ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ
Φωνή μου ράτσα υψικαμίνου
Πρώτον: σε θέλουν ακίνδυνη και να ξεχνάς
κι ύστερα καλή μ’ αυτούς φιλεναδίτσα
τρυφερή
υποσχετική
οι αχρείοι.
Φωνή μου ράτσα υψικάμινου από πλευρό
ανοιχτό του αίλουρου, της ανηφόρας
απ’ τα εννιά σκοινιά τού βούρδουλα
κι ο ήλιος φίδι μες στο σύρμα.
Μην ξεχάσεις· φτύσ’ τους.
Ας περιμένουν να σε σβήσω με νερό
ή κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων
ας περιμένουν οι αχρείοι.
(1967)
Η όψη σου όταν ρωτάς
Θυμήσου· το μαχαίρι μου ασκείται
συνέχεια στο δίκαιον.
Ρωτάς για τη ρωγμή στον τοίχο
που τάζει τον αμίλητο.
Ρωτάς για έξοδο, για τη ρωγμή σου.
Η όψη σου όταν ρωτάς νησί της άβυσσος.
Πώς σέρνεται με τη λαβωματιά σε θάμνα
κι αχνάρια πίσω του τα αίματα;
Αυτό που τρίζει μέσα στη σιωπή
είναι το μονοπάτι σου
που τώρα μόνο του πάει και πάει.
(1967)
Χάθηκες μέσα σε κάτι άσπρο
Η φλόγα κόρωσε μόλις αγγίξανε δυο σύμφωνα
ο δρόμος στένευε με λέξεις όφιες
που μυρίζανε.
Χάθηκες μέσα σε κάτι άσπρο.
Τοίχοι, αφίσες, η πρώτη του μονόπρακτου
ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΝΤΕΠΟΠΤΗΣ.
Σκεφτόμουνα πλάι σε ρουμπινέτα
το πρόβλημα του Αίγισθου:
διαβήτες, Κλυταιμνήστρες, τρίγωνα
τα τσιγάρα μου που τέλειωσαν
το πρόβλημα της αποχέτευσης
σε διαμερίσματα Ερινύων
το δυσκίνητο λεωφορείο
ΑΝΩ ΛΙΟΣΑ – ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
το κοφτερό τσεκούρι
η μόνη λύση σε Μυκήνες.
Κόφτο λοιπόν να τελειώνουμε.
(1968)
ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ (1920-2010). Ο υπερρεαλιστής ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς Έκτωρ Κακναβάτος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιώργου Κοντογιώργη), γεννήθηκε στον Πειραιά το Σεπτέμβριο του 1920 όπου και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1943 εκδίδοντας την ποιητική συλλογή “Φούγκα”. Στα χρόνια που μεσολάβησαν έως το δεύτερο έργο του (“Διασπορά”, 1961) βίωσε την εμπειρία της εποχής: συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του ΕΑΜ, φυλακίστηκε και εξορίστηκε στα χρόνια του Εμφυλίου. Μετά την Απελευθέρωση, το 1947, εξορίστηκε στην Ικαρία και το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου μετάχθηκε στη Μακρόνησο. Απολύθηκε το 1949, με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού. Από το 1958 έως το 1962 εργάζεται στη Σύρο όπου φτιάχνει δικό του φροντιστήριο. Σε φροντιστήρια υποψηφίων για τα ΑΕΙ δίδαξε επίσης στην Αθήνα τη δεκαετία από το 1963 έως το 1973. Το 1973 διδάσκει στη Σχολή Μωραΐτη.
Το 1979 διορίζεται για πρώτη φορά στο Δημόσιο, από το οποίο ήταν αποκλεισμένος λόγω πολιτικών φρονημάτων. Συνταξιοδοτήθηκε το 1986. Τα ποιήματα του Έκτορα Κακναβάτου συνδυάζουν με ιδιοφυή τρόπο τον υπερρεαλισμό με την πολιτική ποίηση, με έντονες επιρροές από τα μαθηματικά και τις θεωρίες του χάους. Το ποιητικό έργο του υπήρξε συνεχές και αμετακίνητο στις προθέσεις του. Εξέδωσε τις συλλογές: “Φούγκα” (1943), “Διασπορά” (1961), “Η κλίμακα του λίθου” (1977), “Τετραψήφιο” (1971), “Τετραψήφιο με την έβδομη χορδή” (1972), “Διήγηση” (1974), “Οδός Λαιστρυγόνων” (1978), “Τα μαχαίρια της Κίρκης” (1981), “Ανάστιξη του θρύλου για τα νεφρά της πολιτείας” (1981), “In Perpetuum” (1983) “Κιβώτιο ταχυτήτων” (1987), οι οποίες συγκεντρώθηκαν σε δύο τόμους, το 1990, από τις εκδόσεις ‘Αγρα (“Ποιήματα 1943-1974” και “Ποιήματα 1978-1987”), και επανεκδόθηκαν σε ενιαίο τόμο τον Ιούλιο του 2010, “Οιακισμοί του Μενεσθέα Καστελάνου του Μυστρός” (1995), “Χαοτικά Ι” (1997), “Ακαρεί” (2001), “Υψικαμινίζουσες νεοπλασίες” (2001) και “Στα πρόσω ιαχής” (2005), και τον τόμο δοκιμίων “Βραχέα και μακρά: Για την ποίηση: γλώσσα και λόγος” (2005). Έφυγε από τη ζωή “πλήρης ημερών” στις 8 Νοεμβρίου του 2010, σε ηλικία 90 ετών.
________________________________________________
Ενας αρνητής του Σύμπαντος
Φωνή μου ράτσα υψικάμινου Πρώτον: σε θέλουνε ακίνδυνη και να ξεχνάς κι ύστερα καλή μ’ αυτούς φιλεναδίτσα τρυφερή, υποσχετική οι αχρείοι.
Φωνή μου ράτσα υψικάμινου από πλευρό ανοιχτό του αίλουρου, της ανηφόρας απ’ τα εννιά σκοινιά του βούρδουλα κι ο ήλιος φίδι μες στο σύρμα.
Μην ξεχάσεις- φτύσ’ τους. Ας περιμένουν να σε σβήσω με νερό ή κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων ας περιμένουν οι αχρείοι.
Είναι 1967 και ο Εκτωρ Κακναβάτος δεν έχει κλείσει τα πενήντα του χρόνια. Η φωνή του ακούγεται δυνατά, με όλες τις χορδές της τεντωμένες, και ανήκει στη «ράτσα της υψικάμινου». Είναι μια υψικάμινος μέσα στην οποία θα καεί ολόκληρος ο κόσμος: ο κόσμος της ποιητικής παράδοσης, που ξεθεμελίωσε ο Ανδρέας Εμπειρίκος με τη δική του «Υψικάμινο», αλλά και των συγχρόνων του Κακναβάτου, που είτε απέβαλαν βαθμιαία τις υπερρεαλιστικές τους ρίζες, για να κατευθυνθούν προς τον εξπρεσιονισμό, την αλληγορία και τον λυρισμό, είτε δεν ήρθαν ποτέ σε επαφή με το υπερρεαλιστικό ρήγμα της δεκαετίας του 1930, απρόθυμοι να προσχωρήσουν στον κατεδαφιστικό ριζοσπαστισμό του.
Μόνος μιαν ολόκληρη διαδρομή
Μα ήταν τόσο ριζοσπαστικός ο υπερρεαλισμός εν Ελλάδι; Κατάφεραν, άραγε, οι Ελληνες υπερρεαλιστές, του Εμπειρίκου συμπεριλαμβανομένου, να διαλύσουν όντως το ποιητικό σώμα από το οποίο προήλθαν και να αναποδογυρίσουν με την καταιγιστική τους ορμή την ποιητική υδρόγειο; Δεν θέλω να είμαι υπερβολικός, μα ακόμη κι αν οι υπόλοιποι (νεότεροι και παλαιότεροι) υπερρεαλιστές προχώρησαν στον δρόμο της ανατροπής μόνο μέχρις ενός σημείου, ο Κακναβάτος διέτρεξε ολόκληρη τη διαδρομή διά μιας και δεν έκανε ποτέ ούτε μία σπιθαμή πίσω, τιμώντας τη σημαία του υπερρεαλισμού κατά τον εντιμότερο και τον συνεπέστερο τρόπο.
Γι’ αυτό κι ο «ήλιος φίδι μες στο σύρμα» (ένας Πήγασος που πετάει στον ουρανό του παραλόγου), γι’ αυτό και κανείς δεν θα μπορούσε να περιμένει από τον Κακναβάτο «να σβήσει με νερό» τη φωτιά που κατέκαψε τα ποιητικά σωθικά του.
Φεύγοντας αυτόν τον μήνα πλήρης ημερών, σε ηλικία ενενήντα ετών (τα άπαντά του κυκλοφορούν σε δύο κομψούς τόμους από τις εκδόσεις «Αγρα»), ο Κακναβάτος όχι μόνο μακροημέρευσε ποιητικά, αλλά και δεν οπισθοχώρησε ποτέ ούτε ένα βήμα από την αιχμή των αναζητήσεών του. Επιμένοντας στην αιφνιδιαστική χρήση των λογικών ασυνδέτων του, κάνοντας τις πιο απρόσμενες εκπλήξεις με την παράταιρη συναρμογή των εικόνων του, αλλά και διαλέγοντας τους πιο διαφορετικούς ή και αντίθετους μεταξύ τους ήχους για την ακουστική του, προκειμένου να τους συνενώσει σ’ ένα εξαιρετικά παράδοξο και συνάμα υποβλητικό κράμα, ο ποιητής μπορεί να είναι απολύτως ευχαριστημένος και μεταθανατίως για τη σταθερότητα, αλλά και την πρωτοτυπία ή το ρηξικέλευθο της γραμμής του.
Μόνος, βέβαια, ο ανατρεπτικός χαρακτήρας ενός ποιητικού κινήματος δεν φτάνει για να φέρει το κατάλληλο αποτέλεσμα. Στην περίπτωση, ιδίως, του Κακναβάτου, ο υπερρεαλισμός, που είχε ήδη διαγράψει έναν μεγάλο κύκλο όταν ο ίδιος ξεκίνησε την πορεία του, θα μπορούσε να λειτουργήσει παραλυτικά και να τον εξαντλήσει από την αρχή κιόλας της σταδιοδρομίας του. Γιατί δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι έχει ο οποιοσδήποτε τη δυνατότητα να τα βγάλει πέρα με ένα ποιητικό στιλ το οποίο κατάφερε κατ’ επανάληψη να κατρακυλήσει για ψύλλου πήδημα στη μανιέρα, όπως και σε πλήθος βολικές και ανώδυνες λύσεις, που πάντα προσφέρει στους ανέτοιμους η γλώσσα του δυσνόητου και του ακατάληπτου.
Παιχνίδι της λέξης για τη λέξη
Ο Κακναβάτος τίναξε στον αέρα όλα τα δεδομένα, χωρίς να παρασυρθεί εκ παραλλήλου σε οιαδήποτε έκπτωση τόσο ως προς την τεχνική του άνεση όσο και ως προς την ουσιαστική δυναμική του. Δεν είναι τυχαία η σύμπνοια με την οποία τον αντιμετώπισε η κριτική. Ο Αλέξ. Αργυρίου έγραψε πως ο επιθετικός τόνος της ποίησής του κρατήθηκε σταθερός σε όλο το μήκος της στιχουργικής του, διατηρώντας τη βιαιότητά του με ένα «νεανικό πείσμα», ενώ ο Γιάννης Δάλλας έχει παρατηρήσει πως ο ακραιφνής υπερρεαλισμός του θωρακίστηκε με τη θεμελίωση του «αντικειμενικού τυχαίου» και της «πραγμοποιημένης λέξης».
Ο Κακναβάτος έπαιξε κατ’ εξακολούθησιν το παιχνίδι της λέξης για τη λέξη, χτίζοντας ένα γλωσσοκεντρικό σύμπαν στο εσωτερικό του οποίου συμβαίνουν χωρίς την παραμικρή διακοπή αλλεπάλληλες εκρήξεις. Εκρήξεις που φρόντισαν να μην υπάρξουν ποτέ στεγανά και τέλμα στη δουλειά του, παράγοντας, όπως έχει επισημάνει ο Γιώργος Μαρκόπουλος, μιαν «άκρως επεισοδιακή γραφή», ικανή για συνεχή αναδιάταξη και ανανέωση.
Θέλω να συμπληρώσω, κλείνοντας, πως η εμπύρετη υπερρεαλιστική ματιά του Κακναβάτου δεν κλείστηκε, παρά το παιχνίδι με τις λέξεις και τη γλώσσα, σε κάποιον χρυσελεφάντινο πύργο και δεν κοιτάχτηκε ούτε μία φορά ωραιοπαθώς στον καθρέφτη. Η καυτή ιστορική εμπειρία της εποχής του, την οποία άλλωστε έζησε από πρώτο χέρι ως εξόριστος στην Ικαρία και τη Μακρόνησο, αργοσαλεύει πάντα κάτω από τον στίχο του, αποκαλύπτοντας ένα δυσοίωνο κοινωνικό τοπίο: ένα τοπίο χαλασμού και αποσύνθεσης, που μόνο η ποίηση μπορεί να διακρίνει σε όλο του το βάθος, μετατρέποντας το εργαστήριο του καλλιτέχνη σε άγρυπνο παρατηρητήριο της ζωής.*
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010
Πηγή: timesnews.gr