Δ.Ι. ΑΝΤΩΝΙΟΥ
Απόσπασμα από τις “Ινδίες”
Α
Θυμάμαι σαν τέλειωσε η ξέφρενη εκεινη γιορτή
φίλοι εσάς κι αρχίζω τη διήγηση·
ξημέρωνε πια κι όταν έμεινα μόνος για Σένα,
που αν ήσουν εδώ τα τραγούδια
κι οι χοροί τους βάρβαρα θα ‘ταν.
Πάνω στο Cross Bunker μεσάνυχτα
την ακοή σου θα ξέσκιζαν τα τραγούδια
στις γαλλικές μουσικές, ω μαθημένη
του 18ου αιώνα·
μα παιδική χαρά θα ‘ταν το ξύπνημά σας
στα ξωτικά ανάμεσα δέντρα και φυτά
με τα παράξενα φρούτα και λουλούδια.
Παραμύθι η ζωή σας κι επιστροφή
στις πρώτες ρίζες μας
τα πουλιά τα πολύχρωμα κι οι πεταλούδες·
θ’ απόμενε ο θαμασμός απ’ τους τρόμους
μπρος στα διάφορα είδη της ζωής
αν σ’ ένα τέτοιο τόπο σας τριγύριζαν.
Μα τώρα εγώ κι ύστερ’ από τη γιορτή –
τη γιορτή θυμάμαι μόνο·
κι όταν γυρίσω στα κλίματά μας
μπορεί να ταιριάξουν όλ’ αυτά μαζί
στη νοσταλγική διήγησή μου.
Τώρα δε μπορώ παρά να σκέφτομαι
όσα ακολουθούν
καθώς θυμάμαι τι γινόταν αφού βράδιασε
κι αφότου ο Γιακουμής, από ‘να δαίμονα σπρωγμένος,
έκανε τους κούληδες να μας φέρουν
στο καράβι πάνω όλες τις Ινδίες
ποτίζοντάς τους ουίσκυ και ταϊζοντάς τους χοιρινό.
Όλ’ αυτά γίναν αρόδου, φορτώνοντας
φυστίκια και σπόρους ρετσινόλαδο
για την Ευρώπη.
Εκεί στις δέκα μέρες που περάσαν
σε μάταιη αναζήτηση του Νάντιβαρ’νάμ
προσμένοντας τύχη καλύτερη
στην άλλη ράδα·
όμως για να φέρουν οι μέρες
από τυφλήν ορμή στην ελυρεση
της γορτής που σας γράφω·
και χρωστάω και μαζί μου χρωστάτε κι εσείς
στον Swami, τον κάπο τους,
που ήταν πλάι μου
κααι μισοσκότωνε τα εγγλέζικα
περιφρονώντας τους κούληδες
δέκα φορές αυτός πρισσότερο κούλης!
Ας είναι·
του χρωστάμε όσα καταλάβαμε
από τα τραγούδια τους,
όλο με το Ραμά είχαν να κάνουν·
κι έτσι στις αίσθησές μου τώρα
όλη η παλίρροια με την άμπωτη του ρυθμού τους τρέχει…
***
Και τώρα
πώς άρχισε η ιστορία εκείνη·
σα να το ‘χε η ζωή αποφασίσει
στα μάτια μας ανοίγοντας
παράδοξο κι εξαίσιο άνθος.
Και καθώς αναφέρνω τα λόγια,
ξεκινώ απ’ την άκρη μιας μέθης
ενός χορού
κι ενός ρυθμού πατέρα,
λέω απλά,
διηγώντας:
“… είχε τελειώσει η πόστα των φυστικιών,
-γνώριμη γλώσσα!
κόντευε μεσημέρι του φεγγαριού πάνωθέ μας
κι ήταν μέρα η νύχτα
κι ο ουρανός χλωμό χρυσοπράσινο ατλάζι…”
Ακόμη πως τότε,
μια και τέλειωσε νωρίς η πόστα
θα κοιμόνταν όλα
γύρω αν δεν ήτααν η ζωή μας
κι οι κούληδες που περνούσαν βουβοί
ή μουρμουρίζοντας τραγούδια…
Κι ακόμη… αν δεν ήταν
παραμονή πρωτοχρονιάς στα ξένα
και δε θέλαμε για το καλό να πιούμε ένα ποτήρι…
Τούτα γίνονταν πλάι στο Cross Bunker
όταν ήρθε ο Γιακουμής φέρνοντας τα ποτήρια
κι όταν πέρασε ο ινδός ο κάπος,
-του είπαμε υπακούοντας
στο κέφι μιας τύχης:
“πιε, Swami, πιε μαζί μας για το καλό ένα ποτήρι”·
κι ό,τι γίνηκε ύστερα
γίνηκε από την άρνησή του,
καθώς του ξανάλεγα:
“πιές, αφού δεν είσαι κούλης!”…
Και ήπιε·
πώς ήπιε;
-ρωτήστε το Γιακουμή.
Έτσι λοιπόν πίνοντας πίναν όλες οι Ινδίες μαζί του…
Κι η παρθένα μέθη ενός ανθρώπου
ήταν η αφορμή και της δικής μας μέθης,
σαν ακούσαμε ξαφνικά την κραυγή του
που μας ανατάραξεν όλους
και απλούς και απάνθρωπα δύσκολους
παρασέρνοντάς μας
σε μια δίνη
μεθώντας
-ώς την καταστροφή μας,
κι αρχίζει έτσι πρώτος
πάνω στο Cross Bunker
ξέφρενος
το χορό
κι αρχίζει έτσι κι η ιστορία…
Η φωνή του ανέβαινε,
παρασέρνοντας και τους άλλους κούληδες
πάνω στο ίδιο αμπάρι
σε χορό ξέφρενο,κατάστρεφε
τη μοναξιά της ψυχής μας
συνταιριάζοντας τα κομμάτια μας
δίχως βίδες
δίχως καλή θέληση·
έτσι μας βυθούσε…
Κι εμείς, παράμερα στέκαμε,
μετρούσαμε·
-παθολογικοί φιλάργυροι τα μίλια μας·
αρχή, πολλές αρχές και κανένα τέλος…
Συλλογιζόμουν:
στα σιχαμερά τέλμτα
ζούνε άσπιλη ζωή τα νούφαρα…
Κι ο ρυθμός, αργός και βαθύς
στην αρχή,
πλάι σε σταματημένη φόρτωση
γινόταν ξέσπασμα καταστροφής.
Τέρμα κι αρχή·
μιας μέθης ο κύκλος,
φυγής κι επιστροφής
απ’ τη ζωή μας στη ζωή.
Λυτρωνόμασταν·
γυρίζαμε στον πρώτο δρόμο μας
απλοί κι αγαθοί
για τη ζωή που μας κυρίευε…
Το φεγγάρι μεσημεριασμένο έπαιζε στα χέρια μας,
έπαιζεν ευφρόσυνα στα στεγνωμένα πρόσωπά μας·
φως ιλαρό.
Βρίσκαμε το δώρο του χαμόγελου…
Ραγισμένες φωνές, αναπαυτείτε,
τραγούδια που γρινιάζετε το παράπονό σας:
“Ραμά, άσπρα κικκά σου κόβουμε
με κουρασμένα χέρια·
κι οι νύχτες με διαμάντι Σε στολίζουνε
και τα τραγούδια μας Σε γλυκαίνουν
σαν γερομάντηδων βότανα τις πληγές μας.
Ο ιδρώτας κι ο κόπος μας
χρυσάφι και πολύτιμα πετράδια
στα πόδια σου”.
Η πληρωμή μας…
Κι ο χορός μας συνέπαιρνε
ποτίζοντας τις κοιμισμένες ρίζες μας
ευλογία κι εμείς ανθίζοντας
στο ίσο του τραγουδιού τους:
“Ευλογημένοι κι οι καρποί της γης
και πρώτα ο ανθός
των ματιών και της ξεκούρασης…”
Ναι, όλ’ ας είναι ευλογημένα
όσα κι η αρχαία καρδιά τους μας χαρίζει
απ’ τον καιρό της Ραμαγιάνα:
το βιβλικό χαμόγελο της Σιτά
που θα τη συναντήσουμε κι εμείς σε λίγο
ανθρώπινη ύπαρξη χαριτωμένη
ανάμεσα στην έξαλλη και σκονισμένη συντροφιά της.
Ευλογημένη κι εμάς η σκουριασμένη
ζωή που ζούμε τόσα χρόνια,
δώρο της η στιγμή απόψε τούτη
να ζούμε εδώ σ’ ένα καράβι
με τ’ όνομα και τη σημαία της πατρίδας…
(“Ινδίες“, 1967)
Δ.Ι. ΑΝΤΩΝΙΟΥ (1906-1994) Ο Δημήτριος Αντωνίου γεννήθηκε στην Μπέιρα της Μοζαμβίκης και καταγόταν από μεγάλη ναυτιλιακή οικογένεια της Κάσου. Πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στη γενέτειρά του και στο Σουέζ και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του το 1912. Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ασχολήθηκε παράλληλα με την εκμάθηση ξένων γλωσσών και ερασιτεχνικά με την ορυκτολογία, τη βοτανική, την εντομολογία, τη ζωολογία, τη μουσική. Από το 1928 ακολούθησε στρατιωτική καριέρα στην εμπορική ναυτιλία και έφτασε ως το βαθμό του πλοιάρχου. Συνταξιοδοτήθηκε το 1968. Κατά τη διάρκεια του ελληνογερμανικού πολέμου υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός στο αντιτορπιλικό Κείος. Νέος μπήκε στον κύκλο του Παλαμά και γνωρίστηκε με τους Κωνσταντίνο Τσάτσο, Γιώργο Σεφέρη, Οδυσσέα Ελύτη και τους άλλους λογοτέχνες της λεγόμενης γενιάς του Τριάντα, με τους οποίους συμπορεύτηκε στην ανανέωση του ελληνικού ποιητικού λόγου. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1936 από τις σελίδες των “Νέων Γραμμάτων” με τη δημοσίευση ποιημάτων που κρίθηκαν ευνοϊκά από το Γιώργο Σεφέρη. Εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές (“Ποιήματα”, “Ινδίες” [Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, 1967], “Χάι-Κάι και Τάνκα” [Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, 1972]), ενώ πολλά έργα του (ποιήματα, λογοτεχνικά δοκίμια, μεταφράσεις) βρίσκονται δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Δ. Ι. Αντωνίου βλ. Ι.Μ. Χατζηφώτης, “Αντωνίου Δημήτριος”, στη “Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας”, τ. 2, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. [1968], Αλέξανδρος Αργυρίου, “Δ.Ι. Αντωνίου”, στο “Η ελληνική ποίηση· νεωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου” [σ.200-201 (της εισαγωγής) και 298 (της ανθολογίας)], Αθήνα, Εκδόσεις Σοκόλη, 1979, “Αντωνίου Δημήτριος”, στο “Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό”, τ. 1, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1983, και Αλέξης Ζήρας, “Αντωνίου Δημήτριος Ι.”, στο “Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας”, Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, 2007. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Ο Γ. Σεφέρης, ο Δημήτρης Αντωνίου, ο Γιώργος Κατσίμπαλης και η Μάρω Σεφέρη στη Ρόδο το 1955. Η φωτογραφία από το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο.
Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, έχει γράψει για τον Δ.Ι. Αντωνίου::
″Η ποιητική φωνή του Αντωνίου είναι πλασμένη από άσκηση και στερήσεις. Δεν θα του βρούμε πουθενά λέξεις που δεν έχουν σημασία ή βάρος. Ίσως για αυτό άνθρωποι που συνήθισαν να αντικρίζουν την ποιητική γλώσσα όπως την καθημερινή μας κουβέντα, είπαν τον Αντωνίου σκοτεινό. Στην καθημερινή μας κουβέντα λέμε άπειρα πράγματα χωρίς σημασία. Ενώ στον ποιητικό λόγο τίποτα δεν μπορεί να ζήσει χωρίς σημασία, ούτε και η παραμικρή λεπτομέρεια…(…) Σπάνια ήθελε να δημοσιέψει. Κάποτε που ταξίδευα μαζί του τον παρακολουθούσα πώς έγραφε. Τους στίχους του τους σημείωνε πάνω στο κουτί των σιγαρέτων του. Τους ξαναδούλευε άπειρες φορές μες στο μυαλό του. Κι έπειτα, πολύ αργότερα, όταν έφτανε στο λιμάνι, τους αντέγραφε. Θυμάμαι την πρώτη φορά που μου έδειξε την καμπίνα του. Σε μια γωνιά ήταν στοιβαγμένα άπειρα αδειανά κουτιά σιγαρέτων. Ήταν τα χειρόγραφά του”. (Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές,Πρώτος Τόμος / 1906 – 1947).
Πηγή: timesnews.gr