
Tου Χρήστου Κεφαλή*
Ο αναγνώστης της Δημοκρατίας στην Αμερική του Αλέξις ντε Τοκβίλ δεν μπορεί να μην εντυπωσιαστεί από την κατακλείδα του έργου. Ο Τοκβίλ, ένας αριστοκράτης γαλουχημένος με τις αρχές και τις αξίες της τάξης του –καταγωγή, προνόμια, μοναρχία, θρησκεία– αναγνωρίζει εκεί την ανωτερότητα και την ιστορική αναγκαιότητα της δημοκρατίας. Αιτιολογεί τη θέση του με μια αναφορά στο γεγονός ότι το παλαιό καθεστώς υπηρετούσε τα συμφέροντα των λίγων, ενώ η άνοδος της δημοκρατίας στην αυγή της αστικής εποχής άνοιγε ευρείες προοπτικές για την κοινωνική πλειοψηφία.
Αν όμως η αναγνώριση αυτή δηλώνεται ρητά μόνο στο τέλος, στην πραγματικότητα υπολανθάνει σε όλο το έργο του Τοκβίλ. Σε αυτό η μεροληπτική αριστοκρατική του οπτική αντιμάχεται με την τάση του να σταθεί στην άποψη του κοινωνικού όλου, με τη δεύτερη πλευρά να υπερισχύει. Ήταν ακριβώς η έντονη διαπάλη ανάμεσα στο όλο και το μέρος, και η έκβασή της υπέρ του όλου, που έκανε τον Τοκβίλ ικανό να δει βαθιά μέσα όχι μόνο στις ώριμες αλλά και στις εμβρυώδεις ακόμη αντιθέσεις της εποχής του. Η διανοητική του ακεραιότητα και η οξυδέρκεια του επέτρεψαν, σε αντίθεση με άλλους αριστοκράτες του καιρού του, να υψωθεί έτσι σε μια φωτισμένη κατανόηση του παρόντος και να διακρίνει διορατικά το μέλλον. Αναφέρθηκε στην αθλιότητα των εργατών, τη συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια των βιομηχάνων και πρόβλεψε ότι ο καπιταλισμός θα έδινε γένεση σε μια νέα τρομερή ανισότητα.
Η ποιητική συλλογή του Κώστα Γαρμπή Το Ημερολόγιο του Μυστηριώδους κ. Σατερθγουαίητ έχει μια ιδιαίτερη αξία ακριβώς γιατί αντικατοπτρίζει την ίδια διαμάχη ανάμεσα στο μέρος και το όλο, με τον τρόπο και την έκβαση που έχει στον Τοκβίλ. Βέβαια στον τελευταίο αντιμάχονταν η φεουδαρχική μερικότητα, η προσήλωση στην παρηκμασμένη φεουδαρχική τάξη που υπηρετούσε τα συμφέροντα μιας ισχνής μειοψηφίας, με τη δραστήρια, πιο καθολική ανθρώπινη ύπαρξη που έφερνε στο προσκήνιο ο καπιταλισμός. Ο Γαρμπής αντίθετα είναι ένας σύγχρονος αστός, που βιώνει έντονα τη σύγκρουση ανάμεσα στη μονομέρεια της αστικής ύπαρξής του και την ανάγκη για ολόπλευρη ανθρώπινη πραγμάτωση. Επιπρόσθετα η σύγκρουση δεν λαμβάνει χώρα στο ευρύ ιστορικό φόντο με το οποίο είχε αναμετρηθεί ο Τοκβίλ –την ορμητική, κοσμογονική άνοδο του αμερικάνικου καπιταλισμού– αλλά στο στενό πλαίσιο του καθημερινού κόσμου του ποιητή, ενός κόσμου νομικών υποθέσεων που αποπνέει τελμάτωση, κενότητα και βαρετή ρουτίνα. Ωστόσο, ακριβώς επειδή βιώνει έντονα αυτή τη διαμάχη και με τρόπο που προκρίνει διαρκώς το όλο, γίνεται ικανός να θέσει, με το δικό του τρόπο, τα ίδια διλήμματα που είχε θέσει στον καιρό του ο Τοκβίλ. Αυτό και μόνο το περιστατικό καθιστά ενδιαφέρουσα και χρήσιμη μια συζήτηση του ποιητικού και ευρύτερου λογοτεχνικού του έργου.
Το πρότερο λογοτεχνικό έργο του Γαρμπή
Ο Γαρμπής δεν είναι ένας νέος συγγραφέας, που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο κοινό. Στο παρελθόν έχει δημοσιεύσει αρκετά βιβλία, από τα οποία θα ξεχωρίσουμε δύο, δημοσιευμένα με το ψευδώνυμο Αννίβας Α. Αρνέλλος: το μυθιστόρημα Μια Παρτίδα Σκάκι (εκδ. Τυπωθήτω, Αθήνα 2002) και τις Αϋπνίες (εκδ. Φαραί, Αθήνα 2010), μια σειρά δοκίμια λογοτεχνικής κριτικής δοσμένα με λογοτεχνική μορφή. Έχει γράψει κάμποσα ακόμη μυθιστορήματα (Γιατί με Ξυπνήσατε, Λόρδε Κάρναβον;, Έρωτας στο Γαλαξίδι, Έρωτας στις Σπέτσες, κ.ά.) και ποιητικές συλλογές (Για την Ελίζα, Κι οι Ποιητές σε τι Χρειάζουνται σ’ ένα Μικρόψυχο Καιρό;, Φυσούν Άνεμοι, κ.ά.). Όμως ενώ περιστρέφονται γύρω από μια παρόμοια προβληματική, πολλά από τα τελευταία εστιάζουν σε ερωτικά θέματα· τα πρώτα αντίθετα δίνουν ένα νήμα για τη συλλογή του Σατερθγουαίητ, διατρέχοντας την εξέλιξη της άποψης του Γαρμπή με το χρόνο.
Το Μια Παρτίδα Σκάκι εξωτερικά είναι και αυτό μια ερωτική ιστορία. Η υπόθεσή του πλέκεται γύρω από την ταραχώδη σχέση του Αννίβα, μιας ενσάρκωσης του ίδιου του συγγραφέα, και της Ελίζας. Αυτή η σχέση αντιστοιχίζεται έξοχα κι εδώ μπαίνει στη μέση το σκάκι με τις κινήσεις της παρτίδας Άντερσεν-Κιζερίτσκι, της φημισμένης «Αθάνατης Παρτίδας», παιγμένης στο Λονδίνο το 1851. Ο Αννίβας έχει τη θέση του Άντερσεν, του επιθετικού παίκτη που προσπαθεί με τις κινήσεις του να κατακτήσει το θηλυκό, και η Ελίζα εκείνη του Κιζερίτσκι, που προκαλεί με τις δικές της την κατάκτηση.
Ωστόσο, η ερωτική σχέση σημαδεύεται από τον κοινωνικό ρόλο που ο Αννίβας έχει μέσα στη ζωή, λειτουργώντας ως ώθηση για να αντιληφθεί το αδιέξοδό του. Ο ήρωας του Γαρμπή, είναι ένας «επιτυχημένος βρικόλακας» (σελ. 59), ένα νεκροζώντανο ον που η αθανασία του «δεν έχει αξίες, δεν έχει όμορφες στιγμές» (σελ. 69), ένας «θλιβερός ζητιάνος της ζωής» (σελ. 71) καταδικασμένος να βιώνει μια παρασιτική ύπαρξη χωρίς νόημα. Αυτή του η κατάσταση δεν απορρέει από μια εσωτερική παθολογία, όντας αποτέλεσμα των κοινωνικών συνθηκών. Είναι ένας έγκλειστος των κυρίαρχων καπιταλιστικών αξιών του κέρδους και του πλουτισμού. Ο κόσμος του, «ένας κόσμος που εκμηδένιζε την ψυχή. Μια ζωή χωρίς κανενός είδους εξωτερίκευση… Ένας πνευματικός κόσμος σαν ένα βουρκωμένο τέλμα, «απ’ όπου προβάλλουν στην επιφάνεια σαν βάτραχοι», οι δεισιδαιμονίες και οι προλήψεις. Ένας μυστικιστικός αφανισμός του πνεύματος μέσα στο δογματισμό… Ένας κόσμος με πάρα πολλές επιχρυσώσεις και πολύ κακό γούστο. Μια πρόσοψη ζωτικότητας, νεοπλουτισμού και μοντερνισμού» (σελ. 77). Αλλά ταυτόχρονα, σε αντίθεση με τους άλλους βρικόλακες, ο Αννίβας έχει μια προτίμηση για το φως: ο έρωτάς του για την Ελίζα τον κάνει «να σκέπτεται τις ανθρώπινες αξίες… να ονειροπολεί ημέρα και τα βράδια να κοιμάται σαν κοινός θνητός». Συνειδητοποιεί ότι «το φως έχει τους αιώνες με το μέρος του» (σελ. 71).
Το μυθιστόρημα του Γαρμπή παραλληλίζεται εύλογα με ένα άλλο διάσημο έργο εμπνευσμένο από τον κόσμο του σκακιού, τη διάσημη Σκακιστική Νουβέλα του Στέφαν Τσβάιχ. Και τα δυο περιστρέφονται γύρω από μια καταθλιπτική κοινωνική κατάσταση, αξιοποιώντας το σκάκι σαν ένα ανάλογο της ζωής για να απεικονίσουν και να σχολιάσουν τις αντιφάσεις της, αν και με ένα διαφορετικό τρόπο.
Στη Σκακιστική Νουβέλα κυριαρχεί η καταθλιπτική πραγματικότητα του ναζισμού, που σκεπάζει και κατατρώει τα πάντα. Ο ήρωας, ριγμένος σε μια ναζιστική φυλακή, βρίσκει μια διαφυγή στο σκάκι που του γίνεται όμως σύντομα έμμονη ιδέα ωθώντας τον στα όρια της τρέλας. Αργότερα, όταν ταξιδεύοντας με το πλοίο για την Αμερική βρίσκεται αντιμέτωπος με τον παγκόσμιο πρωταθλητή του σκακιού Τσέντοβιτς, η διαταραγμένη φαντασία του θα τον κάνει να παίζει μια εντελώς διαφορετική θέση από αυτή που πραγματικά υπάρχει στη σκακιέρα. Μέσα από αυτή την εξιστόρηση, μια κρυφή εξομολόγηση της δικής του πορείας ως την εξορία του το 1940 στη Βραζιλία και τη δραματική αυτοκτονία του, ο Τσβάιχ θέτει τα ερωτήματα για το διχασμό ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, το επιθυμητό και το υπαρκτό. Φωτίζει την αδυναμία της καθαρής λογικής, την οποία συμβολίζει το σκάκι, να διαλύσει το ζοφερό σκοτάδι του ναζισμού, και αναδεικνύει τη σύγκρουση ανάμεσα στην πνευματική κληρονομιά του ανθρωπισμού και την κτηνώδη φασιστική βαρβαρότητα.
Ο Γαρμπής επίσης αξιοποιεί την αλληγορία του σκακιού για να αποδώσει τη διάσταση ανάμεσα στις βαθύτερες ανθρώπινες επιδιώξεις και μια κοινωνία που δεν τις υπηρετεί. Ωστόσο, όπως συμβαίνει συχνά στη σύγχρονη λογοτεχνία, επιφέρει μια μετατόπιση της εστίασης στην ψυχολογία και την ατομικότητα, που απουσιάζουν από το μυθιστόρημα του Τσβάιχ. Σε αυτό το πλαίσιο επιστρατεύει την αλληγορία του βρικόλακα για να αποτυπώσει την εσωτερική αντίφαση του ήρωά του: τη σύγκρουση ανάμεσα στις διανοητικές αναζητήσεις του και την πεζή, αλλοτριωμένη πραγματικότητα της αστικής ζωής.
Ο Αννίβας, εκφέροντας την άποψη του συγγραφέα, δεν απορρίπτει την αντιφατικότητα ως μια ανωμαλία, η οποία πρέπει να εξαλειφθεί με τον εξοβελισμό της μιας ή της άλλης πλευράς. Σε αντίθεση με τους κομφορμιστές λάτρεις των «καθαρών» καταστάσεων όπου μπορεί κανείς να βιώνει μια ήσυχη, αυτοϊκανοποιημένη ύπαρξη, αντιλαμβάνεται την αντιφατικότητα ως το πιο ζωτικό, αμετακίνητο στοιχείο της ζωής. Συμμερίζεται «την άποψη του Πιραντέλο ότι η ζωή είναι μια αντίφαση, είναι μια αδιάκοπη ροή που εμποδίζει την αποκρυστάλλωση σε μια μορφή. Αλλά ταυτόχρονα η ζωή είναι μορφές, όσο είναι και ροή. Υπακούοντας η ζωή στην αντίφαση, δημιουργεί διαρκώς μορφές και διαρκώς τις καταστρέφει» (σελ. 116). Εκείνο που τον κάνει να δυσανασχετεί με την κατάστασή του είναι ότι οι κοινωνικοί της καθορισμοί αποτρέπουν μια δυναμική, ευκίνητη μορφοποίηση, αποστεώνοντάς τον και στερώντας του τη δυνατότητα να αναπτύξει αρμονικά τις πιο αυθεντικές τάσεις και τις δυνατότητές του.
Από την άλλη μεριά, ο Γαρμπής, παρά την ισχυρή του αίσθηση της ατομικότητας, δεν είναι ένας χυδαίος ατομικιστής που θα τοποθετούσε το ζήτημα της ανθρώπινης εκπλήρωσης σε ένα στενά προσωπικό πλαίσιο. Βιώνει έντονα και δίνει έμφαση στο γεγονός ότι τα αδιέξοδά του είναι μια ιδιαίτερη εκδοχή των βασάνων και των κατατρεγμών που υφίστανται, συχνά με πολύ πιο επώδυνους, ωμούς τρόπους, οι περισσότεροι άνθρωποι στην εποχή μας. Στις Αϋπνίες αναδεικνύει την καταθλιπτική ισοπέδωση και τη μετάλλαξη του μέσου ανθρώπου την οποία προκαλεί ο άγριος καπιταλισμός της αγοράς, ενσαρκωμένος στον αμερικανισμό:
«Φόκνερ, Κάλντγουελ, Ευγένιος Ο’Νιλ, Χέμινγουεϊ, Στάινμπεκ, Τένεσι Ουίλιαμς, Έντουαρντ Άλμον και τόσοι άλλοι. Σπουδαίοι τεχνίτες, ανήσυχοι κι ερευνητικοί, με τόλμη και πρωτοτυπία… [Στο έργο τους] βλέπουμε τις ποικίλες όψεις της αμερικάνικης ζωής, τα σημεία δύναμης και αδυναμίας της, το δραματικό κοντράστο στην πληθωρική ενέργεια και την ταραχή του περιγραφόμενου κόσμου· την βασική δυσπιστία στον άνθρωπο, που τον εικονίζει –μέσα στις καινούργιες κοινωνικές σχέσεις που διαμορφώνονται– εξαιρετικά ανταγωνιστικό, εξαιρετικά επιθετικό, αδίστακτο στις παρορμήσεις του και επικίνδυνο… Οι Αμερικανοί λογοτέχνες του πρώτου μισού του προηγούμενου [20ού] αιώνα… αποδεικνύονται ακούσια προφητικοί για την ζωή ολόκληρης της ανθρωπότητας. Γι’ αυτό τους χαρακτηρίζω επίκαιρους και σήμερα, περισσότερο από ποτέ. Περιγράφουν το κοινωνικό γίγνεσθαι της πατρίδας τους, την καταθλιπτική συγκέντρωση μεγάλου κεφαλαίου στα χέρια όλο και λιγότερων ανθρώπων, που δημιουργεί για τους πολλούς μια κατάσταση ανυπόφορη. Χάνεται η αρχή της αναλογίας και, μαζί της, η ιδέα μιας στοιχειώδους κοινωνικής δικαιοσύνης, μιας ισορροπίας. Αυτό αποσυνθέτει την ανθρώπινη προσωπικότητα και την οδηγεί σε εσωτερική διάσπαση. Ο υπερβολικά συγκεντρωμένος πλούτος, πέραν απ’ ότι υπαγορεύει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, που ενυπάρχει στον καθένα μας, περνάει σαν ισοπεδωτική μηχανή πάνω απ’ τις μικρές καταστάσεις, τα μικρά κεφάλαια, τις μικρές περιουσίες, τις μικρές επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά. Από μια ζωή χωρίς μεγάλες διαταραχές, όλοι οι μικρομεσαίοι πέφτουν απότομα στον πιο άγριο σάλο της καθημερινής βιοπάλης. Δεν υπάρχει έλεος. Διαμορφώνεται ιδεολογία απελπισμένων και απαισιόδοξων. Μες από την βάρβαρη αυτή επιδρομή διασπάται η οργανωμένη κοινωνική άμυνα που δημιουργεί την στοιχειώδη ισορροπία των κοινωνικών δυνάμεων και εξασφαλίζει την κοινωνική ειρήνη μ’ έναν ανεκτό τρόπο ζωής και –κυρίως– με την διατήρηση της συνοχής της προσωπικότητας του ατόμου. Αποσυντίθεται η δομή της κοινωνίας… Εκείνο που δεν φαντάστηκαν οι σπουδαίοι Αμερικανοί λογοτέχνες… είναι ότι τα κοινωνικά αυτά φαινόμενα της αμερικάνικης ζωής, που τόσο εμπνευσμένα περιγράφουν, θα τα ζούσαμε στις αρχές του καινούργιου (21ου) αιώνα ως παγκόσμιες καταστάσεις» (σελ. 91-93).
Το αίτημα της ολότητας, η διαμαρτυρία ενάντια στην κατακερματισμένη ανθρώπινη ύπαρξη, χαρακτήρισε ιστορικά το Διαφωτισμό, και αργότερα, όταν έγινε φανερή η αποτυχία της αστικής τάξης να το εκπληρώσει, τη ρομαντική και τη μαρξιστική κριτική του καπιταλισμού. Ο Γαρμπής έλκεται από το ρομαντισμό· στα νεανικά του χρόνια, αναφέρει, τον έθελγε «ο ηρωικός ρομαντισμός» του Ουγκώ, «ο πληθωρικός συναισθηματισμός του, το πάθος και η ορμή, η τάση για το υπέρμετρο, το ιδανικό, το άπιαστο, οι νοσταλγικές αναπολήσεις του, το όνειρο, οι εξιδανικεύσεις, η συγκίνηση» (σελ. 22). Έλκεται επίσης σε κάποιο βαθμό από το νατουραλιστικό μοντερνισμό, στο πρόσωπο του Έλιοτ και άλλων. Αλλά αυτές δεν είναι οι κύριες επιρροές του· αναφέρεται στο ρομαντισμό σαν ένα «ναρκωτικό» και όσο για το νατουραλισμό, του καταλογίζει εύστοχα ότι «προσαρμόζεται στην αθλιότητα, δεν διακρίνει διέξοδο» (σελ. 22, 64). Η ρεαλιστική γείωση του Διαφωτισμού θέτει το αίτημα της ολότητας σε μια πραγματική βάση και ο Γαρμπής ουσιαστικά υιοθετεί αυτή την οπτική, αναφερόμενος στον πρόλογο στην «ιστορία», τη «γεμάτη με πολύ μεγάλη ανθρώπινη αδικία και πολύ ανθρώπινο πόνο», αλλά και με όσα «περιέχουν το σπόρο της αισιοδοξίας για τον άνθρωπο» (σελ. 9). Είναι έτσι ένας προοδευτικός αστός, ένας επίγονος και νοσταλγός των προοδευτικών ιδανικών της αστικής τάξης, σε μια εποχή που η τελευταία παραδίδεται ψυχή τε και σώματι στην αντίδραση και την παρακμή.
O Γαρμπής αξιολογεί στην ίδια μελέτη τα ποικίλα λογοτεχνικά ρεύματα, από το γαλλικό ρεαλισμό και το ρομαντισμό ως τον Τολστόι, τον Τσέχοφ και τους άλλους Ρώσους ρεαλιστές, σε αυτό το γενικό πλαίσιο, ξεδιαλέγοντας στο έργο τους την πάλη των κοινών ανθρώπων με τα εμπόδια που θέτουν οι κοινωνικές συνθήκες. Σε αρκετά σημεία προσεγγίζει, εν γνώσει του ή όχι, τις αντιλήψεις του Λούκατς για το ρεαλισμό ως μια αναπαράσταση των βαθύτερων τάσεων της εξέλιξης στην αντιφατική κίνησή τους. Εκφράζει μια σταθερή πίστη στον άνθρωπο –όχι τον αφηρημένο Άνθρωπο (με Α κεφαλαίο) του ιδεαλισμού, αλλά τον απλό λαϊκό άνθρωπο του δρόμου– στις κρίσεις του για τον Τσέχοφ:
«Στη φιλοσοφία του Τσέχοφ ο άνθρωπος μπορεί να αποτυγχάνει, αλλά δεν ηττάται ποτέ. Αλλά εκείνο που με μαγεύει πιο πολύ στον Τσέχοφ είναι η ποίηση που έχουν τα έργα του. Ονειροπόλα αισθήματα, αναπολήσεις, πόθοι κοινών ανθρώπων που ελπίζουν κι αναζητούν την ευτυχία, η οποία όλο τους ξεφεύγει και μετατοπίζεται στο μέλλον. Άνθρωποι καθημερινοί που ζουν μια ζωή με αναστολή. Το δράμα των ανθρώπων που ζουν ονειροπολώντας για ένα καλύτερο αύριο» (σελ. 38).
Σατερθγουαίητ
Αναφερθήκαμε ξεχωριστά στα δυο έργα, γιατί θέτουν το βασικό πλαίσιο και την προοπτική του Γαρμπή, τα οποία ολοκληρώνει στη συλλογή του Σατερθγουαίητ. Η συλλογή, αποτελούμενη από έξι μικρούς τόμους, εμφανίστηκε στην περίοδο 2016-20201. Περιλαμβάνει κοινωνικά και ερωτικά ποιήματα, όπου πρωταγωνιστούν είτε ο ίδιος ο ποιητής, είτε μορφές εμπνευσμένες από κατά καιρούς συναναστροφές του. Ο ήρωας της συλλογής, ο Σατερθγουαίητ, παρμένος από μια ιστορία της Αγκάθα Κρίστι, λειτουργεί και εδώ ως μια ενσάρκωση του ποιητή, καταγράφοντας στο ημερολόγιό του τις παρατηρήσεις του και τους ποιητικούς στοχασμούς του. Είναι ένας άνθρωπος ευρισκόμενος «στας δυσμάς του βίου» του, που βιώνει έντονα την αντίθεση ανάμεσα στη νιότη και το γήρας, ανάμεσα στα ευγενικά ιδανικά και τον ενθουσιασμό της αρχής, τις διαψεύσεις και τις ανώμαλες προσγειώσεις της πορείας, την ανάγκη για ένα συνολικό απολογισμό στο τέλος, για την εύρεση και αναγνώριση μιας συνισταμένης. Αυτή η επισκόπηση επιχειρείται με τη μορφή εσωτερικών διαλογισμών, συχνά στη διάρκεια του ψαρέματος, της παρηγοριάς που του έχει απομείνει – και πάντα στο φόντο των κοινωνικών συνθηκών, της διαβρωτικής κυριαρχίας του ασύδοτου καπιταλισμού και του ατομικισμού που καταβροχθίζει αδυσώπητα τους πάντες.
Υπάρχει διαφυγή από αυτή τη μέγγενη; Υπάρχει ελπίδα; Υπάρχει προοπτική, αν όχι για μας τουλάχιστον για τους επόμενους; Αυτά τα εναγώνια και τόσο οικεία σε εποχές κρίσης ερωτήματα προβάλλουν μέσα από τον ποιητικό λόγο του Γαρμπή. Και ταυτόχρονα μας δίνει φυσικά το δικό του στίγμα και την τοποθέτηση απέναντί τους.
Η άποψη του Γαρμπή καθορίζεται, όπως τονίσαμε, από το αίτημα της ολότητας, το αίτημα για την ολοκληρωμένη, πλούσια ανθρωπινότητα που υπερβαίνει κάθε λογής στενότητες, προκαταλήψεις και πλάνες, την πηγή των οποίων ανιχνεύει στις υφιστάμενες συνθήκες. Απέχει όμως πολύ από το να αναγορεύει τον εαυτό του σε φορέα αυτής της αρχής, τον εκπρόσωπο του υψηλού που παρέχει ένα πρότυπο για το πώς πρέπει να είναι τα πράγματα και πώς να πορεύονται οι άλλοι. Απεναντίας, βρίσκεται στον αντίποδα της λογικής του κατόχου της έτοιμης αλήθειας, της τόσο οικείας στο επαναστατικό κίνημα από τις αλαζονικές πρακτικές και αξιώσεις των «αλάθητων» αρχηγών του σταλινισμού.
Ο Γαρμπής δεν προβάλει καμιά τέτοια αξίωση, ούτε χωρίζει τους ανθρώπους σε δυο μέρη, ένα που έχει ήδη δει το φως και ένα άλλο που βρίσκεται στο σκοτάδι και περιμένει ή θα όφειλε να περιμένει το άλλο να του το μεταλαμπαδεύσει. Γι’ αυτόν –χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν διακρίνει διαβαθμίσεις– η ολότητα είναι ένα αίτημα προς μελλοντική επίτευξη απέναντι σε ένα σκοτάδι που σκιάζει καθολικά το παρόν. Είναι μια δυνητική τάση του παρόντος, η διέξοδος απέναντι στις ανυπόφορες, στρεβλές κοινωνικές συνθήκες που αποτρέπουν μια καλή ζωή για όλους, μη αφήνοντας κανέναν έξω από τη φθοροποιό τους επίδραση. Ακόμη περισσότερο, δεν διστάζει να αναγνωρίζει ότι ενώ βιώνει πιο ισχυρά από άλλους την ανάγκη για μια ολόπλευρη ανθρώπινη ύπαρξη, στην πρακτική του στάση μπορεί να βρίσκεται πιο κάτω από εκείνους. Βλέπει σε αυτό μια συνέπεια των αστικών του περιορισμών και χλευάζει αυτοσαρκαστικά την πρακτική αναποτελεσματικότητα των υψηλών φιλοσοφικών διαλογισμών του:
Μόνον ο μεταξοσκώληκας που τρυπάει το κουκούλι
φτερουγίζει προς την ελευθερία.
Εγώ δεν μπόρεσα…
Φιλοπερίεργος, ναι! Αλλά βολεμένος αστός ήμουνα. (VI, 35, 38)
Και αλλού προσθέτει:
Τι σημαίνει για κάποιον να «είναι»,
γιατί υπάρχει κάτι αντί να μην υπάρχει τίποτα;
Ω! Πόσο επιχείρησα να εμβαθύνω σ’ όλ’ αυτά
όμως ο κόσμος δεν έγινε καλύτερος. (ΙΙΙ, 23)
Οι ομολογίες αυτές δεν απηχούν μια στάση συνολικής αδυναμίας και παραίτησης που δίνει κατά κανόνα το άλλοθι στην κομφορμιστική προσαρμογή και την απάθεια. Συνυπάρχουν με μια γνήσια αντικομφορμιστική νοοτροπία, μια άρνηση αποδοχής όχι μόνο της φαυλότητας αλλά και των αβαριών και των εκπτώσεων που αυτή επιφέρει στον καθένα μας ως κάτι το οριστικό:
Δεν θ’ αφήσω να διεισδύσει το φαύλο
στον πυρήνα των ιδεών μου.
Κι ας φτιάχνω χάρτινες βαρκούλες και καραβάκια
στο μικρό μου Σύμπαν. (VI, 13)
Και αλλού:
Για τους ζωντανούς υπάρχει πάντα οδός επιστροφής.
Στον ανδριάντα που θα μου στήσουν
η μύτη του ξίφους μου δεν θα είναι σπασμένη
από μία ατιμία.
Πόσο κοντά βρίσκεται συχνά η αξιοπρέπεια στην αναξιοπρέπεια! (VI, 20)
Για τον Γαρμπή έχει έτσι ιδιαίτερη σημασία να δείξει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην αδυναμία απέναντι στην παρακμή και στην ενεργό στράτευση σε αυτή, τη συνταύτιση με μια κοινωνία και μια εξουσία που αλλοτριώνει. Η γραμμή μπορεί να μην είναι τελείως ευδιάκριτη και να θολώνει σε κάποιες στιγμές αλλά δεν παύει να υπάρχει. Υποδηλώνει το γεγονός ότι η αδυναμία μπορεί να είναι μια προσωρινή, έστω μακροχρόνια κάποτε κατάσταση, η οποία όμως διατηρεί εντός της μια προοπτική αλλαγής. Όσοι αντίθετα περνούν τη διαχωριστική γραμμή, ξεπέφτοντας στον κυνισμό και την υποκρισία, στερούν από τον εαυτό τους κάθε δυνατότητα επιστροφής σε μια γνήσια ανθρωπινότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, η αυτοσαρκαστική ειρωνεία είναι περισσότερο μια αφορμή και ένα κίνητρο για να συνειδητοποιηθούν οι λόγοι της ατομικής αδυναμίας. Ο ποιητής αντιλαμβάνεται τελικά ότι ως άτομο μπορεί να συνειδητοποιεί τη φαυλότητα, είναι όμως αδύναμος απέναντί της· ότι η απλή συνειδητοποίηση δεν αρκεί για να μετασχηματιστεί η ζωή και κάθε στενά ατομική, εσωστρεφής προσπάθεια αλλαγής είναι καταδικασμένη σε αποτυχία:
Η ζωή μου πάντα ήταν ένα ταξίδι. Αλλά πάντα γύριζα.
Ένα «αλέ-ρετούρ». Κι επέστρεφα αλλαγμένος,
έτσι τουλάχιστον πίστευα. Γρήγορα όμως διαπίστωσα
ότι η τραγωδία της ζωής είναι πως οι άνθρωποι δεν αλλάζουν…
Ήταν ίσως γιατί έκανα ένα λάθος.
Ήθελα να αλλάξω το μοντέλο του εαυτού μου
Αντί ν’ αλλάξω το μοντέλο της ζωής. (ΙΙ, 19)
Η έφεση προς τη συλλογικότητα αποτελεί συστατικό στοιχείο της οπτικής του Γαρμπή. Θεμελιώνεται στις ίδιες τις τραυματικές εμπειρίες του από τα αστικά περιβάλλοντά του, όπου η συλλογικότητα –και μαζί της κάθε δημιουργικό διανοητικό ενδιαφέρον, γνησιότητα και ανησυχία– είτε απουσιάζει είτε γίνεται ακόμη χειρότερα ένα φύλλο συκής για τον πιο βάναυσο εγωισμό και την αισχρή ιδιοτέλεια.
Στο Μια Παρτίδα Σκάκι ο Γαρμπής είχε δώσει ένα έξοχο πορτρέτο των ταγών του του άγριου καπιταλισμού της αγοράς, που κινούν τα νήματά του στην τωρινή εποχή της παγκοσμιοποίησης. Η δυνατή, μεστή περιγραφή του ενός από αυτούς τους «πρωτεργάτες», τους μάνατζερ, χρηματιστές και επιχειρηματίες που συναναστρέφεται στο δικηγορικό του γραφείο, δεν έχει να ζηλέψει σε ζωντάνια και παραστατικότητα από τους κλασικούς τύπους στα μυθιστορήματα του Μπαλζάκ, του Τολστόι και των άλλων μεγάλων ρεαλιστών:
«Ο Αννίβας κοίταξε ξανά τον άνδρα. Τον “πνευματικό αγωνιστή”, όπως αυτοαποκλήθηκε. Ένας κομψός μεσόκοπος με εμφάνιση πλουσίου. Έκφραση αποφασιστική. Ροδαλός, φρεσκοξυρισμένος, σταυρωτό κουστούμι, άσπρο, μεταξωτό πουκάμισο, γραβάτα Valentino. Μανικετόκουμπα με χρυσούς σκαραβαίους. Σκελετός γυαλιών από ταρταρούγα. Μεταξωτές κάλτσες, παπούτσια Prada. Στο ευχάριστο παιδικό του πρόσωπο ο Αννίβας έβλεπε τώρα πολλή σκληράδα και εξαιρετικές ικανότητες. Θα προτιμούσε σίγουρα καραβίδες, αστακούς και πετροκάβουρα με λιωμένο βούτυρο. Θα έτρωγε λαίμαργα και θ’ άφηνε το βούτυρο να τρέχει στο σαγόνι του. Οι πορδές του θα βρομάγανε. Τυπικό δείγμα επιτυχημένου. Αυτοί κρατούν τα κλειδιά της κοινωνίας μας, αυτοί διαμορφώνουν τα ήθη μας! Πνευματικός αγωνιστής! Όλη κι όλη του η προσπάθεια ήταν πώς να ρίξει το συνεταίρο του μέσα από μια συγχώνευση» (σελ. 47-48).
Στον Σατερθγουαίητ επίσης ο ποιητής δεν αφήνει αμφιβολίες για τις ρίζες του ατομικού του αδιεξόδου στην ίδια την κίνηση του αχαλίνωτου καπιταλισμού των ημερών μας. Στην κίνηση αυτή όχι μόνο δεν μπορεί να αντιδράσει αποτελεσματικά, αλλά απεναντίας, υπό την επαγγελματική του ιδιότητα ως δικηγόρος, υποχρεώνεται καθημερινά να την υπηρετεί, έστω και παρά τη θέλησή του. Αυτό μεγαλώνει την απέχθειά του για την ασχήμια και τη ματαιοδοξία, ωθώντας τον να λέει τα πράγματα με το όνομά τους.
Υπηρέτησα κι εγώ, ως Robocop,
συμφέροντα που με απωθούσαν· ο προγραμματισμός βλέπετε…
Υπηρέτησα τη μεγαλοαστικοποίηση υποβαθμισμένων περιοχών,
βαρόνους του υποκόσμου του real estate,
λούμπεν στοιχεία και μπράβους με λευκά κολάρα,
πρωταγωνιστές, θύτες ταυτόχρονα και θύματα,
όργανα επιβολής νέας τάξης πραγμάτων,
λούστρους χρηματικοποίησης της οικονομίας,
νέα πεδία συσσώρευσης κεφαλαίου σε τομείς
που κάποτε ήταν εκτός εκμετάλλευσης,
ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων υπηρεσιών
και μετατροπές δημόσιων χώρων σε ιδιωτικές περιουσίες.
Και τώρα που ανέκτησα τη συνειδητοποίησή μου,
τώρα, στυμμένη λεμονόκουπα,
ψαρεύω, παίζω σκάκι και γράφω ημερολόγια. (IV, 13)
Σε ένα άλλο ποίημα καταγράφει την εσωτερική υποχώρηση στο διάβα του χρόνου, τη δική του και ενός μεγάλου μέρους της γενιάς του, καθώς υπό το κράτος των εξωτερικών πιέσεων ο ενθουσιασμός της νιότης έδινε αυξανόμενα τη θέση του σε μια διάθεση φυγής στο μυστικιστικό.
Ήμασταν τότε νέοι. Οδοιπόροι στον «δρόμο της Δαμασκού»
αναζητούσαμε ένα ιδανικό που δεν έγινε ποτέ σταθερό απόκτημα.
Σημασία είχε ότι υπήρχε ιδανικό.
Αποζητούσαμε να λυτρώσουμε τον άνθρωπο, όχι να τον ξεπεράσουμε.
Ούτε εγωιστικές εξάρσεις, ούτε ατομοκρατικά δόγματα…
Τώρα οι περισσότεροι από μας
αποζητούν μεταφυσική στέγη, πετούν προς το υπερβατικό
αναζητούν μια σωτήρια ενότητα. (IV, 28)
Στο τελευταίο ποίημα δεν ανιχνεύεται μόνο η διαφορά στο πνεύμα δυο εποχών – της δεκαετίας του 1970, όταν η γενιά στην οποία ανήκει ο ποιητής ξεκινούσε την πορεία της στο «δρόμο της Δαμασκού», και των ημερών μας, όταν η ίδια αυτή γενιά βρίσκει τον εαυτό της αναγκασμένο να ομολογήσει ότι απέτυχε να βρει το δρόμο, γυρεύοντας ένα υποκατάστατο σε μεταφυσικές αγωνίες και αναζητήσεις. Ανιχνεύεται επίσης, έστω και όχι εντελώς συνειδητά, η ρίζα της αποτυχίας της.
Η δεκαετία του 1970 ήταν μια εποχή ριζοσπαστικής ανάτασης και ελπίδων, με τις ανατροπές των δικτατοριών στην Ευρώπη, τα φιλειρηνικά κινήματα ενάντια στις αμερικανικές επεμβάσεις στο Βιετνάμ και αλλού, και τις εξεγέρσεις των λαών του Τρίτου Κόσμου να δίνουν τον τόνο στις εξελίξεις. Φαινόταν πως το όνειρο για ένα καλύτερο κόσμο έβαινε προς την αίσια έκβασή του, ότι αυτός ο κόσμος ήταν ήδη προοπτικά κερδισμένος. Αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν έτσι. Η αισιόδοξη διάθεση της εποχής υποτιμούσε τη δύναμη του κακού, παρέβλεπε τις αντιθέσεις και τα εμπόδια στο δρόμο της προόδου, καθώς και τα σημάδια της εσωτερικής φθοράς του ιδανικού, που θα απέτρεπαν την πραγμάτωσή του χωρίς μια σωτήρια αυτοκάθαρση. Η διάλυση της ΕΣΣΔ διέλυσε και τις απατηλές ψευδαισθήσεις. Στην πράξη το ριζωμένο στις παλιές, φθαρμένες συνθήκες κακό αποδείχτηκε πιο ισχυρό από το ελλιπές καλό που πάσχιζε αδέξια να μορφοποιηθεί.
Ο Γαρμπής ρίχνει μόνο μια αχνή αχτίδα φωτός σε αυτή τη διαλεκτική και εκτρέπεται μάλιστα ενίοτε προς θρησκευτικά θέματα και ανησυχίες, όπως όταν εκλαμβάνει τη φιλοσοφική του συνείδηση ως μια συνέχεια της θρησκευτικής (IV, 29). Δεν παύει όμως να αισθάνεται έντονα ότι η καταφυγή στις μεταφυσικές στέγες είναι ένα αδιέξοδο, ένας στουρθοκαμηλισμός απέναντι σε θύελλες που ζυγώνουν, ένα καλλωπιστικό άρωμα για τις στάσεις της απόγνωσης και της φυγής. Μια τέτοια επιλογή όχι μόνο δεν υπερβαίνει αυτές τις στάσεις αλλά τις στεφανώνει, παγιώνοντάς τις σε ένα τέλμα. Είναι μια φενάκη που απομακρύνει από τα πραγματικά διλήμματα της ζωής, συσκοτίζει αυτά τα διλήμματα που στο μεταξύ έχουν καταστεί επιτακτικά από την ίδια την πρότερη αποφυγή τους, οδηγώντας έτσι σε μια αυτό-κατάπνιξη των ικανοτήτων διάκρισης και τελικά στην πτώση σε μια αδιατάρακτη νιρβάνα.
Ανθρώπινες στάσεις και τύποι
Ο Αντόνιο Γκράμσι, ο μεγάλος Ιταλός μαρξιστής, είχε δώσει έναν έξοχο χαρακτηρισμό για το σύνολο των παραπάνω στάσεων, η ευρεία διάδοση των οποίων, μέσα στην κοινωνία και στο κομμουνιστικό κίνημα κατά το Μεσοπόλεμο, απέβηκε ένας κύριος συντελεστής στην επικράτηση του φασισμού:
«Είναι σαν το όπιο: είναι πραγματικά χαρακτηριστικό των αδυνάτων να εγκαταλείπονται στις φαντασιώσεις, να ονειρεύονται με τα μάτια ανοικτά ότι οι επιθυμίες τους είναι πραγματικότητα, ότι τα πάντα εξελίσσονται σύμφωνα με τις επιθυμίες τους… Δεν πρέπει να έχουμε αμφιβολία για τον αγώνα, φαίνεται ότι έχουμε κιόλας τη νίκη στο χέρι. Όμως ο αγώνας αυτός παραμένει όνειρο και κερδίζεται στο όνειρο. Στην πραγματικότητα απ’ όπου και αν αρχίσουμε να ενεργούμε οι δυσκολίες παρουσιάζονται αμέσως σοβαρές γιατί δεν τις σκεφτήκαμε ποτέ συγκεκριμένα»2.
Αλλά το να προβεί κανείς σε ένα τέτοιο γενικό χαρακτηρισμό ενός αρνητικού φαινομένου παρουσιάζοντας ωμά και αφτιασίδωτα την ουσία του, αν και αναγκαίο, δεν αρκεί για την υπέρβασή του ή ακόμη και για την κατάδειξη του δρόμου αυτής της υπέρβασης. Είναι εξίσου αναγκαίο να αποκατασταθούν οι συνδέσεις και οι πολικότητες στις οποίες δίνει γένεση μια εποχή, ιδιαίτερα μια εποχή κρίσης. Γιατί ανήκει στη φύση των πραγμάτων οι ανεπίλυτες αντιθέσεις να οξύνονται και να πολώνονται σε σαφείς καταστάσεις και εναλλακτικές, οι οποίες όμως παρουσιάζονται στους φιλισταίους και τους παρασιτικούς αστούς, μέσα στο φόντο της αποσύνθεσης που συνοδεύει την κρίση, ως αποσυνδεμένα, κατακερματισμένα και ατομικά φαινόμενα. Διαγράφεται έτσι η κοινή ρίζα τους στις αποστεωμένες κοινωνικές δομές που πρέπει να ξεπεραστούν και οι τελευταίες εκλαμβάνονται ως κάτι το αιώνιο. Για να διαλυθεί, λοιπόν, αυτή η ψευδαίσθηση πρέπει οι ποικίλες εκφάνσεις της παρακμής να αναχθούν στον κοινό τους παρανομαστή, να αναγνωριστούν μέσα στην ποικιλία τους ως τέτοιες αφαιρώντας τους το φωτοστέφανο με το οποίο περιβάλλουν τον εαυτό τους και αποκαλύπτοντας αμείλικτα τον πραγματικό τους χαρακτήρα.
Ο ποιητής βρίσκεται, βέβαια, αντιμέτωπος με το καθήκον όχι τόσο να εξηγήσει τις ποικίλες εκφάνσεις της παρακμής ανάγοντάς τις στα υλικά, οικονομικά τους αίτια, όσο να τις απαθανατίσει, φωτίζοντας τις πιο τυπικές ανθρώπινες στάσεις που υποκινεί από μια οπτική που τις υπερβαίνει, όντας ικανή να διακρίνει αυτό που πάει πέρα από την παρακμή ακόμη και μέσα στη φαινομενική παντοδυναμία της. Αυτό το βρίσκουμε συχνά στα ποιήματα του Γαρμπή. Σε ένα από αυτά μας δίνει μια πραγματικά πανοραμική εικόνα των σάπιων φρούτων της εποχής και των όχι λιγότερο σάπιων ντελάληδων που τα διαλαλούν ως την αξιοζήλευτη πραμάτεια τους:
Ομοφοβικοί αντιδραστικοί άνθρωποι.
Άλλοι περιπετειώδεις και ριψοκίνδυνοι.
Κάποιοι οπαδοί της ανοδικής κοινωνικής κοινωνικότητας.
Ορισμένοι επέλεγαν να ζουν σ’ έναν ψευδοϊστορικό αναχρονισμό.
Οι αυθεντικοί προοδευτικοί άνθρωποι
κατέληξαν να περιπερπατούν σε χερσότοπους.
Υπήρχαν και οι ψευδοεπαναστάτες
της καπήλευσης προοδευτικών εννοιών.
Άλλοθι οκνηρίας. Όπως και οι συμβατικοί
των κατά συνθήκην κοινωνικών ψευδών.
Αλλά και εκείνοι της παρανοϊκής εθνικιστικής κουλτούρας·
υπέρμαχοι μικρών, ευάλωτων, μνησίκακων
ανασφαλών κρατών, με βλέψεις αλυτρωτικές…
Εγώ, όμως, αποστασιοποιήθηκα. Ό,τι και να γινόταν,
εγώ δεν ήθελα να ζήσω την απομάγευση.
Οι τάσεις φυγής μου απ’ τον ζόφο και οι ψευδαισθήσεις μου…
Α! Αυτές οι υπέροχες ψευδαισθήσεις μου!
Μια κοινωνία προόδου, στην οποία
όλοι μπορούν να βρουν τη θέση τους
και η πρόοδος εξασφαλίζει χώρο
και αυτονομία για όλους. (VI, 26)
Σε μια επιπόλαιη εξέταση θα μπορούσε να φανεί πως ενώ εκθέτει έξοχα τις νόθες τάσεις και συμπεριφορές του καιρού μας ο Γαρμπής καταλήγει εδώ σε μια λογική φυγής στο βασίλειο των ψευδαισθήσεων, την οποία αλλού αποδοκιμάζει. Αλλά αυτό είναι μόνο φαινομενικό. Όπως συνήθιζε να λέει ο Λούκατς σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι όλες οι φυγές το ίδιο. Έχει σημασία να διευκρινίζεται από πού φεύγει κανείς και προς τα πού κατευθύνεται. Ενώ οι κομφορμιστές επιλέγουν μια στάση συνολικής φυγής από την πραγματικότητα, η φυγή του Γαρμπή είναι στην ουσία μια φυγή από τις ζοφερές όψεις της, προς μια καλύτερη κοινωνία, που για την ώρα υπάρχει στη σφαίρα των υποκειμενικών βλέψεων. Αλλά ενώ μια τέτοια φυγή δεν μπορεί να ανοίξει το δρόμο προς αυτή την κοινωνία, και είναι ανεπαρκής ως τέτοια, δεν παύει να αποτελεί το πρώτο βήμα για την προπαρασκευή της, έναν όρο για την αναγνώριση και παραπέρα την έμπρακτη άρση των εμποδίων της.
Θα τεθεί το ερώτημα: Είναι άραγε η πολυμορφία του κακού και η περιθωριοποίηση της γνήσιας προοδευτικότητας που καταγράφονται ενδελεχώς στο ποίημα, δείγματα της παντοδυναμίας του πρώτου; Χωρίς να απαντά με ένα καθαρό ναι ή όχι ο Γαρμπής αμφισβητεί αυτό το συμπέρασμα. Απορρίπτει θετικά την παντοδυναμία του κακού μέσα στον υποκειμενικό κόσμο του ως ποιητή αλλά μόνο δυνητικά στο επίπεδο της κοινωνικής ζωής ως όλο και επομένως αντικειμενικά και για τον ίδιο.
Μια τέτοια απάντηση μπορεί ίσως να μην ικανοποιεί τους οπαδούς των καθαρών λύσεων, είναι όμως δικαιολογημένη και ευνόητη. Το αυθεντικό έργο και το μέλημα του ποιητή δεν είναι να λύσει ο ίδιος τα διλήμματα μιας εποχής, αλλά να αναδείξει τις δυνάμεις που κατατείνουν προς τη μια ή την άλλη λύση, χωρίς να αποφεύγει να υπαινιχτεί, μέσα από τον τρόπο της ανάδειξης, και τη δική του θέση. Διαφορετικά διατρέχει τον κίνδυνο, τον τόσο οικείο από την απλοϊκή, επίπεδη τέχνη της σταλινικής εποχής, να ξεπέσει στην προπαγάνδα.
Ο Γαρμπής ενδιαφέρεται κύρια για τις εσωτερικές ανθρώπινες δυνάμεις, τις οποίες προσεγγίζει και ανατέμνει στο επίπεδο των υποκειμενικών κινήτρων και των στάσεων. Τις διασαφηνίζει παραπέρα σε ποιήματα με πρωταγωνιστές ανθρώπους του κύκλου του, τους οποίους γνώρισε και συναναστράφηκε στη διάρκεια της ζωής του. Δεν έχει σημασία εδώ αν πρόκειται για αληθινά πρόσωπα, δοσμένα πιστά όπως ήταν, ή –όπως είναι το πιθανότερο– για θραύσματα πραγματικών χαρακτήρων, τα οποία ο ίδιος συνδέει και εντείνει για να τα συνθέσει σε αντιπροσωπευτικούς τύπους. Όποιο από τα δυο κι αν ισχύει, μας δίνει έτσι μερικές μορφές που παράγονται από τις κύριες αντιθέσεις της εποχής μας και οριοθετούνται ήδη ή τείνουν να οριοθετηθούν απέναντι σε αυτές με τυπικούς τρόπους, τρόπους προωθητικούς ή ανασχετικούς, θετικούς ή αρνητικούς.
Η μορφή του Ανέστη ενσαρκώνει τη δεύτερη περίπτωση, έστω και όχι με την πλήρη κενότητα του «πνευματικού αγωνιστή» των συγχωνεύσεων στο Μια Παρτίδα Σκάκι. Ο ήρωας του ποιήματος ταυτίζεται με την κοινωνική αδικία, είναι ένας σκληρυμένος εξουσιαστής που η πρόθεση και η ηδονή του είναι να βασανίζει τους άλλους για να εξάγει μια σαδιστική αυτοϊκανοποίηση. Γίνεται όμως τέτοιος όχι από σύμφυτη κακία και διαστροφή, αλλά από τυφλή, εκδικητική αντίδραση στις δυσχέρειες των παιδικών του χρόνων:
Ο φίλος μου ο Ανέστης υπήρξε αγνοημένος και παραμελημένος ως παιδί·
σαν ιδρυματικό παιδί μ’ ένα ενδόμυχο αίσθημα κατωτερότητας.
Είχε μεγάλη ανάγκη να τονίσει την προσωπικότητά του,
έκανε θόρυβο ώστε να συγκεντρώσει την προσοχή των άλλων.
Ικανός, ικανότατος με πολλές νευρώσεις.
Ματαιοδοξία και αυτοπεποίθηση…
Προωθούσε τον εαυτό του στο προσκήνιο, απολάμβανε τη θέση του…
Τώρα κατέλαβε θέση δημόσια, του δίδεται η εξουσία
να βασανίσει την κοινωνία,
να αντεπιτεθεί στο αίσθημα της αδικίας,
να αντεπιτεθεί, στην πραγματικότητα, στον εαυτό του.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της παραφροσύνης του η θανάσιμη λογική…
Ω, πόσους σαν κι αυτόν συνάντησα στην καριέρα μου! (ΙΙ, 23)
Ο Ανέστης φέρνει στο μυαλό τους άψυχους γραφειοκράτες του Κάφκα, τον μαστιγωτή της Δίκης και τους σαν φίδια εντολοδόχους του κόμητα Βεστ Βεστ στον Πύργο. Ο Γαρμπής προσθέτει μια ζωτική ψυχολογική νότα δείχνοντάς μας ότι αυτοί οι απανθρωποποιημένοι τύποι, από τις τάξεις των οποίων προέκυψαν οι μαζικοί εγκληματίες των ναζί, γίνονται τέτοιοι μέσα από μια πορεία, που παγιώνει τις αγκυλώσεις και τις αχρείες προδιαθέσεις τους. Αλλά αν η κοινωνία τούς ωθεί στον αυτοκαταστροφικό δρόμο τους, αυτό δεν αναιρεί τη δική τους ευθύνη και είναι σαφές ότι από ένα τέτοιο δρόμο είναι εξαιρετικά απίθανο να υπάρξει επιστροφή3.
Αλλά ποιες είναι οι συνθήκες που φέρνουν στον αφρό σαδιστές εξουσιαστές όπως ο Ανέστης, δίνοντάς τους τη δύναμη και την εξουσία να βασανίζουν τον κόσμο; Αυτό το ερώτημα δεν θίγεται στο παραπάνω ποίημα. Ο Γαρμπής, βέβαια, δεν το αγνοεί· το αντιμετωπίζει στο ποίημα για τον Θωμά στον ίδιο τόμο. Εκεί προβαίνει σε μια εξοντωτική κριτική της σύγχρονης καπιταλιστικής βαρβαρότητας και του φασισμού στην απάνθρωπη μεταχείριση των μεταναστών από τη «δημοκρατική» Ευρώπη, που δύσκολα θα βρούμε όμοιά της στην παγκόσμια λογοτεχνία:
«Είναι διαχείριση φόνων», είπε ο Θωμάς πετώντας την εφημερίδα
Έξω, στη χειμωνιάτικη λιακάδα, ούζα και γουρουνόπουλα μερίδα.
«Φόνων απαλλαγμένων ενοχών εκτός συνόρων,
με διάχυση ρατσιστική, φασιστική, δημόσιων λόγων.
Φόνων με τα συρματοπλέγματα και συνοριακή επιτήρηση.
Φόνων με ευρωπαϊκή αδιαφορία στη μαζική εξαθλίωση.
Πνίξτε τους, εκτός όμως ευρωπαϊκού εδάφους·
Εντός: πολιτισμός, παιδεία, ηθική, αξίες βάθους.
Ολοκαυτώστε τους εντός Ελλάδος, το grexit στο τραπέζι,
το bon pour l’ Orient εξακολουθεί να παίζει».
Διαμελισμός, προτεκτοράτα, βιομηχανικές ζώνες·
είναι πολλά τα χρέη στους αιώνες.
Αριστεροί και Δεξιοί και ποδονίφτες Ποταμοί
ομονοείτε, απαράδεκτοι, σε μια κοινή γραμμή:
διασφαλίστε την ασφάλεια του Ευρωπαίου,
στη λασπουριά της Ειδομένης, στον πυθμένα του Αιγαίου. (ΙΙ, 31)
Ακόμη και αν δεν μαθαίνουμε την προσωπική του ιστορία, ο Θωμάς, όπως παρουσιάζεται στο ποίημα, είναι ο αντίποδας του Ανέστη. Είναι ο ανθρώπινος τύπος που εστιάζει στο συλλογικό, που τείνει πηγαία να αντιλαμβάνεται το εγώ ως μέρος του εμείς και να οριοθετείται όχι με βάση υποκειμενικές ματαιοδοξίες, αλλά απέναντι στην ουσία της πραγματικότητας, την οποία αφομοιώνει μέσα από την κοινή εμπειρία των πολλών. Αλλά –και εδώ βρίσκεται η ιδιαίτερη αξία του ποιήματος– είναι ακόμη μόνο ένας δυνητικός αντίποδας. Ο Ανέστης ταυτίζεται με την παρηκμασμένη, καταπιεστική και εκμεταλλευτική καπιταλιστική κοινωνία, ώστε τα δικά του άθλια γνωρίσματα να είναι πλήρως ανεπτυγμένα και υλοποιημένα σε μια πρακτική στάση, η οποία ναι μεν ταιριάζει στις προσωπικές αυταρχικές κλίσεις του είναι όμως ταυτόχρονα αναγκαία για τη διατήρηση του συστήματος και συνεπώς άμεσα προσβάσιμη σε όσους το επιθυμούν και έχουν τα απαιτούμενα προσόντα. Ο Θωμάς αντίθετα βλέπει και αισθάνεται την αδικία χωρίς να τη βιώνει ακόμη πάνω στο πετσί του και είναι γι’ αυτό μόνο ένας δυνάμει πολέμιός της. Παρατηρεί και διαβάζει όσα συμβαίνουν στην εφημερίδα, εν μέσω ενός πλούσιου γεύματος. Θα κάνει όμως κάτι γι’ αυτά;
Εδώ επίσης ο ποιητής αποφεύγει μια ξεκάθαρη απάντηση. Βέβαια, μια τόσο οξεία αίσθηση της αδικίας όπως εκείνη του Θωμά είναι απίθανο να μη δώσει γένεση σε μια πρακτική εναντίωση στο κακό. Ακόμη και αν αυτό το κακό δεν θίγει άμεσα τον ίδιο σήμερα, όποιος βλέπει τα πράγματα έτσι καθαρά δεν θα αποτύχει να δει ότι θα το κάνει αύριο, ότι κανείς τελικά δεν θα μείνει απέξω, ότι η μοίρα των λαών που συνθλίβονται από δυνάστες στη Συρία, τη Λιβύη, το Λίβανο και αλλού θα γίνει και δική του αν επιλέξει τη σιωπή και την απάθεια. Από την άλλη μεριά, θα μπορούσε να παρατηρηθεί, είναι ασυνήθιστο όταν δεν υφίσταται κανείς άμεσα την αδικία να υψωθεί σε μια τόσο ξεκάθαρη, ισχυρή αντίληψή της. Μέσα από την ένταση των δυο αυτών στοιχείων, την αντιθετική συνύπαρξή τους σε ένα πρόσωπο, ο Γαρμπής θέτει αντιμέτωπο τον καθένα μας με την επιλογή που έτσι είτε αλλιώς θα υποχρεωθεί να κάνει στο όχι μακρινό μέλλον, αποσαφηνίζοντας τη σημασία της.
Σε ένα άλλο αξιόλογο ποίημα, εκείνο για τον Στάθη, ένα φίλο του που έχει φύγει από τη ζωή, ο Γαρμπής συμπληρώνει την εικόνα του Θωμά, εστιάζοντας στον εσωτερικό κόσμο του συγκεκριμένου ανθρώπινου τύπου:
Μαχόμενος ανθρωπιστής ο Στάθης.
Αντιπαθούσε την αδιαφορία, το φαταλισμό και την απάθεια.
Αρνιόταν την ακατανίκητη δύναμη των περιστάσεων.
Περιπλανώμενος της ιπποσύνης Δον Κιχώτης…
Διαφορετικός Κιχώτης όμως· δεν κυνηγούσε
τους ανεμόμυλους του Πουέρτο Λάπισε.
Απλά αρνιόταν να θεωρήσει τη ζωή
ως κάτι το καθορισμένο από μια μοίρα
απ’ την οποία δεν υπάρχει διαφυγή.
Νικημένος τελικά ο Στάθης
μεσ’ από έναν περίπλοκο και γεμάτο
επεισόδια αγώνα· έδειχνε όμως πάντα
τις ανθρώπινες αξίες και δυνατότητες. (ΙΙ, 24)
Ο Ανέστης από τη μια, ο Θωμάς και ο Στάθης από την άλλη είναι πολικοί αντίποδες, είναι η αποστεωμένη μερικότητα και η έφεση για την καθολικότητα, για το όλο. Ο πρώτος ενσαρκώνει το έτοιμο και πλήρως ανεπτυγμένο κακό· οι τελευταίοι το καλό που μπορεί να μορφοποιηθεί, μπορεί όμως και να αποτύχει να το κάνει, όπως απέτυχε τελικά η γενιά του ποιητή. Αλλά οι αντίποδες αυτοί είναι ταυτόχρονα οι δυο εαυτοί του ίδιου του Γαρμπή, που συνυπάρχουν –όπως και σε κάθε άνθρωπο– μέσα στην ψυχή του, αν και όχι στην ίδια αναλογία. Στον εσωτερικό κόσμο του Γαρμπή υπάρχει μια μεγαλύτερη δόση του Ανέστη από ό,τι στον Θωμά ή τον Στάθη. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος για τον οποίο δεν μπορεί να βάλει τον Σατερθγουαίητ να εκφράζει όχι μόνο την άποψη του Ανέστη, την οποία ο ίδιος απεχθάνεται και αποδοκιμάζει, αλλά ούτε ακόμη εκείνη του Θωμά και του Στάθη, προς την οποία κατατείνει χωρίς να τη φτάνει. Αλλά αυτό του επιτρέπει επίσης μέσα από την εσωτερική του διαπάλη να αντιλαμβάνεται πληρέστερα τη φαυλότητα και να πετυχαίνει μια τόσο έντονη, εξοντωτική αναπαράστασή της.
Η έφεση του Γαρμπή στη μερικότητα, ως τη μια από τις δυο όψεις του εαυτού του, είχε ήδη αποτυπωθεί στο χαρακτηρισμό της Ελίζας και του Αννίβα στο Μια Παρτίδα Σκάκι: «Η Ελίζα ήθελε τη ζωή να επαναλαμβάνει τους κανόνες της τέχνης: ήθελε συγκέντρωση, πύκνωση, ένα κεντρικό σημείο, που έβαζε τα άλλα στη σκιά, ώστε να μείνει το κύτταρο… να χρησιμεύσει αυθεντικά στην αίσθηση της διάρκειας και της διαχρονικότητας… Ο Αννίβας ήθελε το μερισμό. Απολάμβανε τη διάχυση μ’ ένα τρόπο βαθύτατα αντιορθολογικό. Ήταν μια μεγαλειώδης ευτέλιση όλων των παραδοχών, χωρίς, όμως, ευτελή σκοπό» (σελ. 63).
Στον Σατερθγουαίητ, όπως και σε άλλες συλλογές του, η κλίση προς το μερικό και το στατικό εκφράζεται με την εμβύθιση ακόμη και σε εκείνες τις καταστάσεις που ρέπουν προς την απόγνωση, την έλλειψη νοήματος που πηγάζει από δικές μας κακές επιλογές:
Τα φώτα είχαν σβήσει κι ο δολοφόνος
όπου ήταν θα φαινόταν. Όχι ότι κινδυνεύαμε,
είχαμε σκοτώσει μόνοι
όλα μας τα ενδιαφέροντα. Τι θα έβρισκε;
Είχαμε, άλλωστε, αποφασίσει κι εργαζόμαστε
με μορφές αντικειμενικότητας αποστεωμένες
και αμετάλλακτες. Ε, ας υπάρχει, όμως,
κι ένας δολοφόνος για άλλοθι. (VI, 34)
Αλλά η ψυχρότητα αυτού του είδους είναι μόνο μια στιγμή και αντισταθμίζεται από αντίρροπες παρορμήσεις που δίνονται μέσα από πλούσιες, αντιθετικές εικόνες:
Τρεις και τέταρτο το πρωί, άρχισε να χιονίζει
Στη φύση νεκρική σιγή, μα κάτι ψιθυρίζει.
Πάντα μιλάει στην καρδιά όταν πέφτει χιόνι
για να ζεστάνει το συναίσθημα, να μην κρυώνει. (ΙΙΙ, 39)
Ο Γαρμπής αισθάνεται έτσι έντονα το δίλημμα ανάμεσα στην εύκολη προσαρμογή στο πνεύμα των καιρών, που υπαγορεύει να μην σκοτιζόμαστε για ό,τι δεν μας αφορά στενά και άμεσα, και στις αυθεντικές απαιτήσεις της ζωής για αλληλεγγύη και ένταξη μέσα σε ένα κοινό ανθρώπινο μέλλον. Αν ένα μέρος του εαυτού του τείνει να βολεύεται με την πρώτη προοπτική, αποζητώντας την ατομική ευχαρίστηση και την αυτάρκεια, ένα άλλο αντιδρά και τον εγκαλεί σε μια υπέρβαση του στενού εγώ μέσα στο εμείς ως όρο για τη γνήσια ανθρώπινη ευδαιμονία. Το αποτέλεσμα είναι μια ισορροπία και μια εσωτερική διαπάλη, που τελικά αποβαίνει προωθητική. Η γονιμότητά της έγκειται στο ότι τον κάνει έναν ευαίσθητο παρατηρητή ικανό να απεικονίζει ρεαλιστικά κάθε στάση και επιλογή, χωρίς αυταπάτες σχετικά με το περιεχόμενό τους. Ακόμη δε και αν η ζυγαριά γέρνει πότε στη μια μεριά και πότε στην άλλη, η τελευταία λέξη σε αυτή την παλινδρομική αλυσίδα είναι πάντα προς το συλλογικό, όπως δηλώνεται σε ένα ποίημα αφιερωμένο στον Θ. Τάσιο:
Οι πλείστες όσες πηγές δυνητικής ευδαιμονίας μου
δεν παρέβλεψαν το μέγιστο υποστασιακό καταφύγιό μου,
τον συν-άνθρωπο· υπήρξα άνθρωπος της προσφοράς·
και φίλος πιστός, υπηρέτης μιας υποστασιακής γεφύρωσης. (VI, 21)
Σε μερικά ποιήματά του ο Γαρμπής επιχειρεί να επιδράσει παρακινητικά, καλώντας σε αγώνα, στράτευση και δέσμευση. Σε κάποια από αυτά το καταφέρνει, ιδιαίτερα όταν προσπαθεί να αφυπνίσει τις εσωτερικές κινητήριες δυνάμεις, παρά να παρουσιάσει τον επιδιωκόμενο σκοπό και να τις στρέψει προς αυτόν:
Πίστεψα κι εγώ ότι κάνω τέχνη.
Τότε γιγαντώθηκαν οι απορίες:
πώς θ’ αποκλείσω τις ποικιλίες της
από τα στείρα μηχανιστικά πρότυπα;
Πώς θ’ αποφύγω την αμεσότητα της μπροσούρας
και θα δώσω δυνατότητα στη μεσολάβηση;
Πώς, διασώζοντας το ουσιώδες μέσ’ από
καλλιτεχνική αναπαραγωγή των ασαφειών και αντιφάσεων
θα κινητοποιήσω τον αναγνώστη να πάρει ο ίδιος θέση;
Πώς θα ευαισθητοποιήσω τις εσωτερικές ανθρώπινες δυνάμεις
ακόμα –έστω– και μ’ ένα ρόδο εκατόφυλλο,
μ’ ένα ηλιοβασίλεμα, μ’ ένα ιστορικό σύμβολο του παρελθόντος,
με μια φυγή;
Πώς θα αποδιαρθρώσω απονεκρωμένους καθορισμούς; (V, 14)
Ή πάλι, σε μια παλιά, νεανική του συλλογή:
Τα πέλματά μας θα πατάνε αργά μα σταθερά
σαν εμπιστευτικές συνομιλίες για τα ρήγματα
σα σιωπηλή περίσκεψη. Έχουμε βλέπετε να
κάνουμε
με εχθρό επιστήμονα. Κι αν ακουστούν
καμιά φορά κραυγές απαισιοδοξίας
θαν η ανάπαυλα του εμβόλου της ατμομηχανής
καθώς σωρεύει τον ατμό πριν απ’ την κίνηση.
Δε δικαιούμαστε σ’ απαισιοδοξία· «ο γαρ
καιρός εγγύς».
Και ακόμη:
Και συ ο καθημερινός και ο ασήμαντος
Ανάμεσα στις πιο αγνές καρδιές στις πιο ωραίες
Θα δίνεις εν’ ατέλειωτο παρόν
Στις ντάπιες, στους φτωχόδρομους και στα
τοιχία
Και θα συνωμοτεί το μέλλον στο εργαστήρι σου
Και στη σοφίτα σου θα συλλαβίζ’ η Ιστορία4.
Κατά κανόνα όμως οι συνθέσεις του αυτές είναι υποδεέστερες, έχοντας μια πρόδηλη τάση προς το διδακτισμό. Αυτό είναι ευνόητο: μια παρακινητική ποίηση απαιτεί ποιότητες όπως το αετίσιο βλέμμα, η μαχητικότητα και η κοφτερή, τραχιά ρίμα ενός Μαγιακόφσκι, που σίγουρα δεν είναι τα πιο δυνατά σημεία του Γαρμπή. Αν όμως αποτυχαίνει σε αυτό σημείο δεν παύει να συνεισφέρει έμμεσα αποκαλύπτοντας τα εμπόδια –εμπόδια εσωτερικά όσο και εξωτερικά– που ορθώνει η εποχή μας σε μια θεμελιωμένη, γνήσια στράτευση. Είναι τα ίδια εμπόδια που είχε εντοπίσει στον καιρό του ο Αυστριακός κομμουνιστής λόγιος Ερνστ Φίσερ όταν χαρακτήριζε το Μεσοπόλεμο –μια εποχή κρίσης και ανόδου του φασισμού παρόμοια με την τωρινή– ως εποχή «της συγκεντρωμένης δύναμης και των αυτοδύναμων μηχανισμών, των απροσμέτρητων δυνατοτήτων και της δολοφονικής ανευθυνότητας»5. Σήμερα επείγει να ξεπεραστούν όλα αυτά αν πρόκειται η στράτευση να μη μείνει κενή λέξη και ο Γαρμπής συνεισφέρει θετικά σε αυτό.
Μια κομβική πλευρά στην κοσμοθεώρηση του Γαρμπή, θεμελιώδης για τη συμβολή του, είναι η ικανότητά του να διακρίνει ανάμεσα στην αληθινή αλλαγή, που παράγει κάτι ποιοτικά νέο, και στην ψευδοαλλαγή, που απλά διαγράφει την τροχιά του παλιού ως την τελική της κατάληξη στην εκμηδένιση, καθιστώντας έτσι το τελευταίο μέτρο του κόσμου. Σε ένα από τα ποιήματα ανιχνεύει τη ρίζα αυτής της οπτικής στον Πλάτωνα:
Από νωρίς απέρριψα τον Πλάτωνα.
Το «γίγνεσθαι» της Πολιτείας δεν ήταν
Παρά δύση και παρακμή και μια συμφορά
Που τίποτε δεν μπορεί να σταματήσει
Στο μοιραίο κατήφορο… Πώς να αποδεχθώ…
ότι το γίγνεσθαι είναι η διαφθορά που παρασύρει
τα πράγματα προς το μοιραίο μαρασμό
και τα όντα προς ένα θάνατο οριστικό
όπου εκμηδενίζονται; (Ι, 34)
Έχει άραγε δίκιο ο ποιητής στην εκτίμησή του για τον Πλάτωνα; Και ναι και όχι, με την έννοια ότι η φιλοσοφία του Πλάτωνα εξέφραζε μια αναγκαία φάση στην εξέλιξη του φιλοσοφικού στοχασμού, περιλαμβάνοντας έτσι καίρια στοιχεία που αναιρούν την όντως υπαρκτή παραπάνω οπτική (η ίδια η σχέση του Πλάτωνα με τον λαϊκό φιλόσοφο της Αρχαιότητας, τον διαλεκτικό Σωκράτη, παρέχει μια ένδειξη γι’ αυτό). Αλλά ανεξάρτητα από αυτό το σημείο, εδώ υπάρχει μια ιδιαίτερα ακριβής οριοθέτηση απέναντι σε κάθε παθητική κοσμοθεώρηση, που εξωραΐζει τη γύμνια της αναστενάζοντας σε όλους τους τόνους την οικεία επωδό, «ματαιότης ματαιοτήτων».
Αλλαγή και τέχνη στην εποχή της παγκοσμιοποίησης
Η αντίθεση ανάμεσα στην αλλαγή και την ψευδοαλλαγή, ανάμεσα στην πρόοδο και την παρακμή, που θίγεται στο τελευταίο ποίημα, βρίσκεται στον πυρήνα της πιο γενικής αντίθεσης ανάμεσα στην ελευθερία και την ανελευθερία, και του αλληλένδετου ερωτήματος αν θα αποδοθεί μια κανονιστική ισχύς στο μέρος ή το όλο. Ο μαρξισμός προκρίνει το διαλεκτικά εννοημένο όλο· «Δίχως αναφορά στην ολότητα δεν υπάρχει ιστορικά σωστή πράξη»6, λέει ο Λούκατς. Οι απολογητές της παρακμής από την άλλη πρεσβεύουν την αντίθετη άποψη, βεβαιώνοντας, δια στόματος Αντόρνο, ότι «το όλο είναι το αναληθές»7. Ακόμη χειρότερα, διαλαλούν σε όλους τους τόνους ότι η έννοια του όλου είναι το λίκνο κάθε συμφοράς, της ανελευθερίας και του ολοκληρωτισμού, των Άουσβιτς και των Γκούλαγκ. Η επιβολή ενός γενικού κανόνα, μιας γενικής αρχής, αποστερεί το άτομο από το πιο πολύτιμό του αγαθό, την ελευθερία και την ανεξαρτησία, και σε όποιου το όνομα και αν γίνεται, του έθνους, της ράτσας, της εργατικής τάξης, πρέπει να παράγει κόλαση.
Όλα αυτά δεν είναι παρά αντιδραστικές ανοησίες, που τις διαψεύδει η στοιχειώδης εμπειρία μας, ακόμη και του ίδιου του εαυτού μας. Ο ανθρώπινος οργανισμός είναι ένα όλο, λειτουργεί με ένα συνολικό νόμο, ένα σύνολο αναγκών και απαιτήσεων η μη εκπλήρωση των οποίων επιφέρει σοβαρές βλάβες, ακόμη και το θάνατο. Αυτό δεν αναιρεί διόλου την ιδιαιτερότητα του κάθε μέρους, δεν εξομοιώνει τα όργανά του αλλά επιτρέπει στο καθένα να εκπληρώνει τη δική του λειτουργία. Ένα όργανο μπορεί όμως να λειτουργεί μόνο αν ανήκει στον οργανισμό· μια καρδιά, ένα αυτί, χέρι ή πόδι που θα άρχιζε να κυκλοφορεί γύρω μόνο του, για να μην περιορίζεται η ελευθερία του, αντιπροσωπεύει το άκρο άωτο του παραλογισμού. Και όταν ένα όργανο λειτουργεί δυσαρμονικά, όπως ένα χέρι με γάγγραινα, αποκόβεται για να σωθεί ο οργανισμός. Φυσικά και το αντίθετο έχει μια δόση αλήθειας. Όλα τα όργανα δεν είναι εξίσου αναγκαία: μπορεί κανείς να κάνει χωρίς νύχια και μαλλιά, στην ανάγκη και χωρίς χέρι, όταν όμως ένα ζωτικό όργανο όπως η καρδιά καταστραφεί ο οργανισμός πεθαίνει. Αλλά εδώ είναι η ουσία, ότι οι απολογητές υπερασπίζουν όχι τη ζωτικότητα του μέρους, αλλά το δυσαρμονικό, παρασιτικό μέρος, το όργανο που έχει απονεκρωθεί. Είναι ακριβώς η προσπάθεια διατήρησης του άχρηστου μέρους και ανύψωσής του πάνω από το όλο, που παράγει στην ανθρώπινη κοινωνία Άουσβιτς και Γκούλαγκ και που γεννά και αναπαράγει διαρκώς την κενή, χωρίς περιεχόμενο, στείρα ατομικιστική ανθρώπινη ύπαρξη του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
Τα ποιήματα του Γαρμπή, παρά την πηγαία κλίση του στη μερικότητα, συνιστούν μια διαμαρτυρία ακριβώς ενάντια στην παθολογική υπερτροφία του μέρους. Την εκθέτουν ως τη ρίζα των ανθών του κακού και εκφέρουν μια καταδίκη ενάντια στην αυτομπλοκαρισμένη ασημαντότητα, την «ανίσχυρη υποκειμενικότητα» που θέλει «πράξεις που μόλις αρχίζουν σταματάνε». Ακόμη και όταν εξαίρει το στείρο ατομικισμό μέσα στον ίδιο του τον εαυτό, τη διάθεσή του να παραμείνει «αλώβητος» στη «φαινομενική ασφάλειά» του –«Ω, πόσο με θρέφει η ιλαροτραγωδία/ μιας ετοιμοθάνατης κοινωνίας/… τέρπομαι ακόμα και από τις νόσους/ που προσβάλλουν την οργανική ενότητα της κοινωνίας»– αυτό έχει το χαρακτήρα ενός αυτοσαρκασμού, οδηγεί σε και συνοδεύεται από μια αποκήρυξη των νοσηρών καρπών αυτών των στάσεων: «Και οι δήθεν σπουδαίοι/ μεγαλοποιημένα πρόσωπα/ ανδρείκελα παραφουσκωμένα/ ώστε να μοιάζουν γίγαντες»8.
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στην ομορφιά και την ασχήμια, όντας πυρηνική γενικά στην τέχνη, έχει κεντρικό ρόλο στην ποίηση και τη συνειδησιακή συγκρότηση του Γαρμπή. Αποκαλεί τον εαυτό του «κυνηγό φευγαλέας ομορφιάς» και αναμφίβολα η πηγαία απέχθειά του για την ασχήμια επιδρά καθοριστικά στο διανοητικό προσανατολισμό του, παρέχοντάς του το αξιακό κριτήριο, μια βάση διάκρισης ανάμεσα στο αληθινό και το ψεύτικο. Ωστόσο, και αυτό αποτελεί μια ιδιομορφία στην ποίησή του και την πηγή της δυσκολίας της, αν εξαιρέσουμε το ερωτικό στοιχείο σπάνια αφήνεται στον ευρύτερο ανθρώπινο συναισθηματισμό. Ενώ η τέχνη, μαζί και η ποίηση, κατευθύνεται προς το συναισθηματικό κόσμο –το στενό σύμμαχο του λογικού κατά τον Πλάτωνα– με σκοπό να τον αποκαθάρει και να τον ανυψώσει στις ηθικές αξίες και τη λογική, ενδυναμώνοντας έτσι τις τελευταίες, η ποίηση του Γαρμπή είναι κυρίως διανοητική. Απευθύνεται με ένα μίνιμουμ συναισθήματος στο λογικό, ένα λογικό όμως που θα πρέπει να έχει ήδη κινητοποιηθεί και καταστεί δεκτικό, από τις δικές του εσωτερικές πηγές, από το συναίσθημα ή από ένα συνδυασμό των δύο. Αλλά αυτό πάλι είναι μια ιδιομορφία συμβατή με το πνεύμα των καιρών, που καλούν μάλλον σε συνειδητότητα και επίγνωση παρά σε συναισθηματικές, διαχυτικές εξάρσεις.
Τα ποιήματα του Γαρμπή είναι έτσι αξιόλογα και σημαντικά, γιατί ανταποκρίνονται σε ένα ζωτικό αίτημα της εποχής, το αίτημα της ατομικής ευθύνης. Είναι όμως και κορυφαία;
Στο ερώτημα αυτό θα απαντήσουμε αρνητικά. Ο ίδιος ο ποιητής δεν αξιώνει άλλωστε τίποτα παρόμοιο για τον εαυτό του και είναι σαφές ότι αν ένας Ελύτης ή ένας Ρίτσος είχαν τη δυνατότητα να καταπιαστούν με τα ίδια θέματα στην εποχή μας θα παρήγαγαν κάτι ανώτερο. Αλλά αυτή η ίδια η απάντηση θέτει ευθέως ένα κρίσιμο ερώτημα για την πορεία της σύγχρονης τέχνης: Γιατί άραγε δεν βλέπουμε τώρα γύρω μας κανέναν Ελύτη ή Ρίτσο να καταπιάνεται ή, αν βλέπουμε, είναι τόσο λίγοι που μπορεί να μετρηθούν στα δάκτυλα του ενός χεριού;
Ο Νικολάι Μπουχάριν, ο διακεκριμένος Ρώσος μαρξιστής, στην παρέμβασή του για τη σοβιετική ποίηση στο 1ο Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων στα 1934, μας διέσωσε ένα εξαίρετο ποίημα του Βαλερί Μπριούσοφ που δίνει ένα κλειδί για την κατανόηση της υποχώρησης της τέχνης στην εποχή μας. Ο Μπριούσοφ, ένας καταξιωμένος ποιητής της τσαρικής Ρωσίας, καθαρά αστός ως το 1917, ήταν ίσως ο μόνος από τους βάρδους του παλιού κόσμου που κατανόησε τη ρωσική επανάσταση. Σε αντίθεση με τον Μπλοκ, που αποδέχτηκε την επανάσταση σαν μια επιβεβαίωση των παλιών ιδεών του, έστω και σε μια τροποποιημένη εκδοχή, ο Μπριούσοφ είδε στην επανάσταση μια απόδειξη της ανεπάρκειας αυτών των ιδεών, της ανάγκης για μια ριζική αλλαγή κοσμοθεώρησης αν πρόκειται να διατηρήσει η διανόηση την επαφή της με τη ζωή. Από αυτή την αφετηρία επέκρινε τους λογοτέχνες του καιρού του, ακόμη και τους προοδευτικούς, γιατί ενώ είχαν στιγματίσει την τσαρική καταπίεση δεν στάθηκαν ικανοί, από φόβο μπροστά στο νέο και ανησυχία για τη δική τους μοίρα, να κάνουν το παραπέρα αποφασιστικό βήμα της αναγνώρισης του νέου:
Ερωτευθήκατε την πτώση και το δράμα,
Και ονειρευόσασταν να επιστρέψει ο κατακλυσμός,
Κάνατε υποθέσεις αν η παλιά Ευρώπη
Θα χαθεί στη φωτιά ή στων βασάνων τον τροχό.
Αυτό που ατενίζατε στο όνειρο από μακριά
Έχει πηδήξει στη ζωή μες τον καπνό και τη βροντή…
Γιατί λοιπόν τα πλανερά σας μάτια λάμπουν με φόβο,
Όπως ένα τρομαγμένο ελαφάκι σε δειλή απορία;9
Ο Μπριούσοφ αγγίζει εδώ μια καίρια πτυχή της διανοητικής κίνησης του 20ού αιώνα. Αν όμως ανατρέξουμε σε όσα άφησε αυτός ο αιώνας στην τέχνη θα δούμε ότι το τοπίο του δεν είναι τόσο έρημο όσο θα μπορούσε να εξαχθεί από τους παραπάνω στίχους. Η παλιά γενιά στη Ρωσία μπορεί να μην κατανόησε το νέο, αλλά αυτό κάλεσε στην ύπαρξη μια νέα γενιά καλλιτεχνών που το αφομοίωσε και το αναπαρέστησε, και το ίδιο λίγο-πολύ συνέβηκε στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο. Ακόμη και αν οι καλύτεροι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς στη Ρωσία –Μαγιακόφσκι, Μέγιερχολντ, Μπαμπέλ, Πιλνιάκ, Βασίλιεφ– χάθηκαν μέσα στο αιματηρό όργιο της σταλινικής τρομοκρατίας, κληροδότησαν μια μαγιά για το μέλλον. Αλλά και η αντιφασιστική νίκη στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ενέπνευσε έναν οπτιμισμό για τις ιστορικές προοπτικές, δίνοντας την υπεροχή στις προοδευτικές ιδέες. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα, η χώρα όπου ένα ρωμαλέο λαϊκό κίνημα υπέστη την πιο συντριπτική ήττα λόγω των καταστροφικών λαθών της τραγικά ανεπαρκούς ηγεσίας του, ήταν και η χώρα όπου τα ιδανικά του κινήματος κυριάρχησαν μεταπολεμικά, έβαλαν τη σφραγίδα τους σε όλη τη γνήσια τέχνη και πήραν μια συντριπτική εκδίκηση από τους αλαζόνες νικητές. Όλοι σήμερα θυμούνται τον Θεοδωράκη, τον Λοΐζο και τον Ρίτσο, τον Ελύτη και τον Σεφέρη, τον Βάρναλη, τον Λουντέμη και τον Τσίρκα. Ποιος θυμάται ταγούς του συστήματος όπως ο Βάσος Βασιλείου που μονοπωλούσαν μεταπολεμικά στην αστική βιτρίνα προσπαθώντας επίμονα να αποδείξουν ότι οι Παπάγοι και οι Τσακαλώτοι είχαν δίκιο; Και ποιος θα θυμάται σε 20-30 χρόνια τα τωρινά κακέκτυπά τους, τους Πορτοσάλτε και τους Μπογδάνους, που επιχειρούν κάτι ανάλογο στις μέρες μας; Από τον αστικό χώρο άντεξαν στο χρόνο μόνο όσοι, όπως ο Χατζιδάκις, δεν αξίωσαν τέτοια «δικαίωση» και δεν έβαλαν την τέχνη και το ταλέντο τους στην υπηρεσία της εξουσίας.
Στο μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα οι προοδευτικές ιδέες είχαν την ηγεμονία και ακόμη και οι ήττες του κινήματος ακολουθούνταν σύντομα από μια νέα άνοδο και ανάταση. Η ιδιομορφία της τωρινής νεοφιλελεύθερης εποχής, αντίθετα, είναι η παρατεταμένη πισωδρόμηση, η φαινομενικά πλήρης και διαρκώς ισχυροποιούμενη, χωρίς ουσιώδη αντίλογο κυριαρχία της αντίδρασης επί αρκετές δεκαετίες. Για να θυμηθούμε μια ρήση του Φίχτε, ζούμε σε μια εποχή καθολικού μιάσματος, μια εποχή βεβήλωσης των πάντων, η οποία παράγει και αναπαράγει μια γενικευμένη αποσύνθεση και μια διαρκή κρίση των προοδευτικών ιδεών. Η δημιουργία και η άνθιση μιας μεγάλης τέχνης όμως προϋποθέτει να δίνει η ζωή αφορμές για ενθουσιασμό και ανάταση, οι οποίες λείπουν ή σπανίζουν στην εποχή μας. Κι αν εμφανίζονται σε αυτή μεγάλοι καλλιτέχνες και σπουδαία έργα, που δεν μπορεί ποτέ να λείψουν εντελώς, τότε πρόκειται ακριβώς για έργα που τονώνουν και αναζωογονούν την αίσθηση της ανθρώπινης ευθύνης, την αγωνία και εγρήγορση απέναντι στην αποσύνθεση, από τα οποία κατά κανόνα λείπει το στοιχείο του ενθουσιασμού.
Την αίσθηση της παντοδυναμίας του κακού, που παρασύρει σαν ορμητικό ρέμα στο διάβα του τους πάντες και τα πάντα, την εκφράζει συχνά ο Γαρμπής:
Ο φιλελεύθερος λόγος διολίσθησε σε φασιστικό,
τον αριστερό διεκδικούν αλητορέμπελοι της καφετέριας.
Μια ίδια μηχανή παραγωγής εξουσίας και πλούτου
συνεχίζει να λειτουργεί στα παρασκήνια. (IV, 15)
Αλλά αυτή ακριβώς η αίσθηση της σήψης, που θέτει μια οξεία απειλή για τη ζωή, είναι και η ώθηση της ενστικτώδους αντίδρασης στο κακό, το πρώτο βήμα για τη γέννηση των νέων αξιών. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες της εποχής μας όπως ο Νέμες κατορθώνουν να την αποδώσουν κεντρικά, στον κοινωνικό μακρόκοσμο, με την ανάκληση της ιστορικής μνήμης, όπως στον υπέροχο Γιο του Σαούλ. Στον Γαρμπή βλέπουμε τη στοιχειακή δράση της στον αστικό μικρόκοσμο, σε περιβάλλοντα όπου δύσκολα εισχωρούν αχτίδες φωτός και οι καλές προθέσεις μένουν συχνά εσωτερικές και υποκειμενικές.
Θα μπορέσουν άραγε οι ανθρώπινες βλέψεις για ένα καλύτερο κόσμο να γίνουν κάτι που πάει πέρα από τη στενή εσωτερικότητα του υποκειμένου; Ο Γαρμπής μας θέτει αντιμέτωπους με αυτό το ερώτημα, χωρίς να το απαντά ή να επιδιώκει να το απαντήσει. Αλλά εκείνο που οπωσδήποτε διακριβώνει είναι η αθλιότητα του παρόντος, απέναντι στην οποία μια άλλη, δίκαιη κοινωνική οργάνωση θα άνοιγε καλύτερες δυνατότητες για όλους. Ακόμη και εκείνοι οι λίγοι που, όπως ο ίδιος, έχουν φαινομενικά εξασφαλισμένη μια άνετη ζωή, θα κέρδιζαν μια πιο πλούσια ύπαρξη σε αντάλλαγμα για την τωρινή τους επίπλαστη ασφάλεια. Και φυσικά το ερώτημα μπαίνει πιο επιτακτικά στη νέα γενιά, που προσπαθεί να βρει το δρόμο της όχι μέσα σε ένα θολό τοπίο ακαθόριστων ελπίδων, όπως εκείνη του ποιητή, αλλά με τη νεότητά της να χαραμίζεται σε ένα κενό10.
Τα αδιέξοδα του παρόντος συνυπάρχουν έτσι με μια ρεαλιστική ελπίδα για το μέλλον, αυτή όντας η τελευταία λέξη του Γαρμπή. Μια λέξη γνήσια ποιητική και ταυτόχρονα ανθρώπινη, κάνει τα ποιήματά του ένα μικρό καθρέφτη στον οποίο ο καθένας μπορεί να βρει στοιχεία της δικής του ύπαρξης.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΕΦΑΛΗΣ
Πηγή: timesnews.gr