- Γράφει ο Κώστας Γ. Τσικνάκης
Όσοι σύχναζαν στο κέντρο της Αθήνας τις πρώτες δεκαετίες της Μεταπολίτευσης αρκετές φορές τον συναντούσαν στο διάβα τους. Η φυσιογνωμία του ήταν από τις πλέον χαρακτηριστικές.
Περπατούσε αργά στον δρόμο, ευθυτενής, κοιτώντας τριγύρω και όλο κάτι σιγοψιθύριζε. Περιεργαζόταν μία πόλη που άλλαζε ραγδαία πρόσωπο. Τα χέρια του τα είχε συνήθως πίσω. Ήταν ντυμένος με ρούχα που έδειχναν παράταιρα. Τα μακριά μαλλιά του, όταν δεν τα κάλυπτε ο μπερές, ανέμιζαν στον αέρα. Κάποιες φορές, σταματούσε ξαφνικά μπροστά από κάποιο κτίριο και το κοιτούσε προσεκτικά. Ήταν εμφανές ότι κάτι του θύμιζε. Άλλοτε, έσκυβε στη βιτρίνα κάποιου βιβλιοπωλείου, ανασήκωνε τα γυαλιά του με τους σκουρόχρωμους φακούς, έβλεπε για ώρα τα καινούργια βιβλία και κουνούσε επιδοκιμαστικά το κεφάλι του.
Χαιρετούσε με ευγένεια όσους τον αναγνώριζαν και άπλωναν να του δώσουν το χέρι τους. Κολακευόταν ιδιαίτερα όταν ο συνομιλητής του ήταν νέος. Συζητούσε για λίγο μαζί του. Ύστερα, τον χτυπούσε καθησυχαστικά στην πλάτη και συνέχιζε την πορεία του.
Για τους περισσότερους, αποτελούσε ένα ζωντανό μύθο. Γεννημένος το 1920 στην Κυπαρισσία έλαβε μέρος με πάθος στην Αντίσταση. Εξαιτίας της δράσης του συνελήφθη, φυλακίστηκε και βασανίστηκε. Με το ίδιο πάθος αγωνίστηκε τις μέρες του Δεκέμβρη. Το επόμενα χρόνια ξεκίνησε να δημοσιεύει ποιήματά του στο περιοδικά «Ελεύθερα Γράμματα» και να πρωτοστατεί στις λογοτεχνικές εκδοτικές απόπειρες νέων αριστερών διανοούμενων της εποχής. Πάντα, ωστόσο, διατηρούσε την ανεξαρτησία γνώμης του.
Αξίζει να σχολιαστεί η αντίδρασή του σε μία πρωτοφανή περίπτωση λογοκρισίας ποιήματός του. Στην εφημερίδα «Δημοκρατικός Τύπος», που εξέφραζε τις θέσεις της Αριστεράς, έδωσε προς δημοσίευση το ποίημά του «Η Διαθήκη μου». Όταν αυτό δημοσιεύτηκε, στις 8 Οκτωβρίου 1950, είχαν απαλειφθεί ορισμένοι στίχοι του καθώς θεωρήθηκαν επικίνδυνοι από τους υπεύθυνους έκδοσης. Η κίνηση, για την οποία δεν είχε ενημερωθεί, τον λύπησε αφάνταστα, γεγονός που τον υποχρέωσε να επανέλθει την επομένη, δημοσιεύοντας στην εφημερίδα το «Υστερόγραφο». Στον τελευταίο στίχο του, υπογράμμιζε με νόημα για τους κομματικούς μηχανισμούς: «Ελευθερία πάλι ανάπηρη σου τάζουν».
Και τα δύο ποιήματα, αποκαλυπτικά ενός νοσηρού κλίματος, που ήδη κυριαρχούσε, συμπεριλήφθηκαν στην κορυφαία ποιητική σύνθεσή του, με τον τίτλο «Κατά Σαδδουκαίων», που εκδόθηκε τρία χρόνια αργότερα.
Η συνεχιζόμενη κριτική του για τις απόψεις που διατύπωσε ο Αντρέι Αλεξάντροβιτς Ζντάνοφ στη γνωστή εισήγησή του για τη λογοτεχνία, στάθηκε αφορμή ώστε να ψυχρανθούν οι σχέσεις του με τους παλιούς γνώριμούς του και να αρχίσει από την πλευρά τους η διαβολή και η απομόνωσή του.
Την περίοδο που ακολούθησε ουσιαστικά ήταν παραμερισμένος. Παντρεύτηκε, απέκτησε ένα γιο αλλά γρήγορα χώρισε. Προκειμένου να επιβιώσει κατέφυγε στις πιο απίθανες ασχολίες. Οι δημοσιεύσεις του σε λογοτεχνικά έντυπα της εποχής υπήρξαν λιγοστές.
Το ενδιαφέρον για την ποίησή του ανανεώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Οι τρεις πρώτες ποιητικές συλλογές του, «Μεσολόγγι» (1949), «Κατά Σαδδουκαίων» (1953) και «Οροπέδιο» (1956 έκδ. 1957) επανεκδόθηκαν από τις Εκδόσεις «Κείμενα» του Φίλιππου Βλάχου, γνώρισαν μεγάλη απήχηση και γρήγορα ανατυπώθηκαν.
Στίχοι ποιημάτων του, μελοποιημένοι από γνωστούς μουσικοσυνθέτες (Μίκης Θεοδωράκης, Αργύρης Κουνάδης, Γιάννης Μαρκόπουλος κ.ά.), βρίσκονταν στα χείλη πολλών.
Καινούργιες ποιητικές συλλογές του αλλά και δοκίμια τυπώνονταν με αμείωτο ρυθμό.
Για μικρό χρονικό διάστημα, το 1975, εξέδιδε το περιοδικό «Σύστημα», στο οποίο δημοσίευε κυρίως δικά του κείμενα.
Το 1983 του απονεμήθηκε το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «4 Μαζινό».
Κάποιο μεσημέρι, πρέπει να ήταν άνοιξη του 1984, έτυχε να βρίσκομαι στο βιβλιοπωλείο των Εκδόσεων Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, στην αρχή της οδού Σταδίου, στο βάθος της στοάς. Κάποια άτομα αναζητούσαν βιβλία στα ράφια. Ξαφνικά μπήκε με αέρα μέσα. Όλα τα βλέμματα, όπως ήταν αναμενόμενο, στράφηκαν πάνω του. Χαιρέτισε με εγκαρδιότητα τον ιδιοκτήτη του Βιβλιοπωλείου. Φαινόταν ότι ήταν από χρόνια γνωστοί.
Αμέσως ξεκίνησε η συζήτηση για τις καινούργιες εκδόσεις. Γρήγορα, επικεντρώθηκε στα επιτεύγματα της πρώτης μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς και στη δική του συμβολή. Σταδιακά, ένας κύκλος άρχισε να σχηματίζεται γύρω από τα δύο πρόσωπα, και παρακολουθούσε.
Μιλώντας χαμηλόφωνα, απαντούσε σε ερωτήσεις διαφόρων, για ποιήματα των τριών πρώτων συλλογών του. Για τις μεταγενέστερες, έδειχνε ότι μάλλον δεν τον απασχολούσαν. Και, βέβαια, δεν παρέλειψε να αναφερθεί στις περιπέτειες που γνώρισε το ποίημά του «Η Διαθήκη μου». Περιέγραψε ποιοι στίχοι απαλείφθηκαν από προοδευτικό διανοούμενο, χωρίς το γνωρίζει. Οι φήμες έλεγαν ότι επρόκειτο για τον Τάσο Βουρνά. Από τον τόνο της φωνής του διέκρινες ότι ένιωθε ακόμη πικραμένος από την τότε συμπεριφορά απέναντί του.
Κι ενώ η συζήτηση στον χώρο του βιβλιοπωλείου έδειχνε να ολοκληρώνεται, μπροστά σε όλους, απήγγειλε, με ωραίο ρυθμό και ύφος, στίχους από κάποιο ποίημά του. Επρόκειτο για ένα σπαραχτικό ποιητικό προσκλητήριο για όλους τους συνοδοιπόρους του των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Η ατμόσφαιρα δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια.
Εντυπωσιάστηκα από το ποίημα. Έψαξα να μάθω περισσότερα στοιχεία για αυτό. Είχε τον τίτλο «Μπαλάντα για τους ποιητές που πέθαναν νέοι». Γράφτηκε, όπως διαπίστωσα, στις αρχές του 1958. Δημοσιεύτηκε, αμέσως, στο μηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό «Αθηναϊκά Γράμματα». Ήταν αφιερωμένο στον νέο ποιητή Χρίστο Ρουμελιωτάκη, ο οποίος, σε ηλικία μόλις 18 ετών, είχε δημοσιεύσει λίγο καιρό πριν τα πρώτα ποιήματά του στο περιοδικό της Αριστεράς «Επιθεώρηση Τέχνης». Το ποίημα, όσο γνωρίζω, δεν συμπεριέλαβε ο ποιητής σε καμία από τις μεταγενέστερες συλλογές που τύπωσε.
Συμπεριλήφθηκε από τον Στάθη Κουτσούνη στο «Ανθολόγιο ποιημάτων» του Μιχάλη Κατσαρού που επιμελήθηκε, το οποίο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 13 του λογοτεχνικού περιοδικού «Οροπέδιο» (Χειμώνας 2013), ένα τμήμα του οποίου ήταν αφιερωμένο στον ποιητή. Τώρα, περιλαμβάνεται στην έκδοση: Μιχάλης Κατσαρός, «Μείζονα Ποιητικά. Α΄ Μέρος: Μεσολόγγι, Κατά Σαδδουκαίων, Οροπέδιο. Β΄ Μέρος: Ανέκδοτα, Αδημοσίευτα, Αθησαύριστα», επιμ. Άρης Μαραγκόπουλος, Αθήνα, Εκδόσεις Τόπος, 2018.
Οι παραπάνω μνήμες ήλθαν στο μυαλό μου σήμερα, επέτειο του θανάτου του, το 1998. Ο Μιχάλης Κατσαρός είναι από τους σημαντικότερους νεοέλληνες ποιητές. Εμπνεύστηκε από την Αριστερά, αγωνίστηκε γι’ αυτήν σε δύσκολες περιόδους αλλά παρέμεινε αιρετικός ώς το τέλος της ζωής του. Γι’ αυτό και ενοχλούσε πάντα γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, ξεκομμένους συνήθως από την πραγματικότητα.
Η νέα γενιά, στην οποία συνεχίζει να είναι ιδιαίτερα αγαπητός, διαρκώς βρίσκει καταφύγιο στην ποίησή του τα τελευταία χρόνια. Ιδιαίτερα την έχουν συγκινήσει οι προφητικοί, ακροτελεύτιοι στίχοι, από το ποίημά του «Θα σας περιμένω», της συλλογής «Κατά Σαδδουκαίων»:
Μην αμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία.
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ
Πηγή: timesnews.gr