ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ
Ένας φίλος μου που έτρεξε πολύ
ΟΤΑΝ ΜΙΑ ΓΝΩΡΙΜΙΑ και πολύ παραπάνω μια φιλία ξεπερνάει τα συνηθισμένα όρι, τότε εκείνο που έχει σημασία δεν είναι τόσο η διάρκεια όσο η συντήρηση, που κι αυτή ξεκινάει από το πόσο λίγο ή πολύ μετράει για σένα αυτή η φιλία.
Είναι η φράση με την οποία ξεκινάει το βιβλίο μου για ένα θεατρικό μου έργο και αφορά εκείνον που το έπαιξε και δε βλέπω γιατί να μην την επαναλάβω και εδώ. Αν, δηλαδή, αυτή η φιλία αποτελεί ένα κομμάτι από τον εαυτό σου ή αν είναι μια απλή συμβατική σχέση, μια περαστική γνωριμία, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές στο καλλιτεχνικό μας θερμοκήπιο, όπου, όταν κάποτε ξαναβρεθούμε, εκφράζουμε αναγκαστικά τη “χαρά μας” για τη συνάντηση και μέσα μας αναρωτιόμαστε “μωρέ, πού τον ξέρω αυτόν, πού τον έχω ξαναδεί”, χωρίς να θυμόμαστε ούτε το όνομά του.
Αναφέρομαι στον Θανάση Βέγγο, ο οποίος από τη δεκαετία του 1950 τρέχει ασταμάτητα· η γνωριμία μου μαζί του μετράει τέσσερις δεκαετίες, μπορεί και παραπάνω, δε θυμάμαι ακριβώς.
Γεννημένος στο Νέο Φάληρο, παιδί του τέλους της δεκαετίας του 1920, έφηβος της Κατοχής, με βασανισμένα νεανικά χρόνια και με μοναδική σχέση με τον κινηματογράφο, τις λίγες φορές που το μικρό χαρτζιλίκι επιτρέπει πότε για ένα εισιτήριο στο παλιό “Σινέ Γκρέκα” του Παλιού Φαλήρου και πότε σε κάποιο λαϊκό της Αθήνας με τα δυο έργα μαζί και μια τουλούμπα στο χαρτί.
Το μικρόβιο του κινηματογράφου, εντελώς συμπτωματικά και από… μόλυνση του περιβάλλοντος, αρχίζει να μπαίνει στο αίμα του με το ξεκίνημα της δεκαετίας του 190, για να καταλήξει με τα χρόνια σε έναν καθολικό και αθεράπευτο εθισμό, που θα τον κάνει όμως τη δημοφιλέστερη φυσιογνωμία της εγχώριας οθόνης και συγχρόνως την πιο γνήσια έκφραση του καθημερινού μας εαυτού. Αυτός τότε, εκείνα τα ανυποψίαστα χρόνια, ούτε που θα μπορούσε να φανταστεί μια τέτοια εξέλιξη.
Ένα μεροκάματο εδω, ένα τρέξιμο εκεί, μια δουλειά του ποδαριού παρακάτω.
“Ό,τι να ‘ναι, παιδιά, να βγαίνει ο επιούσιος…”
Να, λοιπόν, μια πρώτη εξήγηση της επιτυχίας του Θανάση Βέγγου. Η μεταφορά του εαυτού του μπροστά στην κινηματογραφιική μηχανή, έτσι γνήσια, ανόθευτη, αυθεντική, χωρίς πολλές σκηνοθετικές οδηγίες και χωρίς τις συνηθισμένες αντιγραφές από άλλα πρότυπα.
Ακόμα και το όνομα του Θανάση, μεταφερμένο κι εκείνο, ατόφιο κι ανόθευτο, στην ταυτότητα του κάθε ρόλου. Αυτό, φυσικά, δε σημαίνει πως ο καθένας που αποφασίζει να παίξει τον εαυτό του έχει στην τσέπη του και την επιτυχία. Διάβολε, χρειάζονται και κάποια άλλα προσόντα.
Η όσφρηση του Νίκου Κούνδουρου, από τον καιρό της γνωριμίας τους στη Μακρόνησο, θα δώσει στον Βέγγο το πρώτο διαβατήριο για την κινηματογραφική του εγκατάσταση στη Μαγική Πόλη, όπου και ο πρώτος του ρόλος, καθώς και η γνωριμία του με έναν ακόμα σχεδόν μόνιμο συνεργάτη του, τον Τάσο Ζωγράφο.
Ο Τάσος Ζωγράφος, ζωγράφος και σκηνογράφος, ήταν από τότε πιστός φίλος και συνεργάτης του Θανάση Βεγγου σε όλες τις κινηματογραφικές και θεατρικές του δουλειές. Τα χρώματα, οι φιγούρες και η γνήσια λαϊκή αίσθηση του Ζωγράφου, που άλλοτε θυμίζουν τον Θεόφιλο και τον Τσαρούχη, άλλοτε σου δίνουν κάτι από τη γεύση ενός αιγαιοπελαγίτικου κρασιού και άλλοτε μοιάζουν με τους ήχους μιας λατέρνας που περνάει σούρουπο από μια γειτονιά, έδεναν καμιά φορά με τις σκηνοθετικές ακροβασίες του Θανάση, πο κι αυτές δεν ήταν άλλο από την αγωνία ενός τραγικού κλόουν για να επιβιώσει στο εθνογενές μας τσίρκο. Κάθε φορά που έγραφα ένα σενάριο για τον Θανάση ήταν σαν να έβλεπα από πριν και το σκηνικό που θα έστηνε ο Τάσος Ζωγράφος στο στούντιο ή έξω στο ύπαιθρο, έχοντας τοποθετήσει κάπου σε μια άκρη και την κατάλευκη γοργόνα του, φτιαγμένη πότε από γύψο και πότε από φτηνό φελιζόλ, σαν το όραμα μιας γυναίκας που ζει μόνο στα όνειρα. Ο Τάσος Ζωγράφος, από τα πιο αγαπημένα μου πρόσωπα σ’ αυτό το χώρο.
Δεν ξέρω πόσο μαγική πόλη μποφρεί να θεωρηθεί και ο ελληνικός κινηματογράφος εκείνης της εποχής, το γεγονός όμως είναι ότι ο Θανάσης Βέγγος μετά τον πρώτο του ρόλο έγινε αιχμάλωτος και μόνιμος κάτοικος της μαγείας που ακτινοβολούσε εκείνη η κατά τα άλλα αφιλόξενη πόλη. Στην αρχή είναι ο αστραποκίνητος “πανεκελατζής”, της μόνιμα ελλειμματικής παραγωγής. Ο εφευρετικός φροντιστής που θα μεριμνήσει με σχολαστική επιμέλεια για τα απαραίτητα ψιλοπράγματα που θα χρειαστούν στο σκηνικό του γυρίσματος, μέχρι το σαλάμι, τις ελιές και τη φραντζόλα για το κολατσιό του συνεργείου, έτσι ακριβώς όπως θα κάνει όταν θα γίνει και ο ίδιος παραγωγός στη δική του εταιρεία, τη Θου-Βου, Ταινίες Γέλιου (για τους θεατές), “ταινίες ζημιάς” για τον ίδιο.
Θα είναι το παιδί που θα ψήσει τους καφέδες, ο μικρός που θα σφουγγαρίσει το πλατό για να γυριστούν τα πλάνα της μέρας, ο ευγενικός που θα απαντήσει στα ανεπιθύμητα τηλεφωνήματα (“Πώς είπατε; Έχετε ένα γραμμάτιο που δεν πληρώθηκε; Περίεργο, πώς μας διέφυγε; Μάλιστα, καλέ μου άνθρωπε, θα φροντίσουμε να σας τα πληρώσουμε το ταχύτερο δυνατό…”) και μαζί με όλα αυτά η χαρακτηριστική φιγούρα του φουκαρά της γειτονιάς, του αδέξιου φιλαράκου της παρέας, του γκαφατζή που πληρώνει τα σπασμένα, του δήθεν κατάπληκτου που δεν μπορεί να εξηγήσει τα συμβαίνοντα, του αγαθού που θα δακρύσει για το κορίτσι με τα παραμύθια, του φτωχοδιάβολου που θα εισπράξει τις περισσότερες σφαλιάρες από τον Ηλία του 16ου. Φιγούρες συνηθισμένες και αναπόσπαστες από τις ελληνικές ταινίες μιας εποχής, παιγμένες από τον Θανάση Βέγγο και συνήθως πληρωμένες κι αυτές με φτηνομεροκάματο, όχι πάντα σίγουρο, του παιδιού για όλες τις δουλειές.
Ένας Θανάσης “Απόλας” (απ’ όλας), όπως θα τον δούμε αρκετά χρόνια αργότερα να θριαμβεύει στη θεατρική σκηνή στον Τρελό του Λούνα Παρκ. Τον θυμάμαι στα εργαστήρια τη Τεχνοφίλμ (τότε που με τους Ρουσσόπουλους σχεδιάζαμε το ξεκίνημα και της δικής μας εταιρείας) να φέρνει αεικίνητος τα γυρισμένα αρνητικά των Περιπλανώμενων Ιουδαίων του Βασίλη Γεωργιάδη και πριν προλάβουν να τον ρωτήσουν πότε τα ήθελαν εμφανισμένα και με την κόπια εργσίας ο Θανάσης να είχε κιόλας εξαφανιστεί σαϊτα και να τους φωνάζει από τη γωνία της οδού Φυλής, όπου ήταν τα εργαστήρια:
“Δεν προλαβαίνω! Θα μου κλείσουνε τα μπακάλικα και δε θα έχει αύριο το συνεργείο να φάει κολατσιό…”
Και με τις σπάνιες ευκαιρίες να δουλέψει και σε καμιά πιο μεγάλη παραγωγή για να είναι εξασφαλισμένος και ο χειμώνας που θα ακολουθήσει, όπως στο Κορίτσι με τα Μαύρα του Μιχάλη Κακογιάννη, που τα είχαν όλοι χαμένα με τη διαβολική ταχύτητα με την οποία ανεβοκατέβαινε τα στενοσόκακα της Ύδρας, πότε για να φέρει το μαύρο μαντίλι που έπρεπε να φοράει η Έλλη Λαμπέτη στο λαιμό, το οποίο φεύγοντας το πρωί είχε ξεχάσει να πάρει μαζί της, και πότε γιατί είχε τελειώσει το φιλμ και ο Γουόλτερ Λάσαλι έπρεπε να στείλει κάποιον πολύ γρήγορο για να ξαναγεμίσουν το σασί.
Το έξυπνο μάτι του Ανίς Νόχρα τον είχε από τότε ξεχωρίσει και, μόλις αρχίζει να μαζεύει κόσμο για το βοηθητικό προσωπικό για Το Παιδί και το Δελφίνι, είναι ο πρώτος που θα φωνάξει:
“Το Τανάσις… Ντουλέψει μαζί μας το Τανάσις…”
Και το “Τανάσις” βρίσκει τον μπελά του, όταν αρχίζει το γύρισμα, με όλο εκείνο το ξενόφερτο προσωπικό, το περισσότερο από την Ιταλία. Κάθε φορά που στέλνουν κάποιον για δουλειά ο Ιταλός φωνάζει για να δείξει προθυμία: “Βένγκο… βένγκο…” (δηλαδή “πηγαίνω… πηγαίνω…”) και ο Θανάσης πετιέται σαν σούστα και φωνάζει: “Βέγγος εδώ!”
Αυτό τον “Βέγγος εδώ” μετέφερε και στην οθόνη, έτσι ώστε σιγά-σιγά το φανατικό κοινό της ελληνικής ταινίας άρχισε να τον ανακαλύπτει, χωρίς ακόμα να ξέρει ούτε και το όνομά του. Για να μην πούμε ότι πρώτα έμαθαν τον Θανάση και πολύ αργότερα τον Βέγγο…
Τπ αλάθευτο μάτι του κοινού είχε εντοπίσει το ειδωλό του, γιατί όσο και να θέλουμε να λέμε ότι οι επαγγελματίες του θεάματος ξέρουν ή μπορούν να ανακαλύψουν και να επιβάλουν ένα καινούργιο είδωλο, όσα σταρ σίστεμ κι αν χρησιμοποιήσουν ισχυρότερος αποδέκτης που να δέχεται ΄να απορρίπτει από το κοινό δεν υπάρχει, με μοναδικο του σύστημα το ένστικτό του.
Αυτό είναι που κρίνει, που αποφασίει και καταξιώνει. Όλοι οι άλλοι ακολουθούν.
Κάποτε που βρέθηκα υποχεωμένος να αντιμετωπίσω την προσφυγή μιας γνωστής πρωταγωνίστριας στην Επιτροπή Αδείας Ασκήσεως Επαγγέλματος Ηθοποιού*, επειδή την τοποθετήσαμε στο θιασαρχικό σχήμα δεύτερη, μετά τον Θανάση Βέγγο, ενώ ο θεατρώνης είχε βιαστεί να αναλάβει στο συμβόλαιό της την υποχρεώση του προβαδίσματος, χρειάστηκε να την πικράνω λέγοντας:
“Πιστεύω ότι υπάρχουν τριών ειδών πρωταγωνίστριες: αυτές που τις διορίζει το κοινό, οι οποίες όπου και να τοποθετηθούν παραμένουν πρωταγωνίστριες. Αυτές που τις διορίζει η ανάγκη, οι οποίες όπου και να τοποθετηθούν δεν τρέχει τίποτα. Και αυτές που διορίζονται από τον εαυτό τους, οι οποίες όπου και να τοποθετηθούν, ο μόνος που ενδιαφέρεται είναι ο εαυτός τους. Ας μας πει η διαμαρτυρόμενη σε ποια από τις τρεις κατηγορίες ανήκει για να την τοποθετήσουμε κι εμείς ανάλογα”.
Η πρωταγωνίστρια απέσυρε αμέσως την προσφυγή της, την οποία είχε κάνει σε κάποια στιγμή πείσματος, πιθανόν και κακών εισηγήσεων, αφού άλλωστε δεν είχε καμιά ανάγκη αξιολόγησης.
Ήταν η καλή μου φίλη Μάρω Κοντού, που το κοινό την είχε εκείνο διορίσει πρωταγωνίστρια – και όχι άδικα. Απόδειξη ότι τη διόρισε και βουλευτή.
Όταν ύστερα από μερικά χρόνια, το 1981, έτυχε να ξανασυναντηθούμε στον ίδιο θεατρικό επιχειρηματία,τον Βασίλη Μπουρνέλη, σχηματίζοντας ένα μεγάλο μουσικό θίασο με τον Γιάννη Γκιωνάκη, τον Σωτήρη Μουστάκα και τον Γιώργο Κωνσταντίνου, η Μάρω το μόνο που δε χρειάστηκε να ρωτήσει ήταν που θα έμπαινε το όνομά της.
Ήταν ένα ακόμα από τα συμβόλαια που τον πρώτο λόγο τον είχε το κοινό…
Δε θα κλείσω εδώ το κεφάλαιο Θανάσης Βέγγος, θα μιλήσω για τη συνεργασία μας σε επόμενες σελίδες. Τον αναφέρω όμως εδώ γιατί ανήκει κι αυτός σε εκείνους της δεκαετίας του 1950 και, όπως είπαμε, δεν άργησε πολύ να γίνει για τον κόσμο ο “δικός του άνθρωπος”. Ο πανικόβλητος Ρωμιός, που διατηρεί όμως την αισιοδοξία του. Ο Ρωμιός της ανασφάλειας, του φόβου, της αναγκαστικής υποταγής και του συμβιβασμού στις όποιες συνθήκες των καιρών, που κάποια στιγμή όμως τα βροντάει κάτω χωρίς να λογαριάσει τις συνέπειες, τότε που το ποτήρι ξεχειλίζει. Το υποχρεωμένο ανθρωπάκι να τρέχει πολύ για να προλάβει το αύριο που έρχεται, το σήμερα που τον ταλαιπωρεί και το χτες που δυσκολεύεται να ξεχάσει. Που κουβαλάει μνήμες πικρές, τις οποίες άλλοτε σκεπάζει με τη λήθη, γιατί δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά, και άλλοτε ανασύρει, για να μην ξανακάνει τα ίδια λάθη. Ο ρομαντικός φτωχοϊππότης που, αντί για πανοπλία, φοράει το ταλαιπωρημένο του παντελόνι, χωρίς αυτό να τον εμποδίζει να προσφέρει ακόμα και τον εαυτό του χωρίς αντάλλαγμα. Ο ευκολόπιστος στις υποχρεώσεις, που ενώ το ξέρει ότι δεν πρόκειται ποτέ να πραγματοποιηθούν, μόνιμος κάτοικος της χώρας του “θα”, τις έχει ανάγκη γιατί μπορεί κι από ένα ψέμα να πάρει τις δυνάμεις που του χρειάζο ται για να τρέξει πιο γρήγορα.
Όλα αυτά ίσως να μην τα υποψιάστηκαν οι κατασκευαστές εκείνων των πρώτων ταινιών του. Όλα αυτά όμως λειτουργούν κάτω από την αφελέστατη επιφάνειά τους, θυμίζοντας πολλές φορές τη συνταγή που πρώτος έφτιαξε ο Τσάρλι Τσάπλιν. Κάθε χώρα μπορεί να έχει το δικό της Σαρλώ. Και οι παραγωγοί και οι σκηνοθέτες δεν άργησαν να καταλάβουν ότι ο Θανάσης Βέγγος δεν ήταν μια τυχαία περίπτωση, με αποτέλεσμα να αρχίσει μια πληθωρική παρουσία σε πρώτους και δεύτερους ρόλους. Ίσως το λάθος του να ήταν τότε το εύκολο “ναι” για την αντιμετώπιση της καθημερινής βιοποριστικής ανάγκης. Όμως και με εκείνες τις ταινίες μιας ολοφάνερης προχειρότητας και τσαπατσουλιάς -αν όχι όλες, οι περισσότερες- ο “άνθρωπος για όλες τις δουλειές” (και όλους τους ρόλους) είχε αρχίσει να χτίζει το θρύλο του.
Θα συναντηθώ μαζί του, ύστερα από μια ολόκληρη δεκαετία, για μια πολύ στενή συνεργασία, κινηματογραφική και θεατρική, αλλά που ένα από τα μεγαλύτερα κέρδη μου ήταν η φιλία μας.
Και στο μεταξύ, με το τέλος της δεκαετίας του 1950 μπαίνω κι εγώ στην παραγωγή ταινιών, με τρόπο καθόλου διαφορτικό από όλους τους άλλους: τυχοδιωκτικά!
Στη λέξη μπορείτε ελεύθερα να δώσετε τις ερμηνείες που θέλετε. Και τις καλές και τις κακές.
Στον τυχοδιωκτη εγώ τουλάχιστον δε φορτώνω μονάχα κατηγορίες, αν αναλογιστούμε ότι και τον Χριστόφορο Κολόμβο τι άλλο από τον τυχοδιωκτισμό τον ώθησε να ξεκινήσει για το μακρινό του ταξίδι; Τον είχε διαβεβαιώσει κανένας ότι θα ανακάλυπτε την Αμερική;
Μόνο που δεν ανακαλύπτουν όλοι από μια Αμερική. Πού να βρεθούν τόσες πολλές;
______________________
*Μέχρι το 1975 υπήρχε η Επιτροπή Αδείας Ασκήσεως Επαγγέλματος Ηθοποιού, η οποία ύστερα από εξετάσεις έδινε την άδεια στους νέους ηθοποιούς που αποφοιτούσαν από τις δραματικές σχολές ή και στα εξαιρετικά ταλέντα που έδιναν επίσης εξετάσεις χωρίς να έχουν πάει σε καμιά σχολή. Ο Θανάσης Βέγγος πήρε την άδεια ηθοποιού το 1959 για να παίξει και στο θέατρο. Όχι λίγες φορές πολλοί αδικήθηκαν από αυτή την επιτροπή και δεν πήραν ποτέ την άδεια. Μπορεί να έφταιγε το τρακ, μπορεί το ανύπαρκτο ταλέντο, όπως δεν αποκλείεται εκείνη τη μέρα τα μέλη της επιτροπής να είχαν στραβοκοιμηθεί. Αυτή η επιτροπή, που από τους ίδιους τους ηθοποιούς είχε χαρακτηριστεί “αναχρονιστική” και “μεσαιωνική” καταργήθηκε. Έτσι, ενώ ένας γιατρός, ένας δικηγόρος και ένας αρχιτέκτονας πρέπει να δώσουν εξετάσεις για να ασκήσουν το επάγγελμά τους, αντίθετα ένας ηθοποιός μπορεί άνετα να “σκοτώσει” μια παράσταση, επειδή αυτοτιτλοφορήθηκε ηθοποιός. Και το ερώτημα αν αυτή η επιτροπή ήταν χρήσιμη ή άχρηστη παραμένει, αν σκεφτούμε με πόσα υποκατάστατα ηθοποιών και με πόσα ηθοποιοειδή έχει γεμίσει ο κόσμος του θεάματος και από πόσα θα είχαμε γλιτώσει αν υπήρχε ακόμα.
- Γιώργος Λαζαρίδης, Φλας μπακ. Μια ζωή σινεμά. Εκδόσεις Λιβάνη 1999.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΙ ΕΔΩ:
Πηγή: timesnews.gr