ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΙΑΚΟΣ*

Η Κύπρος στην ποίηση του Σεφέρη

Ο ΣΕΦΕΡΗΣ δεν πρόσφερε μόνο, δέχτηκε κιόλας από την Κύπρο πλουσιότατα δώρα. «Τά ποιήματα τῆς συλλογῆς αὐτῆς, ἐκτός ἀπό δύο», ομολογεί ο ίδιος στο επεξηγηματικό σημείωμα που κλείνει το “…Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν”, «μοῦ δόθηκαν τό φθινόπωρο τοῦ ’53 ὅταν ταξίδεψα πρώτη φορά στήν Κύπρο. Ἧταν ἡ ἀποκάλυψη ἑνός κόσμου καί ἦταν ἀκόμη ἡ ἐμπειρία ἑνός ἀνθρώπινου δράματος πού, ὅποιες καί νά’ ναι oἱ σκοπιμότητες τῆς καθημερινῆς συναλλαγῆς, μετρᾶ καί κρίνει τήν ἀνθρωπιά μας. Ξαναπῆγα στό νησί στά ’54. Ἀλλά καί τώρα ἀκόμη πού γράφω τοῦτο σ’ ἕνα πολύ παλιό ἀρχοντικό στά Βαρώσια ἕνα σπίτι πού πάει νά γίνει φυτό, μοῦ φαίνεται πώς ὅλα κρυσταλλώθηκαν γύρω ἀπό τίς πρῶτες, τίς νωπές αἰσθήσεις ἐκείνου τοῦ ἀργοπορημένου φθινοπώρου. Ἡ μόνη διαφορά εἶναι πού ἔγινα ἀπό τότε περισσότερο οἰκεῖος, περισσότερο ἰδιωματικός. Καί συλλογίζομαι πώς ἄν ἔτυχε νά βρῶ στήν Κύπρο τόση χάρη, εἶναι ἴσως γιατί τό νησί αὐτό μοῦ ἔδωσε ὅ,τι εἶχε νά μοῦ δώσει σ’ ἕνα πλαίσιο ἀρκετά περιορισμένο γιά νά μήν ἐξατμίζεται, ὅπως στίς πρωτεύουσες τοῦ μεγάλου κόσμου, ἡ κάθε αἴσθηση, καί ἀρκετά πλατύ γιά νά χωρέσει τό θαῦμα».

Αυτό λοιπόν το μαγικό “πλαίσιο”, βαρύτιμη προσφορά του νησιού στον πνευματικόν άνθρωπο και στον διπλωμάτη Σεφέρη, στάθηκε ταυτόχρονα και δημιουργική αφορμή για ποιητικό αναφτέρωμα. Έτσι, στη λυρική συγκομιδή του ποιητή συναριθμήθηκαν  και τα “Ποιήματα για την Κύπρο”, ο “Νεόφυτος ο Έγκλειστος μιλά -” και το “…Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν”. Είναι συναριθμήσεις, που όλες τους, βέβαια, συγκροτούν στιλπνές επιτεύξεις του νεοελληνικού Λυρισμού. Που υπαινίσσονται όμως, παράλληλα, και κάποιαν εξόφληση πνευματικού δανείου: του δανείου που όφειλε ο Σεφέρης στην Κύπρο, στο κλίμα, στην ιστορία της, στους αγώνες της, στην “αρετής έφεσιν” του λαού της και στη φύση της, αφού όλα τους στάθηκαν ικανά να του εμπνεύσουν τόσο σημαντικά ποιήματα.

***

Τα “Ποιήματα για την Κύπρο”, πρωτοτυπωμένα στο περιοδικό “Κυπριακά Γράμματα” του Νίκου Κρανιδιώτη, τραβήχτηκαν την ίδια χρονιά (1954) και σε ανάτυπο, στη Λευκωσία. Ο “Νεόφυτος” τυπώθηκε στην Αθήνα το 1955, και το “…Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν”, στην Αθήνα πάλι, την ίδια χρονιά. Η τελευταία αυτή ποιητική συλλογή, που ο τίτλος της είναι δανεισμένος από στίχο της ευριπίδειας “Ελένης”, αποτελεί, αναμφισβήτητα, και την κορύφωση της λυρικής αντιπροσφοράς του Σεφέρη στην Κύπρο. Όχι μονάχα γιατί ο ποιητής είχεεντάξει σ’ αυτήν και τα κυπριακά συνθέματα από τις δυο προηγούμενες συλλογές του, αλλά και γατί, μαζί με τα νέα του “κυπριακά”, τα ποιήματα της συλλογής “…Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν” συναπαρτίζουν όλα τους έναν λυρικά βαρυσήμαντον ύμνο στη μαρτυρική Μεγαλόνησο.

Για τη σύνθεση του ύμνου αυτού ήταν ήδη προπαρασκευασμένος ο ποιητής και ιστορικά και πνευματικά και ψυχολογικά. Ξεριζωμένος κι εκείνος, από τα πάτρια χώματα της γελαστής Ιωνίας, είχε βρει ζωντανεμένο στην Κύπρο το διαιώνιο ελληνικό δράμα: τη θλιβερή μοίρα της -εδαφικής τουλάχιστον- αποκοπής από το ενιαίο Γένος. Στη σεφερικήν όμως συλλογή του 1955 διαφαίνεται καθαρά και μια ταύτιση του Έλληνα ποιητή με τον Τεύκρο. Τ’ ομολογεί έμμεσα και ο ίδιος:

                 η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα
μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό ο γυρογιάλι.

Η μοίρα λοιπόν δεν “εθέσπισε” μόνο τον Τεύκρο στην Κύπρο. Είχε χρησμοδοτήσει και για τον Σεφέρη την ίδια πορεία. Έτσι, ο τίτλος της συλλογής δεν είναι λόγος μόνο του τελαμώνειου Τεύκρου, είναι και λόγος του Σεφέρη της Ιωνίας, της προαιώνιας Ιωνίας, αλλά και της Ιωνίας του 1922, που με άλλη μορφή μας θυμίζει τη μοίρα της Κύπρου.

Τα 17 ποιήματα της συλλογής τιτλοφορούνται: Αγιάναπα Α΄, Όνειρο, Λεπτομέρειες στην Κύπρο, Επικαλέω τοι τον θεόν, Ελένη, Αγιάναπα Β΄, Μνήμα Α΄, Ο Δαίμων της πορνείας, Στα περίχωρα της Κερύνειας, Πραματευτής από τη Σιδώνα, Τρεις μούλες, Πενθεύς, Νεόφυτος ο Έγκλειστος μιλά -, Μνήμη Β΄, Σαλαμίνα της Κύπρος, Ευριπίδης Αθηναίος, Έγκωμη.

Από τα πιο εξωτερικά ώς τα πιο ¨εσωτερικά” του γνωρίσματα, το βιβλίο τούτο του Σεφέρη πλημμυρίζει από Κύπρο. Εκτός από τις δυο “Μνήμες” (Α΄ και Β΄), ακόμα κι ο “Ευριπίδης, Αθηναίος” είναι απαύγασμα κυπριακών βιωμάτων και αναμνήσεων, μ’ εκείνες τις “φωτιές της Τροίας”, τις “ζωγραφιές της θάλασσες” και τις “φλέβες των ανθρΏπων σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια”. Στην προμετωπίδα της “έκδοσης πολυτελείας” εικονίζεται, σχεδιασμένο από τον καλλιτέχνη Γ. Σικελιώτη, κυπριακό αρχαϊκό ειδώλιο της Αφροδίτης, ενώ η αφιέρωση του βιβλίου γίνεται “στον Κόσμο της Κύπρου, Μνήμη και Αγάπη”. “Ο ποιητής, γράφει σχετικά ο καθηγητής Γ.Π. Σαββίδης [Βλ. «Για τον Σεφέρη, τιμηττικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της “Στροφής”», 1961, σελ. 310] έζησε το Κυπριακό (όπως και κάθε άλλο εθνικό δράμα, από όσα υφάνθηκαν με την ζωή του) ως ανθρώπινο δράμα – του κυπριακού λαού και δικό του. Είδε τον κόσμο του, αυτόν που μόλις είχε ξαναβρεί, να κινδυνεύει ν’ αφανιστεί από το χέρι  των “φίλων του άλλου πολέμου”. Το επιβεβαιώνει εκείνη του η σπαραχτική επίκληση (“σ’ όλη την ποίηση του Σεφέρη, δεν θυμαμαι, παρατηρεί ο Σαββίδης, πιο -κυριολεκτικά- σπαρακτική επίκληση από τούτη”):

Κύριε, βόηθα να θυμόμαστε
πώς έγινε τούτο το φονικό·
την αρπαγή το δόλο την ιδιοτέλεια,
το στέγνωμα της αγάπης·
Κύριε, βόηθα να τα ξεριζώσουμε…

Είναι η επίκληση, που δεν θ’ αργήσει να σμίξει με το σαρκασμό της εύστοχης παραλλαγής του σαιξπηρικού στίχου (από τον “Οθέλλο”, IV, α΄):

Καλώς μας ήρθατε στην Κύπρο,
αρχόντοι! Τράγοι και μαϊμούδες!

Σαρκασμό, που τον νομιμοποιεί, ακόμα και η παλιότερη “αφίσα” του Βρετανικού Τουρισμού για την Κύπρο: “You are welcome, Sir, to Cyprus… Shakespeare”! “Ένα τέτοιο κέντημα, καθώς έχει σημειώσει ο Α. Καραντώνης [“Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης”, 1957], μας δίνει ο Σεφέρης. Αλλά στο βάθος, το κύριο θέμα του είναι να προβληθεί μια ακόμα όψη του κυπριακού θαύματος, μέσα από την ανάδειξη ενός διαλεκτικού σχχήματος, μιας “θέσης και αντίθεσης”, όπου αντιδιαστέλλονται δυο αισθητικές, δυο κόσμοι, δυο τοπία. Η Δύση και η Ελλάδα. Ο Όμηρος και ο Σαίξπηρ. Η ομίχλη και το ελληνικό φως. Η Σκωτία με τα κλασικά της φαντάσματα και το ηλιόγλυπτο κυπριακό βουνό Άγιος Ιλαρίων”. Οι κυρίες που μιλούν (στο βιβλίο του Σεφέρη) με ψυχαναλυτικούς όρους και με εικόνες από την Αγγλία, ενδιαφέρονται τρομερά  για κάποιον κύριο που είναι “κυνικός και φιλέλλην”, για να περάσουν ύστερα στο κυπριακό τοπίο. “Η μια κυρία, κατά τα σχόλια του Καραντώνη, μιλεί για το τοπίο αυτό μ’ εκείνον το θαυμασμό και την αντίδραση μαζί, που νιώθει ένας μορφωμένος βάρβαρος μπροστά στο ελληνικό κλασικό θαύμα. Ας θυμηθούμε τον Μωρίς Μπαρρές και ττον Αββά Μπρεμόν. Μια αντίδραση, που παραμένοντας αθέλητος ύμνος, αντιδιαστέλλει οριστικά τον γοτθικό ή τον δυτικό από τον ελληνικό ρυθμό· την ομίχλη της αβεβαιότητας και της μεταφυσσικής του βορρά από τον ξεκομμένο και ανάγλυφο κόσμο της Ελλάδας. Λέει λοιπόν η μια κυρία, μη μπορώντας να υποφέρει το απόλυτο και την “ανακριτική δύναμη” του ελληνικού, του κυπρικού ήλιου:

                                                                         -Α! τούτη η θέα
που όλο ρωτά κι όλο ρωτά. Προσέχετε κάποτε τον καθρέφτη,
πώς κάνει εντάφιο το πρόσωπό μας; Και τον ήλιο τον κλέφτη,
πώς παίρνει τα φτιασίδια μας κάθε πρωί; Θα προτιμούσα
τη ζεστασιά του ήλιου χωρίς τον ήλιο· θ’ αποζητούσα
μια θάλασσα που δεν την απογυμνώνει· ένα μαβί χωρίς φω νή,
χωρίς αυτή την ανάγωγη ανάκριση την καθημερινή.
Θα με ξεκούραζε το σιωπηλό χάδι της ομίχλης στα κρόσια του ονείρου·
αυτός ο κόσμος δεν είναι ο δικός μας, είναι του Ομήρου…

Και πολύ σωστά συμπεραίνει ο εγκυρότερος μελετητή του Σεφέρη, πως η ποίησή μας ελάχιστα τέτοια κομμάτια έχει, που να δείχνουν με τόση λεπτότητσ, με τόση διακριτικότητα και ευγυία, αλλά και μαζί κρυμμένην υπερηφάνεια, την αντίθεση του ελληνικού, του ομηρικού, με κάθε τι “φράγκικο”.

Δεν είναι λοιπόν ο σαρκασός μόνο και η επίκληση που προαναφέραμε, είναι και όλη αυτή η αντίθεση, που άλλοτε άμεσα και με ενάργεια και άλλοτε υπαινικτικά προβάλλεται σε όλο σχεδόν το έργο του Σεφέρη για να τον διαφοροποιήσει και να τον ξεμακρύνει από τα λίγα εκείνα που του καταμαρτύρησαν μερικοί κριτικοί του [Βλ. ΆρηΔικταίου: Γιώργου Σεφέρη “…Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν…”, περ. Καινούρια Εποχή, Άνοιξη 1956, σσ. 253-256] γύρω από τη “θέση” του αντίκρυ στον αγώνα της ΕΟΚΑ. Πώς, δηλαδή, τη στιγμή που ο κυπριακός λαός αγωνιζόταν ένοπλα για τα όσια  και τα ιερά του, ήταν βαρύ να γράφει κανένας πως ένας ολόκληρος πόλεμος, ο… τρωικός, (επομένως και κάθε παραπλήσιος αγώνας) γίνεται για έενα τίποτε, για κάποιο φάσμα, “για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη”!

***

Η παράξενη αυτή αναδρομή στον τρωικό πόλεμο και ο ανομολόγητος παραλληλισμός του με τον κυπριακόν απελευθερωτικό αγώνα ήταν, σίγουρα, όχι μονάχα εξω αλλά και contra στις προθέσεις του ποιητή – και είναι στ’ αλήθεια περίεργος ο συσχετισμός τους. Οφείλεται, όπως νομίζουμε, σε αδικαιολόγητες στοιχειώσεις ή σε ακατανόητες παρανοήσεις, όχι μονάχα της “Ελένης” του, αλλά και μερικών άλλων, εξίσου αστοιχείωτων, κατά τη γνώμη μας συσχετισμών με στίχους από το ποίημα του Σεφέρη “Ο Δαίμων της πορνείας”:

Ο φρόνιμος τη μοίρα δεν τηνε ξαγριευει.
Όχι· δεν είμαστε ταγμένοι για να πούμε
πού είναι το δίκιο. Το δικό μας χρέος
είναι να βρούμε το μικρότερο κακό.
Κάλλιο ένας να πεθάνει από το ριζικό του
παρά σε κίντυνο να μπούμε εμείς και το ρηγάτο.

Μολαταύτα, εξόφθαλμο είναι – και ο ίδιος ο ποιητής, από το 1950 ήδη, το έχει ξεκαθαρίσει στο “Ένα γράμμα για την Κίχλη” [Βλ. Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, Δ΄, 12, Ιούλιος-Αύγ. 1950. Πρβλ. και Γ.Π. Σαββίδη, όπου π., σημ. 1, σσ. 360-362]. Μιλώντας εκεί για τους “Ελπήνορες”, παρατηρούσε: “Ωστόσο, ας μην ξεχνούμε πως οι άκακοι αυτοί άνθρωποι, επειδή ακριβώς είναι εύκολοι, είναι συχνά οι καλύτεροι φορείς του κακού που έχει αλλού την πηγή του”.

Είναι λοιπόν καθαρή και απλή η φωνή του Σεφέρη, τυπωμένη είκοσι ολόκληρα χρόνια πριν πεθάνει, – αλλά και ύστερα απ’ το θάνατό του. Αλλά και οι απόκοσμες οι φωνές, οι ψίθυροι και οι ασώματες ή οι φευγαλέες παρουσίες, που κυκλοφορούν σε κάθε σελίδα τού “…Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν…”, είναι πολλές, καθαρές και απλές όλς. Ο καθηγητή Σαββίδης μας θυμίζει ανάεσά τους κι εκείνον τον καταπληκτικά υποβλητικό στίχο από την “Ελένη”:

“Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες”.

Οι φωνές και οι ψίθυροι τούτοι έρχονται από το κυπριακό ύπαιθρο, πηγάζουν από τον πλούτο των ιστορικών και λογοτεχνικών αναφορών της “Κύπρου”, από τη μακρινή θύμηση της ουράνιας -κάποτε και της πάνδημης- Αφροδίτης, από τον Έγκλειστο Νεόφυτο του 12ου αιώνα, από τον Λεόντιο Μαχαιρά του 15ου, – ακόμα και από μνήμες του Δάντη και του Σαίξπηρ… Και λούζονται όλα στο “ανακριτικό” φως του κυπριακού ήλιου, σε τούτο

                                                         το χρυσό δίχτυ
όπου τα πράγματα σπαρταρούν σαν τα ψάρια
που ένας μεγάλος άγγελος τραβά
μαζί με τα δίχτυα των ψαράδων…

Κάτω από το θεϊκό μα “επικίνδυνο” τούτο φως λαμποκοπούν  κι ο ιδρώτας κι η αγωνία και η ψυχή του Κύπριου, και τα έυιμά του κι οι πεποιθησεις του, –  ακόμα και η λαογραφική του καταβολή. Το φεγγάρι εδώ βγαίνει από το πέλαγο “σαν Αφροδίτη”. Ο ανθρώπινος μόχθος ζυγιάζεται κάποτε

όπως κλαδεύεις ή χειρουργείς, μεθοδικά, χωρίς πάθος…

Και η femme fatale της ελληνικής αρχαιότητας διαμαρτύρεται:

“Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια”, φώναζε.
“Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία”.
……………………………………………….
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να είταν απλάσμα ατόφιο.

Ωστόσο, οι Αχαιοί καταμακελεύονταν με τους Τρωδίτες  χρόνια ολάκερα:

Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα. Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης·
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώσαν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.

Δόθηκαν τάχα από πολλούς (και όχι μονάχα Έλληνες) ποιητές με λυρικότερο και απλούστερο μεγαλείο η φρίκη αλλά κι η ματαιότητα του Πολέμου; Και πώς να τις συσχετίσει κανείς, τη φρίκη αυτή και τη ματαιότητα κάθε πολέμου, με τον καθόλου μάταιο και ωραίον αγώνα της Κύπρου; Η “Ελένη” έπειτα του Σεφέρη, που δεν είναι καθόλου η γνωστή μας “άπιστη” Σπαρτιάτισσα της ομηρικής παράδοσης, αλλά η Ελένη της στησιχόρειας “Παλινωδίας”, της ηροδότειας “Ευτέρπης” (120) και της ευριπίδειας τραγωδίας, υψώνεται σε σύμβολο αυτού του φρικαλέου “τίποτε” των πολέμων.

***

Αυτά όλα, κι η Φαμαγκούστα κι η Έγκωμη, κι η Λευκωσία και οι Λουζινιάνοι, και η Κερύνεια και η “Σαλαμίνα της Κύπρος”, κι οι άνθρωποι και η ιστορία τους, και η τωρινή τους ζωή και η περασμένη -και πολλά άλλα- αποτελούν το “θαύμα της Κύπρου, αλλά και των ομότιτλων στίχων του Σεφέρη. “Είναι περίεργο να το λέει κανείς σήμερα, έγραψε και ο ίδιος: η Κύπρος είναι ένας τόπος όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμη”. Γιατί τάχα;

Γιατί, ίσως -θα λέγαμε- η Κύπρος ολόκληρη μοιάζει με το σώμα εκείνο, το θαυματουργό, που αναφέρει ο ποιητής στην ύστατη συλλογή του:

Και ξανακοίταξα το σώμα εκείνο  ν’ ανεβαίνει·
είχανε μαζευτεί πολλοί, μερμήγκια,
και τη χτυπούσαν με κοντάρια και δεν τη λάβωναν…

Χτυπημένο λοιπόν το Μεγάλο Νησί, όμως άτρωτο! Πώς αλλιώς θ’ απόδειχνε την ελληνικότητά τουθ;

Και ο Σεφέρης όμως, ο υμνητής του, που δέθηκε τόσο στενά με την Κύπρο, θα μείνει άτρωτος. Γιατί στάθηκε όχι μονάχα ένας σπουδαίος ποιητής, αλλά και ένας σπουδαίος Έλληνας. Οι ορματισμοί του μπορεί να βρέθηκαν διαποτισμένοι από την πίκρα μιας χώρας “που όπου και να ταξιδέψεις, σε πληγώνει”, δε στάθηκαν όμως απαισιόδοξοι. Παρ’ όλες τις “σκοπιμότητες της καθημερινής συναλλαγής”, που απαλλοτριώνουν ακόμα και τ’ αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα των ατόμων και των εθνών, ο ποιητής “έστριψε στο περβόλι του κι έσκαψε κι έθαψε ο καλάμι”, μα “πάλι ψιθύρισε”:

                                                                    θα γίνει η ανάσταση μιαν αυγή,
πως λάμπουν την άνοιξη τα δέντρα θα ροδαμίσει του όρθρου η μαρμαρυγή,
θα ξαναγίνει το πέλαγο και πάλι το κύμα θα τινάξει την Αφροδίτη.

  • Πρώτη δημοσίευση: Περ. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τεύχος 1087, 15 Οκτωβρίου 1972

*Ο Δημήτρης Γιάκος (Αγρίνιο 1914 – Αθήνα 1999) ως υπάλληλος αρχικά (1936-1960) στην Κεντρική Υπηρεσία του υπουργείου Παιδείας και στο τέλος (1960-1968) στην Αρχαιολογική Υπηρεσία της Προεδρίας της Κυβερνήσεως, απολύθηκε, για ν’ αποκατασταθεί το 1974. Παράλληλα προς τις σπουδές του (πτυχίο Νομικής Σχολής Αθηνών 1942), παρακολούθησε και μαθήματα Ελληνικής και Γαλλικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή και στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας. Εργάστηκε, εξάλλου, ως επιμελητής ύλης και συντάκτης στη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Χάρη Πάτση, δίδαξε Ιστορία της Λογοτεχνίας και του θεάτρου σε Καλλιτεχνικές και Δημοσιογραφικές Σχολές της πρωτεύουσας, χρημάτισε Διευθυντής Σύνταξης της έγχρωμης Εγκυκλοπαίδειας «Για σας παιδιά», πραγματοποίησε πλήθος ομιλιών στην ελληνική πρωτεύουσα και στην περιφέρεια και πρόσφερε αρκετές άλλες πνευματικές υπηρεσίες. Περισσότερα ΕΔΩ


Πηγή: timesnews.gr