• ΓΚΕΛΥ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

Μαρτυρίες από τα χρόνια της γερμανικής κατοχής

ΤΟ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ του 1940 λίγο πριν από τον πόλεμο, ο Κώστας Μουσούρης ανεβαζει στο θέατρό του μια επιθεώρηση με ηθοποιούς της πρόζας και του μουσικού. Εμφανίζεται, λοιπόν, η Μαρίκα [Κρεβατά] στο θέατρο “ΑΛΙΚΗ”, που βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα το θέατρο “ΜΟΥΣΟΥΡΗ”, με τον Μουσούρη, την Μιράντα Μυράτ, τον Κυριάκο Μαυρέα, τον Ορέστη Μακρή και την Μαρίκα Νέζερ, σ’ ένα έργο των Ευαγγελίδη-Γιαννουκάκη, το “ΣΟΡΠΡΑΪΖ ΠΑΡΤΙ”. Μια κριτική που διαβάζω τώρα δεν είναι τόσο κολακαυτική:

Εξυπνότατη, λεπτή, πρωτότυπη, η νέα επιθεώρηση των Ευαγγελίδη-Γιαννουκάκη στο θέατρο “ΑΛΙΚΗ”. Η πρωτοτυπία οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι πρόκειται περί επιθεωρήσεως άνευ μουσικής, που παίζεται από ηθοποιούς της πρόζας και του ελαφρού μουσικού θεάτρου. Αι επιφυλάξεις είναι δια πράγματα που διορθώνονται. Εάν η επιθεώρηση επαίζετο με περισσότερη γοργότητα και αν οι ηθοποιοί, που προσέφεραν τόσα από το ταλέντο τους, ενεφανίζοντο κάπως πιο μελετημένοι, επίσης εάν το θέαμα εκρατούσε ολιγότερον… Συνηθίσαμε να παρακολουθούμε τον Μαυρέα και την Κρεβατά, τη Νέζερ και τον Μακρή, στο ελαφρό μουσικό θέατρο, να τους ακούμε να τραγουδούν και δεν μπορεί να μην αποζητήσουμε το τραγούδι τους…” INTERIUM.

Διαβάζω στην εφημερίδα “Απογευματινή” της 28ης Οκτωβρίου 1940:

Σήμερον την 6ην πρωινήν, ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως απηύθυνε το κάτωθι διάγγελμα προς τον Ελληνικόν Λαόν: “Η στιγμή επέστη, που θα αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της. Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία μη αναγνωρίζουσα το δικαίωμα να ζήσωμεν ως ελεύθεροι Έλληνες, μου εζήτησε σήμερον την 3ην πρωινήν ώραν την παράδοσιν τμημάτων του ελληνικού εδάφους κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν. Και ότι προς κατάληψιν αυτών η κίνησις των στρατευμάτων θα άρχιζε την 6ην πρωινήν. Απάντησα εις τον Ιταλόν πρέσβυν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ’ εαυτό και τον τρόπο με τον οποίον γίνεται τούτο ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος. Έλληνες, τώρα θα αποδείξωμε αν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας μας. Αγωνισθήτε για την πατρίδα, τας γυναίκας σας, τα παιδιά σας και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων ο αγών. Ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως Ιωάννης Μεταξάς”.

Στις 7 το βράδυ η Αθήνα, ο Πειραιάς, τα προάστια και οι συνοικισμοί βυθίζονται στο σκοτάδι, για να μη δημιουργείται στόχος στον εχθρό. Τα θέατρα κλείνουν, όπως είναι φυσικό, για λίγο όμως διάστημα. Με τις πρώτες νίκες των στρατιωτών μας στο έδαφος της Αλβανίας, η ζωή αρχίζει να ξαναπαίρνει το ρυθμό της. Έτσι ο Φλερύ, ο Γριμάνης, η Ποζέλη βρίσκονται επικεφαλής στο θέατρο “Μοντιάλ”. Ο Γιώργος Παππάς στο “Θέατρο Κοτοπούλη” παίζει έργο του Ανούιγ. Ο Λογοθετίδης στο θέατρο “Λυρικό” συνεχίζει την κωμωδία του Παν. Καγιά “Τιμόνι στον έρωτα”. Στο “Μοντιάλ”, ο Κυριακός, ο Κοκκίνης, ο Φιλιππίδης με τη Σοφία Βέμπο που τραγουδά τα τραγούδια της νίκης. Στον κινηματογράφο “ΚΡΟΝΟΣ” η Ντανιέλ Νταριέ με τον Χάρρυ Μπωρ παίζουν τη Μαντάμ Μπατερφλάυ και ο Μουσούρης με τον ίδιο πάντα θίασο “Μιράντας Μυράτ – Κ. Μουσούρη – Μ. Κρεβατά – Κ. Μαυρέα- Ορ. Μακρή – Μ. Νέζερ”, ανεβάζει το “ΜΠΡΑΒΟ ΚΟΛΟΝΕΛΟ” των Ευαγγελίδη-Σακελλάριου με μουσική Θ. Σακελλαρίδη και έχει τρομερή επιτυχία.

Εγώ δεν ξέρω πώς, αφού πήγα μόνο μια φορά και είδα την παράσταση με τη γιαγιά, βρήκα όλα τα καταπληκτικά σόλα, ντουέτα της επιθεώρησης εκείνης, μάλλον από το πρόγραμμα, όπου ήταν όλα εκεί μέσα τυπωμένα. Μάζεψα κι άλλα πιτσιρίκια της γειτονιάς και δώσαμε μια παράσταση στο σπίτι μας και με εισιτήριο παρακαλώ, για τα άπορα παιδιά των ηθοποιών. Τις εισπράξεις, που δεν ήταν ευκαταφρόνητες, τις κατέθεσε η Μαρίκα στο Σωματείο Ελλήνων ηθοποιών.

Στον “δικό μου” θίασο ήταν και δυο αγαπημένες φίλες, η Μαργαρίτα Μπονάτσου και η Ιταλίδα Μαφάλντα Ρίτσι, που της είχα αναθέσει να σατιρίζει τον συμπατριώτη της Μουσολίνι. Τραγουδούσε λοιπόν η Μαφάλντα:

Μπράβο κολονέλο
Έτσι σε θέλω να γελάς, έτσι σε θέλω
φόρα τα μαχαίρια
και στη μάχη να ορμάς
και να τρέχεις προς εμάς
χαιρετώντας φασιστί με τα δυο χέρια.

Τα γέλια που κάναν οι θεατές μας δεν περιγράφεται. Εγώ είχα κρατήσει για τον εαυτό μου τα καλύτερα νούμερα. Ακόμα κι ένα σόλο του Μουσούρη δεν τον έδωσα σε αγόρι, το υποδύθηκε η αφεντιά μου. Ντύθηκα άντρας, κόλλησα κι ένα μουστάκι για να πείθω περισσότερο, έβαλα γυαλιά για να προσθέσω βαρύτητα στο ύφος και τραγούδησα:

Είναι φριχτό κανείς μιαν ηλικία να’χει
Μιαν ηλικία που ποτέ δεν θα κληθεί
Να θεωρείται ακατάλληλος για μάχη
και στο χακί ποτέ του πια να μην ντυθεί.

Μνήμες μαγευτικές, ανεπανάληπτες. Η μητέρα μου εκείνο τον καιρό, πήγαινε με το Μακρή, τη Νέζερ, τη Δανάη και άλλους στα στρατιωτικά νοσοκομεία, στους θαλάμους που βρίσκονταν τα φανταράκια μας κατάκοιτα. Και μια ορχήστρα από ξυλόφωνα, ταμπούρλα, τρίγωνα κι ό,τι βρίσκανε μπροστά τους τα παίρναν παραμάσχαλα και διακωμωδώντας τη φασιστική Ιταλία, ψυχαγωγούσαν τα παιδιά.

Τα χρόνια της κατοχής ήταν μια φοβερή δοκιμασία για την Αθήνα ιδιαίτερα. Ένας ανελέητος αγώνας επιβίωσης. Πείνα, ταπείνωση, οι μπότες του κατακτητή, που ηχούσαν στα πεζοδρόμια, μας τρομοκρατούσαν. Οι σειρήνες, το τρέξιμο στα καταφύγια, άνθρωποι πεσμένοι χάμω, νεκροί από ασιτία, πρησμέενοι από αβιταμίνωση, ήταν όλα σκέτος εφιάλτης.

Σ’ αυτά τα τόσο δύσκολα χρόνια, η Μαρίκα συμμετείχε στην αντιστασιακή δραστηριότητα του ΕΑΜ. Βρέθηκε σε μυστικούς κρυψώνες, γεμάτους όπλα και πολεμοφόδια για να πάρει τον ελεύθερο τύπο και να τον μοιράζει τη νύχτα μετά την παράσταση στις πόρτες των σπιτιών.

Η Λέλα Καραγιάννη, η μεγάλη αγωνίστρια, το τελευταίο θύμα των Γερμανών -την εκτέλεσαν λίγο προτού αδειάσουν την Αθήνα από την παρουσία τους μαζί μεε άλλους 25 πατριώτες στον Υμηττό- εκτός των άλλωων σημαντικών αγώνων της κατά του κατακτητή, φυγάδευε Άγγλους αιχμαλώτους κρυφά με καϊκι και τους έστελνε στην Αίγυπτο. Όσοι απ’ αυτούς κατάφερναν να αποδράσουν είχαν τη διεύθυνση της Καραγιάννη, πήγαιναν εκεί, τους κρατούσε στο υπόγειο του σπιτιού της λίγες μέρες ώσπου να βρει σπίτια Ελλήνων αγωνιστών να τους διοχετεύσει και από κει τους φυγάδευε μυστικά έξω από την Ελλάδα.

Εκείνο τον καιρό πήγαινα σχολείο, στον “Ελικώνα” πάντα, και είχα συμμαθήτριά μου την μικρότερη κόρη από τα παιδιά της Καραγιάννη, τη Νεφέλη, που ήταν και πολύ αγαπημένη μου φίλη. Μια μέρα στην τάξη μέσα, την ώρα του μαθήματος, σκύβει και μου λέει κρυφά:

“Μπορεί η μαμά σου να κρύψει για κανά δυο μέρες στο σπίτι σας έναν Άγγλο στρατιώτη;” Τι επιπολαιότητα, Θεέ μου, αλλά και τι πάθος συνάμα, προκειμένου για την αντίσταση εμπιστεύονταν ακόμα και παιδιά της ηλικίας μας. Το σκέφτομαι τώρα κι ανατριχιάζω.

Την εποχή αυτή ο θείος μου, ο Κώστας, ο μεγάλος αδελφός της μητέρας μου ζούσε μαζί μας. Βρέθηκε στην Ελλάδα όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, αποκλείστηκε και δεν μπορούσε πια να μπαρκάρει, όπως έλεγε.

Ο θείος μου ο Κώστας. Τι τύπος ελεύθερος αυτός! Ναυτικός σε εμπορικά καράβια απ’ το 1913 που άφησε τη μάνα του και την αδελφή του μωρό και το ‘σκασε μακριά τους. Είχε κάνει οικογένεια. Συζήτησε η μαμά μαζί του το θέμα του Εγγλέζου, είπε κι εκείνος το ναι και μια νύχτα της κατοχής, ο Βύρωνας, ο Γιώργος και ο Νέλσονας, οι τρεις γιοι της Καραγιάννη, μεταμφιεσμένοι σε Γερμανούς αξιωματικούς, φέρνουν το δραπέτη από τις φυλακές του εχθρού στο σπίτι. Ένα ολόξανθο παλικάρι με μια μύτη πλακουτσωτή από τραυματισμό, με πρόσωπο κοκκινωπό, που έτσι και το συναντούσε κανείς στο δρόμο έκανε μπαμ πως ήταν Εγγλεζάκι.

Φόβος, τρόμος, νύχτα και το γνωστό ρίγος που μας δημιουργούσε η γεμάτη κακία, εχθρότητα και σκληράδα μπότα του γερμανού φαντάρου που σουλατσάριζε έξω από τα κλειστά παράθυρά μας. Αλλά κοντά μας είναι τρεις άντρες λεβέντες κι ένας ο θείος μου τέσσερις, μεγάλη παρηγοριά αλήθεια η παρουσία του αρσενικού σε δύσκολες ώρες. Το θερμόμετρο της ατμόσφαιρας έχει ανέβει σημαντικά. Εγώ νιώθω πολύ περήφανη γι’ αυτό που μας συμβαίνει εκείνη τη στιγμή. Η ζωή όλων μας κρέμεται σε μια κλωστή. Η φαντασία μου οργιάζει καθώς φαντάζομαι την πόρτα του σπιτιού μας να σπάει με μια κλοτσιά και να μας αρπάζουν τα σκληρά και άγρια χέρια του κατακτητή. Κι εμείς όλοι περήφανοι και γενναίοι ν’ ακολουθούμε τη μοίρα μας για τη λευτεριά της πατρίδας.  Στο πρόσωπο του νεαρού, αγνού, αλλά άτολμου θα ‘λεγα Άγγλου σμηνίτη, αυτή την εντύπωση μου είχε δώσει, έβλεπα τον ελευθερωτή μας, το φίλο σύμμαχο που θα μας έκανε πάλι να νιώσουμε αφεντικά στον τόπο μας.

Ο Άγγλος κουβέντα ελληνική, λέξη καμία. Ευτυχώς μιλούσα εγώ αγγλικά, αλλά και ο θείος μου, η μάνα μου κάτι λίγα, η γιαγιά μου καθόλου.

Οι Καραγιάννηδες, αφού κάναν τις συστάσεις, “Άντριου” τ’ όνομα του “συμμάχου και σωτήρα μας”, μας είπαν ποια θα ‘πρεπε να είναι η συμπεριφορά μας, δηλαδή να μη το πούμε πουθενά και σε κανέναν, το στόμα όλων κλειστό και όταν θα χτυπούσε το κουδούνι, ακόμα κι αν ακούγαμε γνώριμη φωνή, τη δικιά τους π.χ., να κρύβαμε πρώτα τον Άντριου κι ύστερα να ανοίγαμε. Αφού είπαν κι άλλα πολλά συνωμοτικά, μας καληνύχτισαν και φύγανε.

Την άλλη μέρα το πρωί στην αγορά, κάπου σ’ ένα χώρο κοντά στην Ομόνοια, κάποιοι τελευταίοι εναπομείναντες Ιταλοί πουλούσαν λάστιχα από αυτοκίνητα του στρατού και ο θείος μου τους έκανε το διερμηνέα. Σα ναυτικός που ήταν ήξερε αρκετές ξένες γλώσσες, καμία όμως σωστά, ούτε καν τα ελληνικά.

Κάποιοι Γερμανοί στρατιώτες περνώντας από εκεί και βλέποντας το μπούγιο, πλησίασαν για να δουν τι συμβαίνει. Δεν πρόλαβε κανείς να το σκάσει, τους πιάσαν στα πράσσα και του κουβάλησαν όλους, μαζί με το θείο μου, στον Γερμανό ανακριτή. Η πράξη αυτή θεωρήθηκε σαμποτάζ, μια πολύ σοβαρή κατηγορία, γιατί το υλικό που βγήκε στο παζάρι ήταν στρατιωτικό. Δε γνωρίζω τι απέγιναν οι Ιταλοί φαντάροι, ο θείος μου όμως ο φουκαράς, κλείστηκε στις φυλακές της Καλλιθέας για ένα χρόνο.

Φαντάζεσαι, λοιπόν, τη λαχτάρα μου, διηγείται η Μαρίκα. Μόνη με μια μάνα, ένα παιδί και ανάμεσά μας ένας εχθρός του κατοχικού στρατού. Στέλνω μήνυμα στους Καραγιάννηδες να έρθουν να τον πάρουν. Τα παιδιά έρχοναι αλλά αντί να εκτελέσουν την επιθυμία μου, βάφουν τα μαλλιά του αγοριού μαύρα, με βαφές που έφεραν μαζί τους και μου λένε πως σήμερα αύριο θα τον μεταφέρουν κάπου αλλού, ωσότου να βρουν καϊκι για την Αίγυπτο.

Η αγωνία μου μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο. Η γιαγιά σου πανήρεμη, της άρεσαν τρελά όλα αυτά τα γεγονότα. Είχε πλήρη άγνοια του κινδυνου ή καμωνόταν πως είχε. Αγαπούσε πολύ τους ανθρώπους και τον λυπόταν τον “καημενούλη τον Εγγλέζο, κάποια μάνα θα τον περίμενε κι αυτόν”, όμως ήταν και φανατική πατριώτισσα.

Να σου πω κάτι να γελάσεις, συνεχίζει η Μαρίκα, όταν γίνονταν βομβαρδισμοί και τα γερμανικά αεροπλάνα υψώνονταν για να επιτεθούν στα συμμαχικά, όποια δουλειά κι αν έκανε εκείνη τη στιγμή την παρατούσε, σήκωνε τις δυο παλάμες της ανοιχτές προς τον ουρανό και… “να παλιοκερατάδες που αιματοκυλήσατε τον κόσμο…”.

Ο Άντριου αντί για δυο-τρεις μέρες έμεινε κοντά μας έξι μήνες. Η Μαρίκα τα βράδια ήταν στο θέατρο, ως συνήθως, και η γιαγιά μου και εγώ το διασκεδάζαμε του καλού καιρού. Κάθε τόσο έρχονταν οι Καραγιάννηδες, μεταμφιεσμένοι πάντα σε Γερμανούς αξιωματικούς, παίρναν μαζί τους τον Άγγλο, τον βγάζανε βόλτα, μπορεί να τον πήγαιναν και σε καμιά γυναίκα, ποιος ξέρει, νέο παιδί ήταν και τον φέρναν πάλι πίσω οι ίδιοι. […] Μια νύχτα αργά πολύ, συνωμοτικά όπως πάντα, ήρθαν οι Καραγιάννηδες. Γρήγορα-γρήγορα μάζεψαν τα πάγματα του Άντριου  και τον πήραν σηκωτό σχεδόν. Δεν προφτάσαμε καν να τον αποχαιρετήσουμε. “Πρέπει να φύγει αμέσως, απόψε, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος”, μας είπαν και εξαφανίστηκαν μέσα στο σκοτάδι.

Το επόμενο πρωί, χάραμα, δεν είχε φέξει ακόμα, χτύπησε η πόρτα μας. Ήταν δυο Γερμανοί. Έψαξαν όλο το σπίτι, πάνω, κάτω, πήγαν στο υπόγειο, την αυλή, στην ταράτσα, παντού. Ερεύνησαν και τα διπλανά σπίτια, γύρισαν όλο το τετράγωνο. Τότε καταλάβαμε πως κάποιος μας είχε προδώσει, τη γλιτώσαμε  ευτυχώς χάρη στο κατασκοπικό δίκτυο της Καραγιάννη.

Ύστερα από καιρό μάθαμε πως εκείνο το βράδυ ο Εγγλέζος σαλπάρησε μ’ ένα καϊκι για την Αίγυπτο. Δεν ξανακούσαμε τίποτα γι’ αυτόν. Ζει; Σκοτώθηκε στον πόλεμο; Ποιος ξέρει…

  • Γκέλυ Μαυροπούλου, Όσα δεν είπαμε τότε… “Σοφίας Μέλαθρον¨Κ. & Π. Σμπίλιας. Αθήνα 1999

_______________________________________

Η Γκέλυ ή Γκέλλυ Μαυροπούλου είναι ηθοποιός. Γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου του 1932 στη Θεσσαλονίκη. Γονείς της ήταν οι επίσης ηθοποιοί Άγγελος Μαυρόπουλος (1901 – 1979) και Μαρίκα Κρεβατά (1910 – 1994). Σπούδασε στη Γαλλική Ακαδημία Αθηνών και στη Δραματική Σχολή του «Θεάτρου Τέχνης» του Καρόλου Κουν. Καθηγητές της στη σχολή, ήταν μεταξύ άλλων ο Κάρολος Κουν, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος και ο Μίνως Βολανάκης.

Από τη σχολή αποφοίτησε το 1955 και την ίδια χρονιά, έκανε την πρώτη της θεατρική εμφάνιση στο θέατρο «Ρεξ – Κοτοπούλη» – όπου την καλλιτεχνική διεύθυνση είχε ο Δημήτρης Μυράτ, με το έργο «Επτά χρόνια φαγούρα» του Άξελροντ, στο πλευρό της Μελίνας Μερκούρη.

Το καλοκαίρι του 1956 συνεργάστηκε με τον θίασο Σαμαρτζή Μαρίκα Κρεβατά-Λάμπρος Κωνσταντάρας) στα έργα «Χτυποκάρδια» του Στέφανου Φωτιάδη και «Ψηλά τα χέρια» του Δημήτρη Γιαννουκάκη (στον ρόλο της Ρίτας). Την περίοδο 1955-1956 προσελήφθη ως πρωταγωνίστρια στον θίασο Ντίνου Ηλιόπουλου-Μίμη Φωτόπουλου και έπαιξε στις κωμωδίες «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» του Αλέκου Σακελλάριου και «Μια τσουκνίδα στις βιολέττες» του Χρήστου Γιαννακόπουλου.

Την περίοδο 1956-1957 προσελήφθη ως πρωταγωνίστρια στο θέατρο «Ρεξ – Κοτοπούλη», όπου έπαιξε τη Δυσδαιμόνα στην τραγωδία του Σαίξπηρ «Οθέλλος», στο πλευρό του Μάνου Κατράκη και του Δημήτρη Μυράτ, ενώ συμμετείχε και στα έργα «Σιμούν» του Λενορμάν (στον ρόλο της Κλοτίλδης Λωρανσύ, τον οποίο έπαιζε εναλλάξ με την Αλίκη Βουγιουκλάκη), «Ντούο Σεμπαστιάνι» των Χ. Λίντσαιη και Ρ. Κρουζ, «Κόσμος και κοσμάκης» του Σκαρπέτα, «Το πρώτο ραντεβού» του Ηλία Μπακόπουλου. Το καλοκαίρι του 1957 ήταν συμπρωταγωνίστρια του Μίμη Φωτόπουλου στην κωμωδία του Στέφανου Φωτιάδη «Ο θηριοδαμαστής».

Την περίοδο 1957-1961 πρωταγωνίστησε σε σημαντικές παραστάσεις του «Εθνικού Θεάτρου», συνεργαζόμενη με σκηνοθέτες όπως ο Αλέξης Μινωτής, ο Αλέξης Σολομός, ο Δημήτρης Ροντήρης, ο Κωστής Μιχαηλίδης και ηθοποιούς όπως η Κατίνα Παξινού, ο Χριστόφορος Νέζερ, ο Νίκος Παρασκευάς, ο Λυκούργος Καλλέργης, ο Θάνος Κωτσόπουλος, η Βάσω Μανωλίδου, ο Στέλιος Βόκοβιτς, η Άννα Συνοδινού, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ.· Υποδύθηκε, μεταξύ άλλων, την Γκέλντα στο έργο «Το σκοτάδι είναι αρκετά φωτερό» του Κρίστοφερ Φράυ (1957), τη Ρεγγίνα στο έργο «Βρυκόλακες» του Ίψεν (1958), τη Βάγια στο έργο «Ιουλιανός ο παραβάτης» του Νίκου Καζαντζάκη (1959), την Μπιάνκα στο έργο «Το ημέρωμα της στρίγγλας» του Σαίξπηρ, τη Μαριάννα στο έργο «Ο φιλάργυρος» του Μολιέρου (1960), την Έλενα στο έργο «Οργισμένα νιάτα» του Τζων Όσμπορν (1960), ενώ το καλοκαίρι του 1959 πραγματοποίησε τη μοναδική της εμφάνιση στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, ερμηνεύοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο της θεάς Αθηνάς στην «Ορέστεια» του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη.
Τη θερινή περίοδο 1961 η Γκέλυ Μαυροπούλου πρωταγωνίστησε στο πλευρό του Χρήστου Ευθυμίου στην κωμωδία «Σκάνδαλα στην εξοχή» του Δημήτρη Γιαννουκάκη στο «Θέατρο Εθνικού Κήπου».
Τη χειμερινή περίοδο 1961-62 συγκρότησε θίασο με τον Χρήστο Ευθυμίου και τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο και ανέβασαν στο θέατρο «Μπουρνέλλη» τα έργα «Ο κύριος πάει κυνήγι» του Ζωρζ Φεντώ (σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη), «Ποιος είναι ο Λύσσανδρος» των Γιάννη Μαρή-Δημήτρη Ευαγγελίδη, «Ερωτικές συμβουλές» του Δημήτρη Γιαννουκάκη και «Ο Αλέκος είναι γυναίκα» του Στέφανου Φωτιάδη.

Την περίοδο 1962-1963 συγκρότησε θίασο με τον τότε σύζυγό της, τον Στέφανο Στρατηγό, και παρουσίασαν στη Θεσσαλονίκη και σε περιοδεία τα έργα «Τα κόκκινα φανάρια» του Αλέκου Γαλανού, «Χρυσή μου Ρουθ» του Νόρμα Κράσνα και «Ανυπόμονη καρδιά» του Τζων Πάτρικ.

Το καλοκαίρι 1964 ο θίασος Γκέλυς Μαυροπούλου παρουσίασε στο «Αττικό Θέατρο» την κωμωδία «Διαζύγιο α λα Ρωσικά» του Βαλεντίν Κατάγεφ (με σύμπραξη του Γιώργου Πάντζα, της Βιβέττας Τσιούνη και του Ανδρέα Μπάρκουλη) και την κωμωδία «Το υπόγειο της Λέλας» των Βασίλη Ιμπροχώρη-Ιάσονα Βροντάκη (με συμπρωταγωνιστές τον Γιώργο Πάντζα, τη Μαρίκα Κρεβατά, τον Στέφανο Στρατηγό και τον Κώστα Καρρά).

Τη χειμερινή περίοδο 1965-66 ο θίασος Γκέλυς Μαυροπούλου-Διονύση Παπαγιαννόπουλου ανέβασε στο θέατρο «Αλάμπρα» τα έργα «Πώς να γίνετε πλούσιοι» του Γεράσιμου Σταύρου και «Η κυρία του κυρίου» των Νίκου Τσιφόρου – Πολύβιου Βασιλειάδη.

Την περίοδο 1966-1967 η Μαυροπούλου ανέβασε, μαζί με τον Ανδρέα Μπάρκουλη, το έργο της Μαίρη Χέιλυ Μιλς «Ήξερα πως θα έρθεις» στο «Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς»

και την περίοδο 1968-69 ήταν πρωταγωνίστρια του θιάσου του Δημήτρη Χορν στο θέατρο «Βρετάνια» στα έργα «Δον Ζουάν» του Μολιέρου (στον ρόλο της Καρλότας) και «Η καλή καρδιά της Ελεονώρας» του Τζων Κρομστάιλ (στον ρόλο της Ρούσα).

Το 1970 η Γκέλυ Μαυροπούλου επανέλαβε, με δικό της θίασο, την κωμωδία «Η κυρία του κυρίου».

το 1971 συνεργάστηκε με το «Θεατρικό Εργαστήρι» του Δημήτρη Κωνσταντινίδη, ερμηνεύοντας τη Νάστιενκα στις «Λευκές νύχτες» του Ντοστογιέφσκι, και συγκρότησε θίασο με τον Θανάση Μυλωνά και τον Νίκο Τσούκα, με τους οποίους παρουσίασε στο θέατρο «Βέμπο» την κωμωδία «Η ταβέρνα του Σωκράτη» των Άλκη Παππά-Γιάννη Πολίτη (στον ρόλο της Αρετής).

Το 1972 υποδύθηκε τη Φωτεινή στο δραματικό μιούζικαλ των Κώστα Καραγιάννη-Νίκου Καμπάνη-Διονύση Τζεφρώνη «Πενήντα χρόνια δάκρυα, πενήντα χρόνια γέλια», σε μουσική Δήμου Μούτση και συμπρωταγωνιστές τον Γιάννη Βόγλη και τον Σταύρο Ξενίδη στο θέατρο «Καλουτά».

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, επίσης, παρουσίασε, με δικούς της θιάσους, τα μονόπρακτα «Άνθρωποι και άλογα» και «Η κυρία που δεν πενθεί» του Κώστα Μουρσελά (1973-74, θέατρο «Χατζώκου» Θεσσαλονίκης), «Μια κυρία από τα μπουζούκια» του Γιώργου Κατσαμπή (1974-75, θέατρο «Αυλαία» Πειραιώς), «Μία σου και μία μου» των Νίκου Τσιφόρου-Πολύβιου Βασιλειάδη (1976, θέατρο «Φλορίντα», με συνθιασάρχη τον Τάκη Μηλιάδη), «Πορτοφολά αγάπη μου» του Γιώργου Κατσαμπή (1976-77, θέατρο «Χατζώκου» Θεσσαλονίκης, με συνθιασάρχη τον Γιώργο Κάππη), «Χιροσίμα αγάπη μου» της Μαργκερίτ Ντυράς (1977, φεστιβάλ Ιθάκης), «Γυμνός έρωτας» του Μαρσέλ Ασάρ (1977-1978, «Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς», με συνθιασάρχη τον Κώστα Πρέκα), συνεργάστηκε με το «Λαικό Πειραματικό Θέατρο» του Λεωνίδα Τριβιζά στα έργα «Ερυθρά νήσος» του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ και «Ποπολάρος» του Γρηγορίου Ξενόπουλου (1978-79, θέατρο «Πορεία») και συμπρωταγωνίστησε με τον Άγγελο Αντωνόπουλο, τον Τάκη Μηλιάδη, τον Γιώργο Τζώρτζη, την Τόνια Καζιάνη κ.ά. στο τολμηρό έργο «Ωχ»! της Μαριέττας Ριάλδη (1979-80, θέατρο «Μινώα»).

Τη δεκαετία του 1980 η Μαυροπούλου συμπρωταγωνίστησε με τον Γιάννη Γκιωνάκη στην κωμωδία «Κίμων ο νεόπλουτος» των Νίκου Καμπάνη και Βύρωνα Μακρίδη (1980, θέατρο «Αθηνά»), ερμήνευσε τον κεντρικό ρόλο στο έργο του Ίψεν «Αρχιμάστορας Σόλνες» (1981-82, «Ασκητικό Θέατρο», σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μάριου), πρωταγωνίστησε στις παραστάσεις του «Λαικού Πειραματικού Θεάτρου» «Κατ’ οίκον εργασία’»’ του Φραντς Ξαβιέρ Κρετς (στον ρόλο της Μάρθας), «Η εξορία» του Παύλου Μάτεσι (στον ρόλο της Νύφης) και «Οι παραθεριστές» του Μαξίμ Γκόρκι(στον ρόλο της Βαρβάρα Μιχαήλοβνα, στο πλευρό του Βασίλη Διαμαντόπουλου, του Πέτρου Φυσσούν, του Θανάση Μυλωνά και του Γιώργου Κυρίτση), πάντα σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά στο θέατρο «Πορεία», και επέστρεψε στο «Εθνικό Θέατρο» κατά το διάστημα 1984-1992, παίζοντας την Ελένη στο έργο «Οι έφηβοι» του Γιάννη Χρυσούλη (1984, σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου), την Ντορίνα στο έργο «Ταρτούφος» του Μολιέρου (1985, σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού), την Άννα Αντρέγιεβνα στο έργο «Ο επιθεωρητής» του Νικολάι Γκόγκολ (1988, σκηνοθεσία Κώστα Μπάκα).

Το 1991 πραγματοποίησε την τελευταία μέχρι σήμερα θεατρική της εμφάνιση, παίζοντας τον ρόλο της Μπελίνα στο έργο «Ο κατά φαντασίαν ασθενής» του Μολιέρου.

Στον κινηματογράφο η Γκέλυ Μαυροπούλου εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1953 με την ταινία Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται του Γιώργου Λαζαρίδη και ακολούθησαν πρωταγωνιστικοί ρόλοι σε περισσότερες από 40 ακόμη ταινίες που καλύπτουν όλα τα είδη του ελληνικού κινηματογράφου της περιόδου 1950-1980, κλασικές κωμωδίες (Η ωραία των Αθηνών, του Νίκου Τσιφόρου, 1954· Η θεία από το Σικάγο του Αλέκου Σακελλάριου, 1957· Ο Φανούρης και το σόι του του Δημήτρη Ιωαννόπουλου, 1957· Ευτυχώς τρελάθηκα του Κώστα Ανδρίτσου, 1961· Εταιρεία θαυμάτων του Στέφανου Στρατηγού, 1962· Η κυρία του κυρίου του Γιάννη Δαλιανίδη, 1962· Ο ανακατωσούρας του Γρηγόρη Γρηγορίου, 1967), μελοδράματα (Κόκκινα τριαντάφυλλα του Κώστα Ανδρίτσου, 1955· Το φυντανάκι του Ιάσονα Νόβακ, 1955· Το παραστράτημα μιας αθώας του Κώστα Ανδρίτσου, 1959· Ο δρόμος με τα κόκκινα φώτα του Κώστα Καραγιάννη, 1963· Κάθε λιμάνι και καημός του Όμηρου Ευστρατιάδη, 1964), αντιστασιακές περιπέτειες (Οι γενναίοι πεθαίνουν δυο φορές του Τάκη Βουγιουκλάκη, 1973), ιστορικά δράματα (Ο Αλή Πασάς και η κυρα-Φροσύνη του Στέφανου Στρατηγού, 1959), ταινίες φουστανέλας (Η Μυρτιά του Κώστα Καραγιάννη, 1961), φιλμ-νουάρ (Έγκλημα στο Κολωνάκι του Τζανή Αλιφέρη, 1960· Απαγωγή του Κώστα Καραγιάννη, 1964· Έξοδος κινδύνου του Νίκου Φώσκολου, 1980), κατασκοπευτικά θρίλερ (Η λεωφόρος της προδοσίας του Χρήστου Κυριακόπουλου, 1969), ακόμη και ταινίες του νέου ελληνικού κινηματογράφου (Ταξείδι του μέλιτος του Γιώργου Πανουσόπουλου, 1979).

Η τελευταία κινηματογραφική της εμφάνιση πραγματοποιήθηκε στην ταινία 17 σφαίρες για έναν άγγελο (1981) των Νίκου Φώσκολου-Τάκη Βουγιουκλάκη. Οι μεγαλύτερες κινηματογραφικές επιτυχίες της θεωρούνται ο ρόλος της Κατίνας, της ανύπαντρης κοπέλας που πρέπει πάση θυσία να αποκατασταθεί στην ταινία Ο Φανούρης και το σόι του (1957) του Δημήτρη Ιωαννόπουλου, πλάι στον Μίμη Φωτόπουλο, ο ρόλος της Εύας, της πονηρής και φιλόδοξης μεσοαστής που κατευθύνει την καριέρα του συζύγου της, στην ταινία Η κυρία του κυρίου (1962) του Γιάννη Δαλιανίδη, πλάι στον Ντίνο Ηλιόπουλο, και ο ρόλος της Δήμητρας, της χήρας του επισμηναγού Αυγέρη, που προσλαμβάνει έναν σωσία για να υποδυθεί τον άντρα της, στην ταινία του Τάκη Βουγιουκλάκη Οι γενναίοι πεθαίνουν δυο φορές (1973) του Τάκη Βουγιουκλάκη, πλάι στον Άγγελο Αντωνόπουλο. Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι η πρωταγωνίστρια που λάνσαρε το ροκ-εν-ρολ στον ελληνικό κινηματογράφο, μαζί με τον Θεόδωρο Δημήτριεφ, στην ταινία Η θεία απ’ το Σικάγο (1957).

Τηλεόραση

Αξιόλογη ήταν και η εμφάνισή της στη τηλεόραση, όπου έκανε το ντεμπούτο της το 1971 στην αστυνομική σειρά του Νίκου Φώσκολου 13ον ανακριτικόν γραφείον. Αμέσως μετά πρωταγωνίστησε, στον ρόλο της Χριστίνας Ψάχου, στη μεγαλύτερη επιτυχία της ελληνικής τηλεόρασης, τη θρυλική σειρά Άγνωστος πόλεμος (1971-1974) των Νίκου Φώσκολου (σενάριο, σκηνοθεσία) και Κώστα Κουτσομύτη (σκηνοθεσία), στο πλευρό του Άγγελου Αντωνόπουλου. Το 1973 ερμήνευσε την Αγία Ελένη στη σειρά Εν τούτω νίκα του Νίκου Φώσκολου. Ακολούθησαν πρωταγωνιστικοί ρόλοι στις σειρές Τα αρραβωνιάσματα (1983) και Ποιος σκότωσε τον Άβελ (1988).

Άλλες δραστηριότητες

Μετέφρασε τα θεατρικά έργα Χωριστά τραπέζια του Τέρενς Ράτιγκαν (ανέβηκε το 1965-66 από τον θίασο Μάνου Κατράκη-Έλσας Βεργή) και Σύστημα Φαμπρίτζι του Αλμπέρ Υσόν (ανέβηκε το 1973 από τον θίασο Άγγελου Αντωνόπουλου).

Υπήρξε μέλος του ΔΣ του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ).

Μεταπολιτευτικά, είχε πολιτική δράση στο ΠΑΣΟΚ ως μέλος της Επιτροπής Πολιτισμού του Κινήματος, ενώ στις εκλογές της περιόδου 1989-1990 ήταν υποψήφια βουλευτής Α΄ Αθηνών.

Τιμήθηκε από το θεατρικό Φεστιβάλ Ιθάκης (1977) για την ερμηνεία της στο έργο Χιροσίμα, αγάπη μου. Επίσης, τιμήθηκε με το Βραβείο «Κυβέλη» το 2008 για το σύνολο της θεατρικής της σταδιοδρομίας. Σύζυγός της, κατά το διάστημα 1955-1967, υπήρξε ο επίσης ηθοποιός Στέφανος Στρατηγός (1923 – 2006).


Πηγή: timesnews.gr