ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΙΩΤΗΣ

Θρίλερ

ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ για τα πρώτα μου βήματα. Όταν λοιπόν κι εγώ κάποτε ήμουν νέος, σχεδόν παιδί συνεπαρμένος από τις μεγάλες ερμηνείες των τότε μεγάλων ηθοποιών και τις ιστορικές παραστάσεις των τότε μεγάλων σκηνοθετών, επιδιώκοντας να κρατήσω ζωντανό τον εαυτό μου και την φαντασία μου σιγά-σιγά απέκτησα την επικίνδυνη συνηθεια να γράφω θέατρο. Τα πάντα περίκλειστα τότε, όπως και τώρα. κανείς δεν έδινε σημασία σε ένα νέο παιδί που έγραφε θέατρο.

Έτσι αποφάσισα να εκδώσω μερικά από τα πρώτα μου έργα σε ένα βιβλίο, με το γενικό τίτλο Εσοδεία, ιδίοις εξόδοις στον εκδοτικό οίκο “Δωδώνη” προσμένοντας μπας και γίνει τίποτα. Και έγινε. Ο Κ. Γεωργουσόπουλος που πήρε στα χέρια του το βιβλίο, χωρίς να τον γνωρίζω διόλου, μου έγραψε μια υμνητική κριτική το ’73 στο τότε Βήμα. Έγινε σούσουρο και θόρυβος μεγάλος. Πολλοί από αυτούς που τους είχα πάει τα έργα μου πριν εκδοθούν, φρυάξανε, ένας μάλιστα έμαθα έπεσε σε κάτι σκαλιά και ούρλιαζε βγάζοντας αφρούς: “Ποιος είναι αυτός ο Γεωργουσόπουλος που αποφάσισε να κάνει διάσημο ένα παιδάριο από τις ακραίες συνοικίες;” ούρλιαζε και κτυπιόταν. Τελικά έμεινε με την κακία του και την δόξα του. Μετά από την τόσο σημαντική για την παρουσία μου στα γράμματα κριτική, οι πόρτες του θεάτρου παρέμειναν και πάλι κλειστές.

Ώσπου το ’74 ο Σπ. Ευαγγελάτος συμπεριέλαβε τα Παθήματα, ένα καινούργιο μου έργο, στο ρεπερτόριο του τότε νεοϊδρυθέντος Αμφιθεάτρου. Αυτό κινητοποίησε αμέσως και το ενδιαφέρον των άλλων. Μετά από ένα δυο μήνες ο Μ. Βολανάκης ανακοινωσε και αυτός τα Παθήματα στο ρεπερτόριο του τότε ΚΘΒΕ. Εγώ ως όφειλα ρώτησα τον Σπ. Ευαγγελάτο αν μου επιτρέπει να παραχωρήσω τα Παθήματα στο ΚΘΒΕ, ο Σπύρος Ευαγγελάτος συναίνεσε λέγοντάς μου ότι “Εγώ σκόπευα να παρουσιάσω το έργο ύστερα από δυο χρόνια, αν ο Μίνως το ανεβάσει νωρίτερα πό μένα έχεις όλο το ελεύθερο να του το παραχωρήσεις!” Τα χρόνια όμως περνούσαν και ο Μίνως Βολανάκης δεν ανέβαζε το έργο.

Πέρασαν ένας, πέρασαν δυο, πέρασαν τρία, πέρασαν τέσσερα χρόνια και όταν ο Μίνως κατάλαβε ότι θα εξεδιώκετο από το ΚΘΒΕ, τις τελευταίες δεκαπέντε μέρες αποφάσισε να ανεβάσει το έργο αναθέτοντας την σκηνοθεσία στον Στ. Ντουφεξή, τότε νεοφερμένο σκηνοθέτη από τη Γερμανία. Οι πρόβες αρχίσανε και πηγαίνανε πολύ καλά, αλλά ο Μίνως έπεσε και το έργο δεν ανέβηκε. Εν τω μεταξύ ο Μίνως πριν πέσει είχε ανεβάσει ένα προκλητικότατο έργο του Μπ. Τσικληρόπουλου, την Πρόσκληση αν θυμάμαι καλά, όπου ένας αρχάγγελος  έκανε διάφορα τολμηρά πράγματα σε ένα δήθεν θεό. Όπως καταλαβαίνετε οι θρησκευόμενοι κύκλοι της Θεσσαλονίκης είχαν εκμανεί και ζητούσαν την κεφαλή επί πίνακι του Μ. Βολανάκη. Κατά έναν περίεργο τρόπο όλο το μένος, η οργή και η μαχητικότης των θρησκευομένων πέρασε στο πρόσωπό μου και στο έργο μου, πριν ανέβει καν το έργο. Ξαφνικά απέκτησα τη φήμη ότι είμαι ένας τρελός συγγραφέας που βάζει “τους ηθοποιούς να κατουράνε τους θεατές”. Συγκρατήστε αυτήν την φράση, θα την συναντήσουμε και παρακάτω. Τα Παθήματα ανέβηκαν ύστερα από ενάμιση χρόνο όταν γενικός διευθυντής του ΚΘΒΕ έγινε ο Σπ. Ευαγγελάτος, σε σκηνοθεσία Γ. Ρεμούνδου, και έκαναν μια θηριώδη επιτυχία από την οποία πολλοί ενοχλήθηκαν. Ένας Γερμανός θεατράνθρωπος που παρακολουθούσε την παράσταση πετάχτηκε όρθιος και φώναζε “Κλάσε! Κλάσε!”· δώσανε και πήρανε να τον συνεφέρουνε οι άνθρωποι γύρω του και να του εξηγήσουν ότι το “Κλάσε!” δεν σημαίνει πρωτοκλασάτο, όπως στην γλώσσα της πατρίδας του, αλλά κάτι πολύ διαφορετικό και δύσοσμο στα ελληνικά.

Εν τω μεταξύ εγώ είχα γράψει κι άλλα έργα, μεταξύ των οποίων  και το Ματς στον ενάμιση χρόνο πριν ανέβουν τα Παθήματα και τόλμησα να σκεφθώ να υποβάλω το Ματς στην καλλιτεχνική επιτροπή του εδώ Εθνικού Θεάτρου, μήπως και σπάσει ο διάβολος το ποδάρι και ανέβει. Είχα ακούσει ότι πρόεδρος της καλλιτεχνικής επιτροπής ήταν ένας έντιμος και βαθύς γνώστης του θεάτρου, ο Τάσος Λιγνάδης. Πήρα όμως αρνητική απάντηση από την τότε καλλιτεχνική επιτροπή.

Πάνω στην απελπισία μου σκέφθηκα να πάω να συναντήσω τον Τάσο Λιγνάδη και να του δώσω να διαβάσει το έργο χωρίς να τον πληροφορήσω ότι η καλλιτεχνική, της οποίας προήδρευε, το είχε απορρίψει. Πράγματι τον συνάντησα στο Αμερικανικό Κολέγιο Θηλέων όπου τότε δίδασκε, του έδωσα το αντίγραφο και απόρησα διότι ο άνθρωπος φαινόταν να μην γνωρίζει τίποτα. Με δέχθηκε πολύ γλυκά και μου είπε ότι θα μου απαντήσει το ταχύτερο. Εγώ δεν το πίστεψα και τόσο πολύ,αλλά έφυγα με τη συνείδησή μου ήσυχη γιατί είχα κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να ανέβει το Ματς. Την άλλη μέρα το πρωί ο Τάσος Λιγνάδης μου τηλεφώνησε και μου είπε: “Ότι το έργο αυτό είναι πολύ σημαντικό κι ότι πρέπει να ανέβει οπωσδήποτε!”. Τότε τον πληροφόρησα ότι η επιτροπή της οποίας προήδρευε, το είχε απορρίψει. Έγινε έξαλλος και με διαβεβαίωσε ότι αυτός δεν γνώριζε τίποτα και ότι ποτέ δεν είχε φτάσει το έργο μου, μέσω της επιτροπής, στα χέρια του. Αμέσως κατέβηκε στο Εθνικό Θέατρο και συγκάλεσε την επιτροπή. Τα μέλη της επιτροπής εξαγριώθηκαν, δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι έβρισκε σε αυτό το έργο που το είχε γράψει ένας συγγραφέας που “έβαζε τους ηθοποιούς να κατουράνε τους θεατές”.

Φανάζομαι ότι θα τους ρώτησε αν έχουν διαβάσει το έργο και φαντάζομαι ότι θα του απάντησαν ότι κανείς δεν το είχε διαβάσει. Τα πράγματα έφτασαν στα άκρα και τους πληροφόρησε ότι αν το έργο δεν ανέβει, αυτός θα παραιτηθεί από πρόεδρος της επιτροπής. Έγινε σούσουρο μέγα και όπως ήταν φυσικό έφτασε και στα αυτιά του τότε γενικού διευθυντή Αλέξη Μινωτή, γιατί ο Τάσος Λιγνάδης ήταν ανένδοτος, αν το έργο δεν ανέβαινε θα τους έδινε την παραίτησή του. Ο Αλέξης Μινωτής μετακύλισε το όλο θέμα και το έθεσε υπό την εποπτεία του τότε υπουργού Πολιτισμού Κωνσταντίνου Τρυπάνη. Αυτό θα έλυνε το θέμα και αυτός θα είχε τον τελευταίο λόγο αν θα ανέβαινε ή όχι το έργο μου στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Ο κύριος Μινωτής, ο κύριος Λιγνάδης και η καλλιτεχνική συγκεντρώθησαν στο γραφείο του κυρίου Τρυπάνη και από ό,τι φαίνεται δόθηκε μάχη. Το πράγμα μάλλον οδηγούσε σε αδιέξοδο. Ώσπου στο τέλος ο κύριος Τρυπάνης ύψωσε την φωνή του “Το έργο θα το διαβάσει ο κύριος Μινωτής”, τους είπε, κι αν αποφανθεί ότι πρέπει να ανέβει, θα ανέβει! Αν αποφανθεί ότι δεν είναι κατάλληλο να δει τα φώτα της σκηνής τα πράγματα θα παραμείνουν ως έχουν”. Έτσι πήρε στα χέρια του το αντίγραφο ο Μινωτής για να το διαβάσει και να αποφανθεί. Την άλλη μέρα κιόλας το πρωί-πρωί όταν ήρθε στο γραφείο του είπε τα εξής: “Μπορεί να μην συμφωνώ με τις ιδέες του συγγραφέα αλλά είναι καθαρό θέατρο και πρέπει να ανε΄βει!”. Έτσι ανέβηκε το Ματς χάρη στη γενναία υποστήριξη του Λιγνάδη και την καθαρή απόφαση του Μινωτή.

Το Ματς ανέβηκε και έκανε τεράστια επιτυχία. Πήγε δυο χρονιές. Οι κριτικές ομόφωνα το χαρακτήρισαν σαν σταθμό στο νεοελληνικό θέατρο. Αυτή η επιτυχία ήταν η χειρότερη κατάρα για μένα, σε σχέση με το Εθνικό Θέατρο τουλάχιστον. Από τότε περάσανε είκοσι πέντε χρόνια κι ούτε μια φορά οι εκάστοτε ενοικιαστές του Εθνικού Θεάτρου μπήκανε στον κόπο να μου ζητήσουν ένα καινούργιο θεατρικό έργο. (Το ΚΘΒΕ έκτοτε έχει παρουσιάσει άλλα τρία έργα μου, δυστυχώς με επιτυχία). Οι πόρτες του φωταγωγήθηκαν και κλείσανε ερμητικά. Σε έναν κατάλογο μάλιστα που έκαναν προσφάτως οι υπεύθυνοι υπό την εποπτεία, του κατά τα άλλα φίλου Β. Φωτόπουλου, απέφυγαν να βάλουν φωτογραφία της παράστασης, με τη δικαιολογία ότι όσες φωτογραφίες μπήκαν πληρούσαν κάποια αισθητικά κριτήρια. Επιχειρήθηκε να γραφτεί η ιστορία των παραστάσεων του Εθνικού Θεάτρου με βάση όχι την αξία των παραστάσεων αλλά με βάση την αμφισβητούμενη αισθητική των φωτογραφιών των παραστάσεων. Εντελώς αρχαία Ρώμη της παρακμής δηλαδή. Στο περιβόητο άλμπουμ υπάρχουν δυο σελίδες με φωτογραφίες από ένα άλλο έργο που παίχτηκε μαζί με το δικό μου και το οποίο όλοι οι κριτικοί αλλά και το κοινό είχαν κατακεραυνώσει. Τι να πει κανείς, καθένας βγάζει τα απωθημένα του, την πρώτη εξωτερική εντύπωση κυνηγάνε όλοι.

  • Πρώτη δημοσίευση: Η λέξη. Ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Τεύχος 171, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 2002

Πηγή: timesnews.gr