Η Σαμψούντα του Πόντου

Η Παρθένα, από την Ψηλή Ράχη, του εμπιστεύτηκε την ιστορία της δικής της οικογένειας, των δικών της ανθρώπων, την οποία κατέγραψε υπό τύπου ημερολογίου στα φύλλα ενός απλού σχολικού τετραδίου, μ’ όλα τα ορθογραφικά και συντακτικά λάθη, που επέτρεπε η ολιγογραμματοσύνη της.

Ίσα-ίσα αυτό το εκτίμησε περισσότερο ο Σταύρος. Αφού τα μελέτησε, ζήτησε επιπλέον διευκρινίσεις και πληροφορίες για τ’ αναφερόμενα στην «ιστορία» της. Εκείνη πρόθυμη απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις του και τον εξουσιοδότησε να χειριστεί τα γραφόμενά της, όπως εκείνος νομίζει καλύτερα.

***

Η ιστορία είναι συγκλονιστική. Αρχίζει με τη μητέρα της Σοφία, που γεννήθηκε στο χωριό Σερμπετλού, κοντά στην Αμισό (Σαμψούντα) του Πόντου.

Οι γονείς της Σοφίας: Κωνσταντίνος και Δέσποινα Καραπογιουκλίδη απόκτησαν συνολικά 8 παιδιά, την Κυριακή, την Μαρία, την Παρασκευή, τον Χαράλαμπο, τον Βάνια, τον Λάζαρο, τον Ιάκωβο και τη Σοφία, (είναι η μητέρα της Παρθένας, η μικρότερη των 8 αδελφών)

Απ’ όλους αυτούς, άλλοι χάθηκαν στις εξορίες, άλλοι δολοφονήθηκαν από τις ορδές του Τοπάλ Οσμάν.

Η Παρθένα θυμάται από διηγήσεις της μητέρας τους Σοφίας, ότι η αδελφή της Παρασκευή (και θεία της Παρθένας) παντρεύτηκε ένα συγχωριανό της Γιώργο και αμέσως μετά το γάμο τους έφυγαν για την εξορία, όπου δυστυχώς αυτός δεν άντεξε και πέθανε. Της ήταν άγνωστο, τί επακολούθησε.

Η Σοφία τότε στα τρομερά γεγονότα του Πόντου, 9-10 ετών κοριτσάκι, γλίτωσε από τις σφαγές, ακόμη και νηπίων ή από τις φλόγες των σπιτιών του χωριού τους, που τα πυρπόλησαν οι ορδές των βαρβάρων, αφού προηγουμένως άρπαξαν από αυτά ό,τι πολύτιμο βρήκαν.

Την ώρα που οι βάρβαροι ήσαν απασχολημένοι με τις αρπαγές και την πυρπόληση των σπιτιών, μερικά μικρά παιδιά, μαζί τους και η Σοφία, κρύφτηκαν σ’ έναν απόμερο μισογκρεμισμένο κι εγκαταλειμμένο στάβλο-αχυρώνα σε μικρή απόσταση από το τελευταίο σπίτι του χωριού.

Την ίδια ώρα που ήσαν κρυμμένα τα λιγοστά αυτά παιδιά, εξολοθρεύονταν στο κέντρο του χωριού, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, νέοι και γέροι, που τους είχαν συγκεντρώσει στην εκκλησία και στο σχολείο. Όλοι τους βρήκαν τραγικό θάνατο, αθώα θύματα της εγκληματικής βαρβαρικής και αδιανόητης πράξης των Τούρκων.

Κάποτε αποχώρησαν από το χωριό φορτωμένοι μ’ ό,τι πολύτιμο βρήκαν. Κανείς δεν έμεινε ζωντανός. Συνέχισαν το δρόμο τους γι’ αλλού, όπου θα επιτελούσαν εκ νέου το … «μωαμεθάρεστο» έργο τους, σκοτώνοντας, καίγοντας, βιάζοντας και αρπάζοντας, έχοντας και τη συνείδησή τους -αν είχαν- ήσυχη, ότι επιτέλεσαν το καθήκον τους για την πίστη και την πατρίδα τους!..

Τα παιδάκια του αχυρώνα, χωρίς να γνωρίζουν την έκταση του δράματος και τον χαμό των δικών τους, περίμεναν κρυμμένα και υπομονετικά εκεί μέσα, ακούγοντας μόνον την αναπνοή τους.

Κάποια στιγμή, ύστερα από αρκετό χρονικό διάστημα ησυχίας, που τη διέκοπταν μόνο οι θόρυβοι από τις στέγες και τα ντουβάρια των πυρπολημένων σπιτιών, που κατέρρεαν και η έντονη μυρωδιά των κομμένων, που απλωνόταν παντού, μαζί με τους αποπνικτικούς καπνούς, μια τρεμάμενη με λυγμούς φωνή, λες κι ερχόταν από τον άλλο κόσμο, ακούστηκε να λέει:

-Έι, Χριστιανοί! Έι Έλληνες! Υπάρχει κανείς, που μ’ ακούει;

Η ερώτηση του πνίγεται σε κλάμα κι αναφιλητά και η φωνή βγαίνει με δυσκολία από τα στήθη του, λες και ξεψυχάει!

Δειλά-δειλά βγαίνουν από τον αχυρώνα τα παιδάκια, ξεπροβάλλουν τρομαγμένα τα κεφαλάκια τους πίσω από τοίχους και θάμνους. Βλέπουν σε κάποια απόσταση έναν γέροντα ρασοφόρο, άγνωστό τους. Δεν είναι ο παπάς του χωριού τους. Αναθαρρεύουν κι επιχειρούν να τρέξουν προς το μέρος του, γι’ ασφάλεια και προστασία.

Εκείνος τους κάνει νόημα να παραμείνουν εκεί που είναι. Δεν θέλει ν’ αντικρίσουν τα παιδικά ματάκια το φοβερό θέαμα όλων των δικών τους, που κείτονται νεκροί μέσα στο χωριό.

Τα δάκρυα του παππούλη τρέχουν ασταμάτητα και μουσκεύουν το πρόσωπό του. Τ’ αγκαλιάζει ένα-ένα και ζητάει απ’ όλα να τον ακολουθήσουν και να μη γυρίσουν το βλέμμα τους στο χωριό, που σχεδόν ήταν ισοπεδωμένο. Εκείνα υπάκουσαν.

Κανείς ποτέ δεν έμαθε, ποιος ήταν αυτός ο παπάς, ο «καλός Σαμαρείτης» κι ούτε γνώρισαν την προσωπική ιστορία και το δικό του δράμα. Πεζοπορώντας από στενά μονοπάτια, έφθασαν ύστερα από ώρα σε ένα επίσης ερειπωμένο και ισοπεδωμένο χωριό, μ’ ένα μικρό εκκλησάκι που απείχε μια εκατοντάδα μέτρα περίπου από τον οικισμό, τον οποίο κυριολεκτικά είχαν αφανίσει.

Εντύπωση βεβαίως προκαλεί, πώς έμεινε άθικτο αυτό το εκκλησάκι. Υπάρχει εξήγηση! Ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο, τον οποίο τρέμουν οι Τούρκοι!

Εκεί τα οδήγησε, ενώ ακόμη τα σπίτια του χωριού κάπνιζαν! Έδωσε εντολή στα παιδιά, να μην απομακρυνθούν κανένα τους και να τον περιμένουν ήσυχα μέσα στον ναό.

Έλειψε αρκετή ώρα. Μάλλον πήγε να συναντήσει πόντιους αντάρτες και να ζητήσει να θάψουν τους άταφους νεκρούς (που ανάμεσά τους θα βρίσκονται και οι συγγενείς αυτών των παιδιών, γονείς και αδελφοί) του χωριού Σερμπετλού. Φυσικά και οι γονείς της Σοφίας.

Η νύχτα ήταν σεληνόφωτη. Κάποια παιδιά κουρασμένα, αποκοιμήθηκαν κι άλλα κουρνιασμένα σε κάποια γωνία, περίμεναν με αγωνία τον παππούλη να γυρίσει.

Επιτέλους σχεδόν στο χάραμα γύρισε κοντά τους φέρνοντας μαζί του τρόφιμα και σκεπάσματα, το ένα μετά το άλλο, ξύπνησαν και έφαγαν ό,τι τους έφερε ο καλός φύλακας άγγελός τους.

– Ακούστε, παιδάκια! Εδώ για την ώρα είστε ασφαλείς. Αλλά δεν ξέρουμε για πόσο ακόμη. Ό,τι κακό ήταν να κάνουν σ’ αυτό το χωριό το έκαναν. Αν εγώ λείπω και ακούσετε φωνές, ομιλίες ή ποδοβολητά ζώων, να φύγετε όλα γρήγορα και χωρίς φασαρίες από το πορτάκι του ιερού. Από εκεί ένα μονοπάτι βγάζει κατευθείαν στο δάσος. Αν το ακολουθήσετε αυτό, ύστερα από ώρες, θα σας βγάλει στη Σαμψούντα.

Στο εκκλησάκι του Άη-Γιώργη «φιλοξενήθηκαν» 4-5 μέρες χωρίς να συμβεί κάτι απρόοπτο. Δεν τους έλειψε ούτε νερό, ούτε τροφή, ούτε ρούχα, ούτε σκεπάσματα. Τα έφερνε ο παππούλης ψάχνοντας μέσα στα χαλάσματα, απομεινάρια της πρότερης ζωής σ’ αυτό το άγνωστο για τα παιδιά χωριό. Επειδή μάλιστα έκανε ψύχρα τα βράδια, μάζεψαν ξερά κλαδιά και ξύλα, που οι φλόγες τους του ζέσταναν όλους. Δεν φοβήθηκε ο παπάς για τους καπνούς, μήπως και γίνουν αντιληπτοί από τους Τούρκους ή κάποιους περαστικούς, γιατί ακόμη τα ερείπια κάπνιζαν και δεν θα μπορούσαν από αυτή την αιτία, να γίνουν στόχος και αντιληπτοί.

Το τελευταίο απόγευμα τους στο εκκλησάκι ακούστηκαν φωνές και χλιμιντρίσματα αλόγων. Αμέσως ο παππούλης έδωσε εντολή να φύγουν πάραυτα όλα τα παιδιά και ν’ απομακρυνθούν, όσο πιο γρήγορα γίνεται. Κανείς να μη γυρίσει πίσω. Ν’ ακολουθήσουν τις οδηγίες του και το μονοπάτι, που τους είπε.. Τον παρακάλεσαν να φύγει μαζί τους. Αυτός όμως αρνήθηκε. Παρέμεινε εκεί και τους περίμενε, μάλλον για να καθυστερήσει τους Τούρκους, μέχρι τα προστατευόμενά του παιδιά ν’ απομακρυνθούν και να γλιτώσουν. Να βρεθούν σε απόσταση ασφαλείας.

Ένα από τα μεγαλύτερα αγόρια, έμεινε πίσω κρυμμένο στους πρώτους θάμνους του δάσους έχοντας οπτική και ακουστική αντίληψη του χώρου του ναού.

Σε λίγο μια μικτή τούρκικη περίπολος με στρατιώτες και τσέτες του Τοπάλ Οσμάν, ληστές και δολοφόνους, έφθασαν στον Άη-Γιώργη. Κάποιοι μπήκαν μέσα και κατάλαβαν, ότι το εκκλησάκι είχε «φιλοξενούμενους» και μάλιστα μικρά παιδιά.

Άρχισαν να φωνάζουν να βρίζουν και ν’ απειλούν τον δύστυχο ηλικιωμένο ιερέα.

– Τι κάνεις εδώ, παλιογκιαούρη-παπά; Πού τους έχεις κρυμμένους;

– Δεν κρύβω κανέναν. Κι εγώ περαστικός είμαι από εδώ. Βρήκα καταφύγιο στο εκκλησάκι, για να περάσω τη νύχτα μου και μόλις ξημερώσει, να φύγω. Περιπλανήθηκα στα γύρω χωριά, χωρίς να συναντήσω ψυχή. Κι απ’ εδώ είχα σκοπό να πάω στη Σαμψούντα και να ψάξω για τους δικούς μου…

Ένας από τους άτακτους ξαναμπήκε στο ναό και βγήκε κρατώντας στα χέρια του παιδικά ρούχα και παπούτσια. Πλησίασε τον αρχηγό του αποσπάσματος, κάτι του ψιθύρισε και τά ’ρίξε όλα καταγής, μπρος τα πόδια του παπά.

– Λες ψέματα! Πού τους έχεις κρυμμένους όλους αυτούς;

Άρχισαν να τον χτυπούν με καμουτσίκι και βούρδουλα σ’ όλο

του το σώμα και στο πρόσωπο. Αφού έπεσε κάτω, ακολούθησαν κλωτσιές και χτυπήματα στο κεφάλι και στα πλευρά του. Δεν έβγαλε λέξη, λες και δεν αισθανόταν πόνο.

Πηγή: www.pemptousia.gr


Πηγή: timesnews.gr