
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΛΑΧΟΥΡΗΣ
Περίληψη μαρτυρίας
Το πιο λευκό λουλούδι
μέσα στον χιονισμένο κήπο
ήταν τα χνώτο της.
-
Εκεί που το ποίημα δεν μπόρεσε ν΄ ανάψει ποτέ, ένα κόκκινο φόρεμα έβαλε φωτιά στη νύχτα.
-
Πέταξε στο κρεβάτι το σώμα της να περάσω το απόγευμα κι εκείνη έφυγε.
-
Για να την ξαλαφρώσω από τον πόνο μάζευα τα δάκρυά της στα μάτια μου.
-
Κοίταξα το φιλί της από τον πάτο μου κι έγιναν τα δόντια της ο ουρανός μου.
-
Τώρα πάντα με ρωτά ποια μπλούζα μ’ αρέσει, για να φορέσει την άλλη.
-
Μου είπε: αυγοκόβω τη σούπα. Το ποίημά σου θα το ακούσω αργότερα, μπορεί να περιμένει.
-
Για να κρατάει τα μάτια της φρέσκα, κάθε ημέρα έφερνε σπίτι καινούργιο εραστή.
-
Αφού χωρίσαμε γιατί έρχεσαι και ξανάρχεσαι σε κάθε μου σκέψη;
-
Συναντηθήκαμε μετά εξήντα χρόνια. Τικ-τακ η ώρα τοκ-τοκ τα μπαστουνάκια μας.
Μπράβο κυρ αστυνόμε∙
συνέλαβες τα περιστέρια
που κουτσουλάνε ήρωες.
Αποκατάσταση ιστορικού συμβάντος
Ερευνητέο
κυρίως επειδή δεν ιστορείται
πώς τον Ιούδα τέσσερις
μετά τον Δείπνο φεύγοντας
παραγγελία αυλικού
ληστέψανε
ούτε ασήμι ούτε πουγκί
αυτά βρεθήκανε
φθαρτά τεκμήρια ανάκρισης
–συν το φιλί– στα πόδια της συκιάς∙
Άλλο, το πιο πολύτιμο, τα χείλη πήρανε,
κλεπταποδόχος το παλάτι
που ξέπλυνε χρυσόβουλα το κλοπιμαίο
να βρίσκουνε κληρονομιά οι κυβερνήτες.
Το παράπονο του Κόντε Διονύσιου Φιόρε, λόγιου, οικογενειάρχη, επιτρόπου και θησαυριστή
Έστρωνα
φύλλα χρυσού, περγαμηνές, λεπτοπλεγμένους πάπυρους, κατάδεσμους, πλάκες πηλού, κοντύλι από καλαμιά της Πρέσπας, πένες φτερά κάτασπρου κύκνου, σε τρεις σειρές προκλητικά να φαίνονται, το σκωτικό στυπόχαρτο με την ξυλόγλυπτη λαβή, κιννάβαρι σε ασημένιο έμβοχο, δίπλα της γλύφανο, έργα τεχνίτη δέκατης γενιάς στη μακρινή Περσία,
τραβούσα τις κουρτίνες,
δαντέλες χειροποίητες της Φλάνδρας,
φόντο βιβλία δερματόδετα μέχρι τον ουρανό,
άνοιγα το παράθυρο μερόνυχτα και το καλούσα ικετικά:
όπως κι όποτε θέλεις έλα στο φως ή στο σκοτάδι μου
κι αυτό
να προτιμάει καπηλειά, πόπολο, απελεύθερους,
να πλένεται με το κρασί σε στάσεις βακχικές, ξετσίπωτα,
ν’ ακούει και να μην έρχεται,
να τριγυρνάει τους πόνους, τ’ άθλια έως υπερβολής
στις αγκαλιές απόβλητων ανθός της λάσπης,
να προκαλεί αθάνατο και να μοσχοβολά
χνώτο του Σολωμού, του Πόε, του Βιγιόν,
καταραμένο Ποίημα.
Πηγή: timesnews.gr