ΕΛΕΝΗ ΧΑΛΚΟΥΣΗ
Γιώργος Θεοτοκάς: Ο ιδεολόγος
ΕΧΟΥΝ ΓΡΑΦΤΕΙ τόμοι ολόκληροι για τον Γιώργο Θεοτοκά-δοκιμιογράφο, όπως άρχισε στα 23 του χρόνια με το “Ελεύθερο Πνεύμα” (1929), για τον μυθιστοριογράφο, τον ποιητή και θεατρικό συγγραφέα, που το 1965, βγήκαν σε τόμο με τίτλο “Τό ελληνικό Λαϊκό Θέατρο”. Τα επτά πρώτα τυ θεατρικά έργα: “Πέφτει το βράδυ” (1941), “Αντάρα στ’ Ανάπλι” (1942), “Το όνειρο του δωδεκάμερου” (1943), “Το Κάστρο της Ωργιάς” (1944), “Το παιχνίδι της τρέλλας και της φρονιμάδας” (1944) και μαζί μ’ αυτά το “Συναπάντημα στην Πεντέλη” (1947), “Το τίμημα της λευτεριάς” (1948). Ο Γιώργος Θεοτοκάς γράφει στον πρόλογό του:
Τώρα, που κοιτάζω τα εφτά μου έργα σαν ένα σύνολο συμπληρωμένο και απομακρυσμένο, συλλογίζομαι πως ίσως θα μπορούσαν να θεωρηθούν σαν μια συμβολή για τη δημιουργία ενός ιδιότυπου νεοελληνικού λαϊκού θεάτρου με εθνικό χαρακτήρα και με επαφή με την πνευματικότητα των λαϊκών μαζών -μια νέα απόπειρα συνειδητή και έντεχνη, ύστερα από το θέατρο των σκιών, που υπήρξε η πρώτη προαισθητική μορφή του λαϊκού θεάτρου στη νεώτερη Ελλάδα.
Το 1956 δίνει τον “Αλκιβιάδη”, μετά τρία χρόνια, το 1960 “Η άκρη του δρόμου” και το 1964 “Ο τελευταίος πόλεμος”.
Είναι ακόμη οι “Ταξιδιωτικές του εντυπώσεις”, η αλληλογραφία του με το Γιώργο Σεφέρη, μια μεγάλη σειρά με “Πολιτικά κείμενα” και η πολύπλευρη συνεργασία του με εφημερίδες και περιοδικά, ελληνικά και ξένα (“Βιβλιογραφία Γιώργου Θεοτοκά” από τον Εμμ. Ι. Μοσχονά, 315 σελίδες, Αθήνα, 1978).
Εγώ θα αναφερθώ στο Γιώργο Θεοτοκά οπως τον γνώρισα στην πρώτη του θητεία σαν διευθυντή του “Εθνικού Θεάτρου”, σαν υπεύθυνο άνθρωπο σε μιαν από τις κρισιμότερες ώρες της Κρατικής μας Σκηνής.
Τις ώρες εκείνες που δοκιμάζεται το σθένος και το ήθος του πνευματικού ανθρώπου με τη φωτισμένη σκέψη και τη θαρραλέα παρουσία, για να υπερασπίσει τις Αξίες που πιστεύει, ανεπηρέαστος από την “Κοινή Γνώμη” την τόσο ευμετάβλητη χάρη σε παράγοντες ξένους προς την “Καθαρή Σκέψη”.
Όταν σε μια κρίσιμη ώρα για τον τόπο μετά τον Δεκέμβριο του 1944, η κυβέρνηση του στρατηγού Πλαστήρα, με υφυπουργό Παιδείας έναν κορυφαίο πνευματικό άνθρωπο, τον καθηγητή Κωνσταντίνο Άμαντο, που είπε στο Γιώργο Θεοτοκά να αναλάβει τη διεύθυνση του “Εθνικού Θεάτρου”, που βρισκόταν σε διάλυση, “η τιμητική πρόταση έπαιρνε το χαρακτήρα μιας, ας πούμε, πνευματικής στρατολογίας, σε ώρες εθνικής κρίσης”, γράφει ο Θεοτοκάς και συνεχίζει:
Σωστό βέβαια θα ήταν να αρνηθεί κανείς. Μα η κατάσταση εκείνη εξασκούσε επάνω μου μια ιδιαίτερη έλξη. Μου φάνηκε πως ήταν μια στιγμή εξαιρετικά επικίνδυνη, όμως δημιουργική, μια στιγμή όπου δεν θα έπρεπε να περιοριστεί κανείς σε μια ομαλή διοικητική ανασυγκρότηση μα να προσπαθήσει να φέρει μέσα στο Ίδρυμα ένα πνεύμα πιο νέο, πιο ζωηρό, πιο εναρμονισμένο με τις πνευματικές ανάγκες και επιταγές του αιώνα.
Με τέτοια διάθεση δέχθηκα την πρόταση του Κωνσταντίνου Άμαντου, ξέροντας βέβαια καλά πως οι προσπάθειες του είδους αυτού απαιτούν μεγάλες προθεσμίες, πως μια διετία θα ήταν το ελάχιστο χρονικό όριο για να “χτιστούνε μονάχα τα θεμέλια”.
Το τότε Δ.Σ. του “Εθνικού”
Το νέο Διοικητικό Συμβούλιο που ανέλαβε υπηρεσία στις 16 Φεβρουαρίου του 1945 καταρτίστηκε ως εξής:
Πρόεδρος ο Λουκάς Κανακάρης-Ρούφος, αντιπρόεδρος ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, μέλη ο Κλ. Καρθαίος, ο Θ. Συναδινός, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Γιώργος Κατσίμπαλης, ο Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας και, αυτεπαγγέλτως, ο Π. Εξαρχάκης, Γ. Διευθυντής του Δημ. Λογιστικού, Κυβερνητικός Επίτροπος ο Μιχ. Μαντούδης, διευθυντής Γραμμάτων και Θεάτρου του υπουργείου Παιδείας, και γενικός διευθυντής ο Γιώργος Θεοτοκάς.
Την καλλιτεχνική επιτροπή αποτελούσαν ο διευθυντής του δραματολογίου Άγγελος Τερζάκης, οι δυο σκηνοθέτες του θεάτρου Σωκράτης Καραντινός και Πέλος Κατσέλης, τρεις λόγιοι “λαμβανόμενοι έξωθεν”, ο Λέων Κουκούλας, ο Πέτρος Χάρης και ο Μιχ. Ροδάς, που αντικαταστάθηκε από τον Τ. Παπατσώνη στην αρχή και τελικά από τον Γιάννη Σιδέρη.
(Η διοίκηση αυτή χαρακτηρίστηκε από υπεύθυνα χείλη “Εαμοκομμουνιστική” και αντεθνική και πολεμήθηκε άγρια!!)
Για όσους δεν έζησαν την ταραγμένη εκείνη εποχή είναι αδύνατο να φαντασθούν τις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει η διοίκηση του “Εθνικού Θεάτρου” το Φεβρουάριο του 1945 που “Το αίμα του εμφυλίου πολέμου δεν είχε ακόμα ξεραθεί και τα μίση ήταν ολόγυμνα και φλογερά”. Έλληνες μαζεμένοι εξ ανάγκης στο ίδιο κατάστημα, αποτελούσαν τις μέρες εκείνες, δυο έξαλλα στρατόπεδα έτοιμα να σπαραχτούν. Το “Εθνικό Θέατρο” περιλαμβάνει πρόσωπα από πολλές συνομοταξίες: Καλλιτέχνες, λόγιους, διοικητικούς, οικονομικούς, τεχνικούς, εργατοτεχνίτες. Επικρατεί όμως στην ατμόσφαιρα του Ιδρύματος η ευερέθιστη περιπάθεια που διακρίνει σε όλες τις εκδηλώσεις τους, τους ανθρώπους του θεάτρου. “Πώς θα έβαζε κανείς τους ανθρώπους αυτούς να συνεργαστούν πάλι αρμονικά για έναν κοινό πνευματικό σκοπό;”, έγραφε ο Γιώργος Θεοτοκάς στις σημειώσεις του για την πρώτη μεταπολεμική περίοδο του “Εθνικού Θεάτρου”.
Ο τότε υπουργός των Οικονομικών ειδοποίησεν την μόλις διορισθείσα διοίκηση του θεάτρου ότι δεν είχε τη διάθεση να συντηρεί “αργομίσθους” και πως έπρεπε οι παραστάσεις ν’ αρχίσουν αμέσως και “όπως-όπως”, αλλιώς θα σταματούσε κάθε μισθοδοσία.
‘Ετσι, με το κτήριο τρυπημένο από οβίδες και με την αγγλική υπηρεσία ΕΝΣΑ εγκαταστημένη στο “Εθνικό” και δίνοντας παραστάσεις κάθε βράδυ για το στρατό, αναγκάστηκαν ν’ ανοίξουν στις 21 Μαρτίου.
Το πρόγραμμα ετοιμάστηκε βιαστικά με βάση τα στοιχεία που διέθετε το θέατρο. Παίχθηκαν “Η φλωρεντινή τραγωδία” του Όσκαρ Ουάιλντ, ο “Κύριος ντε Πυρσονιάκ” του Μολιέρου και η χειμερινή περίοδος έκλεισε με επαναλήψεις “Ταρτούφος” του Μολιέρου, “Το Μεγάλο παιχνίδι” του Άγγελου Τερζάκη και τα “Αρραβωνιάσματα” του Μπόγρη.
Ταυτόχρονα γινόταν η ανασυγκρότηση των υπηρεσιών, η συμπλήρωση του θιάσου και η προετοιμασία της νέας περιόδου.
Στις σχετικές σημειώσεις του ο Γιώργος Θεοτοκάς γράφει:
Από την αρχή της προσπάθειάς μας βρεθήκαμε ριγμένοι σε μια πυρετική εργασία, που δεν σταμάτησε ποτέ και που την προσδιόριζε, κατά πρώτο λόγο η αδυσώπητη οικονομική ανάγκη. Νομίζω, όμως πως δεν χάσαμε τον πνευματικό προσανατολισμό μας.
Ο επιθεωρητής (1945). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή. 19/07/1945 – 15/08/1945 Θερινόν Θέατρον Πλατείας Κλαυθμώνος, Αθήνα, Ελλάδα. Στη φωτογραφία: Χρήστος Ευθυμίου (Αντών Αντώνοβιτς), Μόσχα Ζαννή (Μαρία Αντώνοβνα), Άρης Βλαχόπουλος (Ιβάν Κούζμιτς Σπέκιν), Ελένη Χαλκούση (Άννα Αντρέγεβνα).
Η θερινή περίοδος άρχισε τον Ιούνιο του ’45 στη θερινή σκηνή του Κήπου της πλατείας Κλαυθμώνος (Αριστείδου και Δραγατσανίου, με τον “Έμπορο της Βενετίας”, συνεχίστηκε με τον “Επιθεωρητή” του Γκόγκολ (πρώτη μου εμφάνιση στο “Εθνικό”), την “Αρλεζιάνα” του Α. Ντωντέ, με μουσική του Μπιζέ.
Πρώτο έργο της χειμερινής περιόδου οι “Μνηστήρες του θρόνου” του Ίψεν, από σύγχρονο θέατρο, “Στο γέρμα του χειμώνα” του Άντερσον, “Η γη είναι σφαίρα” του Αρμάν Σαλακρού και από νεοέλληνες συγγραφείς το “Μπλοκ C” του Ηλία Βενέζη, ο “Λυτρωμός” του Θάνου Κωτσόπουλου, και μια διασκευή του “Ηλίθιου” του Ντοστογιέφσκι, από τον Μανώλη Σκουλούδη.
Καποδίστριας (1946). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή. 25/03/1946 Εθνικό Θέατρο, Αγίου Κωνσταντίνου 22-24, Αθήνα, Ελλάδα. Νίκος Παρασκευάς (Καποδίστριας), Ηλίας Σταματίου (Γιώργης Μαυρομιχάλης).
Με την ευκαιρία της Εθνικής εορτής 25ης Μαρτίου δόθηκε σε επίσημη παράσταση ο “Καποδίστριας” του Νίκου Καζαντζάκη, ενώ είχε αρχίσει να ετοιμάζεται για τη θερινή περίοδο στο Θέατρο Ηρώδου Αττικού η “Σίβυλλα” του Άγγελου Σικελιανού.
-Η ιδέα της “Πρωτοποριακής Σκηνής” δεν ήταν βέβαια πρωτότυπη. Πρωτότυπο ήταν μονάχα το γεγονός ότι μια μέρα αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί… Η αρχική σκέψη ήταν τμήμα του “Εθνικού Θεάτρου” να λειτουργεί στην ίδια ή σε άλλη σκηνή και να χρησιμοποιεί κυρίως νέα στελέχη… Πρωτοπορία συνάμα θα είναι η ευκαιρία που θα δοθεί σε νεώτερους Έλληνες συγγραφείς να εκδηλωθούν, να δοκιμαστούν, να τραβήξουν μπροστά, συγγραφείς που τους χαρακτηρίζει μιαν ανησυχία, μιαν αναζήτηση, μιαν ανανεωτική διάθεση… Ήταν ένα παράθυρο που ανοίξαμε για να μπει ο καινούργιος αέρας, χωρίς να είναι μπορετό να προβλέψουμε με βεβαιότητα ποια θα ήταν τα αποτελέσματα του πειράματος.
Άλλος νεωτερισμός της περιόδου εκείνης ήταν το σύστημα του εναλλασσόμενου δραματολογίου.
Το χειμώνα του 1945-46 δίναμε 10-30 παραστάσεις την εβδομάδα με τρία ή τέσσερα έργα, με μόνο 40 ηθοποιούς και δυο σκηνοθέτες, τον Σωκράτη Καραντινό και τον Πέλο Κατσέλη.
Επίσης η χρησιμοποίηση πέντε σκηνογράφων (εκτός από τον Κ. Κλώνη και τον Α. Φωκά): Γιώργος Βακαλό, Σπύρος Βασιλείου, Δ. Κεντάκας, Γιάννης Τσαρούχης και Νίκος Εγγονόπουλος.
Ήταν ακόμα οι λογοτεχνικές απογευματινές που οργανώθηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα με σύστημα προσαρμοσμένο στις δικές μας λογοτεχνικές και μορφωτικές συνθήκες.
Στην κατάρτιση των προγραμμάτων, εκτός από τον Κ.Θ. Δημαρά, καθηγητή της Δραματικής Σχολής, βοήθησαν ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Νίκος Γκάτσος.
Απαγγέλθηκαν τραγούδια ακριτικά και νεώτερα δημοτικά, κομμάτια από την “Ερωφίλη“, τον “Ερωτόκριτο”, τη “Βοσκοπούλα”, τα “Άνθη ευλαβείας”, Βηλαράς, Σολωμός, Κάλβος, Βαλαωρίτης, Καρασούτσας, Τανταλίδης, Παλαμάς, Πάλλης, Εφταλιώτης, Μελαχροινός, Καβάφης, Καρυωτάκης, Καζαντζάκης, Σικελιανός και πολλοί άλλοι. Επίση διαβάστηκαν σελίδες των Κοραή, Ψυχάρη, Παπαδιαμάντη και Ίωνα Δραγούμη.
Για όσους γνωρίζουν τι δεν… γνωρίζουν από νεοελληνική ποίηση οι υποψήφιοι μαθητές και οι απόφοιτοι των δραματικών μας σχολών, είναι φανερή η σημασία μιας τέτοιας προπαίδειας για τους ηθοποιούς που φιλοδοξούν να ερμηνεύσουν κείμενα δραματικώνποιητών.
Η ίδρυση του ΚΘΒΕ
Είναι ακόμη η θητεία του Γιώργου Θεοτοκά στο “Εθνικό Θέατρο” σαν διευθυντή στην περίοδο 1950-53, σαν μέλους του διοικητικού συμβουλίου το 1964 και η συμβολή του στην ίδρυση του “Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος”.:
Στο σπίτι του τότε υπουργού Προεδρίας κ. Κ. Τσάτσου, σε συγκέντρωση πνευματικών ανθρώπων τέλη Νοεμβρίου 1960, ο πρωθυπουργός κ. Κ. Καραμανλής ρώτησε το Γιώργο Θεοτοκά τι μπορεί να κάνει για την προαγωγή της πνευματικής ζωής του τόπου. Ο Γιώργος Θεοτοκάς απάντησε: “Να κάνετε θέατρο τη Θεσσαλονίκη”, γράφει ο Σωκράτης Καραντινός στον 3ο τόμο του “Σαράντα χρόνια θέατρο¨.
Ο Σωκράτης Καραντινός (δεξιά) με τον Γιώργο Ιορδανίδη (αριστερά), στο γραφείο του (από το αρχείο του Γιάννη Ιορδανίδη)
Στις 3 Δεκεμβρίου 1960 ο Σ. Καραντινός υπέαλε στην κυβέρνηση σχέδιο ίδρυσης Θεατρικού Οργανισμού βορείου Ελλάδος. Και τον Αύγουστο του 1961 άρχιζαν οι παραστάσεις στα αρχαία θέατρα Φιλίππων και Θάσου…
Αξίζει να αναφέρουμε εδώ μερικές από τις αντιδράσεις που προκάλεσαν και μόνον τα ονόματα των δυο κορυφαίων συγγραφέων μας, του Νίκου Καζαντζάκη και του Άγγελου Σικελιανού, για να δώσουμε μια αμυδρότατη ιδέα της άγνοιας, των προκαταλήψεων, της μισαλλοδοξίας και της κακώς εννοουμένης “εθνικοφροσύνης”, με τα οποία είχε να παλέψει την εποχή εκείνη όποιος τολμούσε να υπηρετήσει το ΠΝΕΥΜΑ και όχι την ΕΜΠΑΘΕΙΑ.
Μεταφέρω σχετική περικοπή απ’ το υπόμνημα του Γιώργου Θεοτοκά:
Στο τέλος της θητείας μας και κυρίως μετά τις εκλογές της 31 Μαρτίου 1946 η πολεμική πήρε καθαρρά πολεμικό χαρακτήρα. Η αφορμή ήταν ότι ανεβάσαμε στις 25 Μαρτίου, με την ευκαιρία της Εθνικής Εορτής, τον “Καποδίστρια” του Νίκου Κζαντζάκη και αναγγείλαμε την “Σίβυλλα” του Άγγελου Σικελιανού, που θα την παρουσιάζαμε το καλοκαίρι στο θέατρο Ηρώδου του Αττικού.
Πολλές εφημερίδες άρχισαν τότε ένα λυσσασμένο πόλεμο εναντίον των δυο ποιητών. Έγινε λόγος για τον “χυδαιότατον εαμίτην Σικελιανόν και την Σίβυλλά του”, για τον “εμετικόν Καποδίστριαν με τον οποίον ο εμετικότερος κ. Καζαντζάκης” κ.λπ. για “έργον εαμοκομμουνιστικής προπαγάνδας και λογοτεχνικώς ανάπηρον”, όπως ο ανεκδιήγητος Καποδίστριας του Νικολάι καζάν”, για το “φλύαρον και αντεθνικόν κατασκεύασμα του ποετάστρου, του εαμοκομμουνιστού συναγωνιστή Σικελιανού, και χίλια άλλα τέτοια και ωραιότερα.
Νίκος Καζαντζάκης – Άγγελος Σικελιανός
Ωστόσο σχετικά με τη “Σίβυλλα” του Άγγελου Σικελιανού ο Θεοτοκάς γράφει:
Είναι γνωστό ότι η τραγωδία αυτή γράφηκε με προφητική διάθεση το 1940, ενώ η θύελλα ζύγωνε την Ελλάδα… Ήταν το πρώτο έργο της Εθνικής Αντίστασης και σαν τέτοιο μας συντρόφεψε όλα τα χρόνια της Κατοχής, μας τόνωσε, μας παρηγόρησε… Από την πρώτη μέρα που πήγα στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου είχα στο νου μου να ειδηγηθώ το ανέβασμα του έργου αυτού και για τους τίτλους του τους Εθνικούς και για την ποιητική του αξία και για να τιμηθεί προσωπικά ο ποιητής που είναι η μεγαλύτερη μορφή του σημερινού Ελληνισμού.
Η Καλλιτεχνική Επιτροπή και το Διοικητικό Συμβούλιο δεχτηκαν την πρόταση με προθυμία και αποφασίστηκε αρχικά να παιχθεί η “Σίβυλλα” το καλοκαίρι του 1945. Σκοντάψαμε όμως σε οικονομικές δυσκολίες…
Όταν τον Απρίλιο του 1946 είχα στα χέρια μου το ποσό που μου χρειαζόταν (από τα καθυστερούμενα ενοίκια της ΕΝΣΑ για τη χρήση του θεάτρου της μακεδονικής πρωτεύουσας) ήταν πια αργά! Την ίδια εκείνη μέρα μαθεύτηκε ότι η νέα κυβέρνηση αποφάσισε να μας καταργήσει. Το ζήτημα μάλιστα ήταν τόσο επείγον για το Κράτος ώστε δεν περιμένανε καν τη σύγκληση της Βουλής, αλλά μας καταργήσανε με αναγκαστικό νόμο.
Η απόλυσή μας συντελέστηκε στις 10 Μαϊου 1946. Ταυτόχρονα κηρύχτηκε γενική εκκαθάριση του προσωπικού και διαλύθηκε όλη η εργασία που είχαμε κάμει.
Φυσικά, σε τόσον λίγο καιρό δεν πρόφθαινε καμιά πλευρά του έργου μας να ολοκληρωθεί. Μια αρχή έγινε κι άλλο τίποτα. Σε τέτοιες ώρες ωστόσο το πνευματικό έδαφος είναι πολύ πιο γόνιμο παρά στις γαληνεμένες εποχές και μια προσπάθεια σαν κι αυτήν που αφηγήθηκα, όσο κι αν είναι λειψή, έχει μερικές ελπίδες ν’ αφήσει κάπου μια ανάμνηση, ένα σπόρο, που σιγά-σιγά να πιάσει και να δώσει μια μέρα αναπάντεχους “καρπούς”.
Γιώργος Θεοτοκάς – Γιώργος Σεφέρης. Προπύλαια, 1941
Σημαντική μαρτυρία
Από τα πρακτικά του τελευταίου Συμβουλίου της διεύθυνσης Θεοτοκά στις 30 Απριλίου του 1946.
Ο Γιώργος Σεφέρης είπε:
Υπάρχει, δυστυχώς, μια άλλη όψη της λεγόμενης “Κοινής γνώμης”, της οποίας είδα και σήμερα ακόμη τα θλιβερά δείγματα στους τίτλους ορισμένων εφημερίδων που πληροφορούν λ.χ. ότι “Το Εθνικόν Θέατρον αποδίδεται εις την Ελλάδα”. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μονοπωλεί τον Ελληνισμό και μάλιστα, όπως συμβαίνει σε ορισμένες περιπτώσεις της ρυπσράς αυτής πολεμικής, όταν οι μονοπωλούντες είναι άνθρωποι μειωμένοι του Έθνους
Και παρακάτω:
Μετέχω του συμβουλίου ως πνευματικός άνθρωπος και υπό την ιδιότητά μου αυτή νομίζω ότι έχω το χρέος να διαμαρτυρηθώ κατά τον πλέον απερίφραστο τρόπο εναντίον ενός συστήματος που θεωρώ καταστρεπτικό για κάθ πνευματική λειτουργία.
Στα δυο χρόνια που ήμουν μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Εθνικού Θεάτρου, ο Αλέξης Μινωτής επανειλημμένα έκανε την πρόταση να ανεβεί ένα έργο του Γιώργου Θεοτοκά από την “Κρατική Σκηνή”. Ίσως θα ήταν χρέος μας να πραγματοποιηθεί η πρόταση αυτή του Γενικού Διευθυντή. Τι μέρες αυτές, στις 31 Οκτωβρίου, κλείνουν δώδεκα χρόνια από το θάνατο του Γιώργου Θεοτοκά.
- Ελένη Χαλκούση, Θεατρικό ημερολόγιο. Εκδόσεις Κάκτος, 1981.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΙ ΕΔΩ:
Πηγή: timesnews.gr