με στήριξε ουσιαστικά στον τραγικό Κομμό των Χοηφόρων.

Ο Χατζιδάκις δεν είχε δώσει τις νότες στο πεντάγραμμο. Σημειώσεις μόνο κάποιων μελωδιών. Παίζανε οι πιανίστες τους ρυθμούς των χορογραφιών στο πιάνο, για να προβάρουν οι Χοροί, και ο Μάνος τους μάθαινε να τραγουδάνε. Δεν χρειαζόταν παρτιτούρα… τω καιρώ εκείνω.

Και ο Φωκάς δεν έδωσε ποτέ “μακέτα” για τα κοστούμια του. Κι όμως ράφτηκαν αριστουργήματα, κατόπιν υποδείξεών του. Το θέμα όμως είναι ότι, εάν υπήρχαν οι μακέτες ή έστω φωτογραφίες των ενδυμασιών, η ιστορία του θεάτρου μας θα ήταν πολύ πλούσια και τεκμηριωμένη.’Έτσι και του Μάνου η εργασία στην Ορέστεια δεν υπάρχει γραμμένη. Έψαξα παντού να τη βρω. Τίποτα. Θυμάμαι μόνο κάποια μέρη Χορικών και του Θρήνου. Σπαράγματα μουσικής…

Είναι ελάχιστα γνωστό ότι ο έξοχος μουσικός Χρήστος Λεοντής, με δική του πρωτοβουλία πριν από χρόνια, άρχισε να συγκεντρώνει και να αποθησαυρίζει όλο το μουσικό υλικό, που γράφτηκε για τα αρχαία δράματα από τις Δελφικές εορτές των Σικελιανών (1927-1930) έως σήμερα. Και έσωσε τη μουσική του Ψάχου στον Προμηθέα Δεσμώτη. Η εύρεση, η συλλογή και η έρευνα που μπορεί να προσφέρει η πρωτοβουλία του Λεοντή στην ιστορία της μουσικής για τα αρχαία δράματα είναι προσφορά ιστορικής σημασίας.

Τον ρώτησα πριν από χρόνια μήπως βρήκε κάπου τη μουσική του Μάνου από την Ορέστεια. Δυστυχώς όχι. Κι έτσι, συμφωνήσαμε να τραγουδήσω ό,τι θυμάμαι από το 1951, για να αντιγραφούν στο βινύλιο καθαρώς ως “μνήμη μελωδίας”. Είναι μια υποχρέωση δική μου στη μνήμη του Μάνου μας. Ένα αντίδωρο στα δώρα που μας χάρισε.

Ευτυχώς, υπάρχει όλη η μουσική Χατζιδάκι για το σατυρικό δράμα Κύκλωπας, και φυσκά η μουσική του για τις αριστοφανικές κωμωδίες.

Θυμάμαι την αγωνία της Κοτοπούλη, στο Κάιρο, όταν ο Μάνος αργούσε να φτάσει για τη γενική δοκιμή και τον περίμενε όλη η κρατική ορχήστρα. Έλεγε η Μαρίκα: “Ψάξτε όλα τα ξενοδοχεία, τα λουκουματζίδικα του Καϊρου. Ψάξτε κάτω από κάθε κελεμπία… κάπου θα τον βρούμε”.

Ο Μάνος κοιμότανε. Είχε 48 βαθμούς υπό σκιά και δρόσιζε μεταξύ 12 τη νύχτα και 6 το πρωί. Πώς να δουλέψει κατακαλόκαιρο ο καλλιτέχνης; Ο Ροντήρης έθετε όρο στο Εθνικό να γίνονται παραστάσεις μέσα Σεπτεμβρίου, για να προστατεύονται πρώτον οι φωνές των ηθοποιών.

Η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι για τις Χοηφόρους ήταν ένα έργο τέχνης. Άλλο κλίμα, άλλο κλάμα, άλλο δράμα. Ο Παλλάντιος που έγραψε κι αυτός Ορέστεια ήταν υψιπετής, ολύμπιος, απολλώνιος, κλασικά τραγικός, με μουσική επιστήμη, άγγιζε στέρεα την τραγική κορφή του λόγου με το μέλος. Οι μελωδίες του τραγουδήθηκαν από μας τους ηθοποιούς, γίνανε έσω ρυθμός μας, οίμος και προσευχή-κατάρα-ωχ-ωιμέ. Τη μουσική του την έχουμε, την ακούμε, την απολαμβάνουμε, τη διδάσκουμε.

Ο Χατζιδάκις, για πρώτη φορά, ασχολείται με σύνθεση μουσικής με απαιτήσεις. Αξιώθηκε να συγκλονίσει πρώτα εμάς, τους ερμηνευτές. Ο Μάνος θρηνεί, σπαράζει στον άγιο ολολυγμό των Χοηφόρων και μεταβάλλει το μοιρολόι των γυναικών της αρχαιότητας σε επιτάφιο θρήνο μυροφόρων της χριστιανοσύνης, καθώς “αιματοστηθοδέρνονται”, κατά τον Γρυπάρη, πάνω στον τάφο του Αγαμέμνονα.

Όσα η μνήμη έσωσε είναι για τα ακόλουθα κείμενα:

Χύνετε δάκρυα μαύρα, γοερά,
τ’ αδικοθάνατού μας βασιλιά
πάνω στον τάφο του που απαντοχή
μου είναι σε λύπη και χαρά…

Και το κορύφωμα του θρηνητικού δημιουργήματος του Μάνου Χατζιδάκι ήταν στο σπαραγμό της Ηλέκτρας, όταν εκτόξευε στην Κλυταιμνήστρα τις περίφημες φράσεις:

…απένθητο κι αθρήνητο τον άντρα σου
να θάψης πώς βάσταξε η καρδιά σου;…

  • Άννα Συνοδινού, Αίνος στους άξιους. Εκδόσεις Καστανιώτη. Αθήνα 1999.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΙ ΕΔΩ:


Πηγή: timesnews.gr