ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΛΑΧΟΥΡΗΣ

Περίληψη μαρτυρίας

Το πιο λευκό λουλούδι
μέσα στον χιονισμέ­νο κήπο
ή­ταν τα χνώτο της.

  1. Εκεί που το ποίημα δεν μπόρεσε ν΄ ανάψει πο­τέ, ένα κόκ­κινο φόρεμα έβαλε φωτιά στη νύχτα.

  2. Πέταξε στο κρεβάτι το σώμα της να περάσω το α­πό­γευμα κι εκείνη έφυγε.

  3. Για να την ξαλαφρώσω από τον πόνο μάζευα τα δάκρυά της στα μάτια μου.

  4. Κοίταξα το φιλί της από τον πάτο μου κι έγιναν τα δόντια της ο ουρανός μου.

  5. Τώρα πάντα με ρωτά ποια μπλούζα μ’ αρέσει, για να φο­ρέ­σει την άλλη.

  6. Μου είπε: αυγοκόβω τη σούπα. Το ποίημά σου θα το ακού­σω αρ­γό­τερα, μπορεί να περιμένει.

  7. Για να κρατάει τα μάτια της φρέσκα, κάθε ημέ­ρα έ­φερνε σπίτι καινούργιο εραστή.

  8. Αφού χωρίσαμε γιατί έρχεσαι και ξανάρχεσαι σε κά­θε μου σκέψη;

  9. Συναντηθήκαμε μετά εξήντα χρόνια. Τικ-τακ η ώρα τοκ-τοκ τα μπαστουνάκια μας.

Μπράβο κυρ αστυνόμε∙
συνέλαβες τα περιστέρια
που κουτσουλάνε ήρωες.

Αποκατάσταση ιστορικού συμβάντος

Ερευνητέο
κυρίως επειδή δεν ιστορείται
πώς τον Ιούδα τέσσερις
μετά τον Δείπνο φεύγοντας
παραγγελία αυλικού
ληστέψανε
ούτε ασήμι ούτε πουγκί
αυτά βρεθήκανε
φθαρτά τεκμήρια ανάκρισης
–συν το φιλί– στα πόδια της συκιάς∙

Άλλο, το πιο πολύτιμο, τα χείλη πήρανε,
κλεπταποδόχος το παλάτι
που ξέπλυνε χρυσόβουλα το κλοπιμαίο
να βρίσκουνε κληρονομιά οι κυβερνήτες.

Το παράπονο του Κόντε Διονύσιου Φιόρε, λόγιου, οικογενειάρχη, επιτρόπου και θησαυριστή

Έστρωνα

φύλλα χρυσού, περγαμηνές, λεπτοπλεγμένους πάπυρους, κα­τά­δε­σμους, πλάκες πηλού, κοντύλι από καλαμιά της Πρέ­σπας, πένες φτερά κάτασπρου κύκνου, σε τρεις σειρές προ­κλητικά να φαίνο­νται, το σκωτικό στυπόχαρ­το με την ξυλό­γλυπτη λαβή, κιννάβαρι σε αση­μένιο έμ­βοχο, δίπλα της γλύ­φανο, έργα τε­χνίτη δέκατης γε­νιάς στη μακρινή Περσία,

τραβούσα τις κουρτίνες,
δαντέλες χειροποίητες της Φλάνδρας,
φόντο βιβλία δερματόδετα μέχρι τον ουρανό,
άνοιγα το παράθυρο μερόνυχτα και το καλούσα ικετικά:
όπως κι όποτε θέλεις έλα στο φως ή στο σκοτάδι μου
κι αυτό
να προτιμάει καπηλειά, πόπολο, απελεύθερους,
να πλένεται με το κρασί σε στάσεις βακχικές, ξετσίπωτα,
ν’ ακούει και να μην έρχεται,
να τριγυρνάει τους πόνους, τ’ άθλια έως υπερβολής
στις αγκαλιές απόβλητων ανθός της λάσπης,
να προκαλεί αθάνατο και να μοσχοβολά
χνώτο του Σολωμού, του Πόε, του Βιγιόν,
καταραμένο Ποίημα.


Πηγή: timesnews.gr