ΓΙΩΣΕΦ ΕΛΙΓΙΑ
Το χαμόγελο της Αγάπης
Κύμα ξανθό οι ανθόκαμποι κι αναλιωτό χρυσάφι
κι η Γης, για μιας τρανής γιορτής το γλέντι στολισμένη·
μεσούρανα ο ξανθός Θεός κερνά στην οικουμένη
τη νέα ζωή, χρυσή σπονδή, από θεϊκό πυράφι.
Έλα, ξανθιά, και μεις, στ’ αγνό της Φύσης το γιορτάσι
της νιότης μας ν’ αδειάσουμε το κρούσταλλο ποτήρι,
πριν σβήση αργά ο τρελός αχός στ’ ωραίο το πανηγύρι,
πριν αρμενίσουν τα όνειρα κι η μπόρα μας προφτάση…
Καημό που έχει η αγάπη
Πέρα, στη δόλιαν Αραπιά,
που κοκκινίζει η χαρουπιά
και ψένει το λιοπύρι,
που είναι οι καημοί λάβα χυτή
στα στήθια, κι ο Σεβντάς* κρατεί
σκλάβες καρδιές που φθείρει,
πεσμένη η λάγνα Μαριβάν
στο μεταξένιο της ντιβάν
μες στον ουντά της,
σφίγγει απ’ την άγρια απελπισιά
τα χέρια της τα μελαψάα
και κλαίει για το Σεβντά της.
Σεβντά σκληρέ, Σεβντά πικρέ,
που σ’ ένα θλιβερό γιαρέ**
σε τραγουδά ο διαβάτης,
πόσο βαθιά σφάζεις καρδιές,
την ώρα που στις κουρμαδιές
απλώνει ο ίσκιος του δειλιού
και φλογοπνέει ο μπάτης.
*Σεβντάς = καημός ερωτικός | **γιαρέ = σκοπός τραγουδιού
Όνειρο
Όταν ματώνη ο Αυγερινός κι ασημοκλαίη η Πούλια
και τα δασά δεντρά θρηνούν για ό,τι έχει θάψει ο Χρόνος,
ψυχή, λουλουδοκοίμητη σε ρόδα και σε γιούλια,
τ’ ωραίο σου μνήμα αφήνοντας, σε νιώθω αρχοντυμένη,
στην αγκαλιά μου να ‘ρχεσαι, σα ρέβω έρμος και μόνος,
και να μου λες σιγαλινά: Δεν είμαι πεθαμένη!
-Ρεβέκκα μου εσύ, αειπάρθενη, Μούσα, ρυθμέ του Κόσμου,
νεκρή δεν είσαι, όσον καιρό να θαλλης νιώθω εντός μου,
σαν τον αμάραντον ανθό, σαν της μυρτιάς τον κλώνο!
Έτσι μιλώ, κι ως σε κοιτώ βαθιά κι αναγαλλιάζω,
το θείο κορμί σου να δεχτούν τα δυο μου χέρια απλώνω,
-μα ωιμέ… τον ίσκιο μου φιλώ, τον ίσκιο μου αγκαλιάζω.
ΓΙΩΣΕΦ ΕΛΙΓΙΑ (1901-1931). Ο Γιωσέφ Ελιγιά (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ιωσήφ Καπούλια) γεννήθηκε στα Γιάννενα, όπου πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια. Αποφοίτησε από το γαλλόφωνο γυμνάσιο της Alliance Israelite. Πήρε ενεργό μέρος στη σιωνιστική κίνηση της Ηπείρου, παράλληλα όμως προώθησε την αφομοιωτική κίνηση των εβραίων με τους έλληνες της περιοχής. Το 1922 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως καθηγητής της γαλλικής γλώσσας σε ιδιωτικά σχολεία και στη συνέχεια αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία, όπου είχε πρωτοεμφανιστεί το 1920 από τις σελίδες του Νουμά. Ασχολήθηκε με την ποίηση και τη λογοτεχνική μετάφραση, κυρίως από τη Βίβλο, ενώ συνεργάστηκε με τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια των εκδόσεων του Πυρσού. Πέθανε στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού από κοιλιακό τύφο. Το σύντομο της ζωής του Ελιγιά δεν του επέτρεψε να δει τα έργα του εκδομένα. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν τα Ποιήματα με ευθύνη του συλλόγου Μπενέ Μπερίθ της Θεσσαλονίκης και επιμέλεια του Γ.Κ.Ζωγραφάκη. Ο τραγικός θάνατός του (πέθανε μόνος και και δυστυχής από τύφο) προκάλεσε τότε μια έντονη συγκίνηση των λογίων, οι οποίοι, υπό το κράτος της, τόνισαν κάπως υπερβολικά τη σημασία του έργου του. Σήμερα έχει λησμονηθεί…
1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Γιωσέφ Ελιγιά βλ. Κόρφης Τάσος, «Ελιγιά Γιωσέφ», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Μερακλής Μ.Γ., «Γιωσέφ Ελιγιά», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί – Εποχή του Παλαμά – Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία – Γραμματολογία, σ.542. Αθήνα, Σοκόλης, 1977 και Ω., «Γιωσέφ Ελιγιά», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια9. Αθήνα, Πυρσός, 1929.
Πηγή: timesnews.gr