ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡΥΠΑΡΗΣ
Τὸ ἀπόβροχο
Τὴ νύχτ᾿ ἀπόψε – ἡ θλίψη της μ᾿ ἀνάστησε ἡ τρανή,
τὴ θλίψι μας σὰ νὰ εἶχε μελετήσῃ-
τὴ νύχτ᾿ ἀπόψε ἀνοίξανε οἱ ἕβδομοι οὐρανοὶ
καὶ πόντισε νερὸ κατακλυσμὸς τὴ χτίση.
Στὰ σκοτεινὰ ἐξεχείλισαν τῶν θλίψεων οἱ πηγὲς
καὶ χύθηκαν οἱ κρατημένοι οἱ θρῆνοι
κ᾿ ἐλπίδα πιὰ δὲν ἔμεινε γιὰ νέες πάλι αὐγὲς
τὴ νύχτα, ποὺ εἶπες ἡ στερνὴ πὼς θὰ εἶχε μείνῃ.
Μὰ ἔδωκε καὶ ξημέρωσε ἡ ἀνέλπιστη ἡ αὐγὴ
καὶ στὴ δροσιὰ τοῦ ἀπόβροχου λουσμένη
σὰ θάμα νέο πεντοβολᾷ κι ἀναγαλλιάζ᾿ ἡ γῆ,
ὅσ᾿ ὁ χρυσὸς ὁ θρίαμβος τοῦ Ἥλιου προβαίνει.
Στὸ μυριοθορυβούμενο κ᾿ ἡλιόβολο γιαλὸ
οἱ ναῦτες τὰ πανιὰ τῶν πλοίων ἀνοίγουν
καὶ ἰδές! φαντάζουν τ᾿ ἄρμενα στὸ κῦμα τὸ ψηλὸ
πῶς πρίμα καρτεροῦνε τὸν καιρὸ νὰ φύγουν.
Πῶς μᾶς πλανεύει τὸ ὄνειρο τῆς εὐτυχίας ξανὰ
σὰν νὰ ἦταν μία φορὰ νὰ μᾶς γελάση!
σὲ νέα ταξείδια μᾶς καλοῦν τὰ πλοῖα στὰ γαλανὰ
τὰ κύματα, ποὺ ὡς νὰ ἤπιαν φῶς κ᾿ ἔχουν χορτάση.
Κι ἂν τὰ κρατοῦνε οἱ ἄγκυρες τ᾿ ἄρμενα ἐκεῖ στὴ γῆς
κι ἂν τὰ τιμόνια στὴ στεριὰ βγαλμένα,
κρυφὴ λαχτάρα ἐπέρασε τὰ βάθη μιᾶς ψυχῆς
κι ἀνατριχιάζουν τὰ φτερὰ τὰ διπλωμένα.
K᾿ ἦρθε κ᾿ ἐστάθη ἡ μιὰ ψυχὴ σ᾿ ἀπόψηλη κορφὴ
καὶ τὶς ζυγὲς φτεροῦγες δοκιμάζει,
ξεχνώντας ποὺ τὶς λάβωσε – ψυχή, πικρὴ ἀδερφή!
τ᾿ ἀστροπελέκι τὸ παλιὸ καὶ τὸ χαλάζι.
Τρελὴ Χαρά
Μὲ γυμνὸ πόδι στὰ πλούσια τὰ λουλούδια,
μὲ ξέπλεγα στὶς αὖρες τὰ μαλλιά της,
πετᾷ ἡ τρελὴ Χαρὰ μὲ τὰ τραγούδια,
παιδούλα δροσερὴ σὰ μοσχομπάτης.
Σὰν πεταλούδα βελουδένια χνούδια
τινάζει ἀπ᾿ τὰ πολύχρωμα φτερά της
καὶ στὰ τετράξανθά της τὰ πλεξούδια
κάτι ἀντιφέγγει σὰ μεσημεριάτης.
Καὶ τὴ χαρά της δὲν κρατάει στὰ στήθια,
μὰ ἐκεῖ ποῦ τρελὰ κράζει: τί μοῦ λείπει;
νὰ σοῦ πετιέται ἀπὸ τὰ κουφολίθια
ἡ γριὰ ἡ Ἠχὼ καὶ τῆς φωνάζει: ἡ λύπη!
εἶμαι γριὰ καὶ ξέρω· μόνον ἂν πάθῃς,
μπορεῖς καὶ τί ῾ναι ἡ χαρὰ νὰ μάθῃς.
Ὁ ὄρθρος τῶν ψυχῶν
T᾿ ἀστέρια τρεμοσβήνουνε κι ἡ νύχτα εἶναι λίγη·
μὲ φῶς χλωμὸ καὶ ἄρρωστο οἱ κάμποι ἀντιφεγγίζουν
κι ὁλόγυρά του, ὅπου στραφεῖ τὸ μάτι σου, ξανοίγει
ἐδῶ κορμιά, ἐκεῖ κορμιὰ στρωμένα νὰ μαυρίζουν.
Φίλους κι ἐχθροὺς ὁ θάνατος σ᾿ ἕνα τραπέζι σμίγει,
ὅπου τ᾿ ἀγρίμια ἀκάλεστα μὲ πεῖνα τριγυρίζουν·
χαρὰ στὸν ὅπου γλύτωσε, χαρὰ στὸν πὄχει φύγει,
μὰ ὅσους τὸ βόλι ἐξέσχισε, κοράκια ξανασχίζουν.
Κι ἄξαφνα ὀρθὸς ὁ Σαλπιχτὴς πηδάει ὁ λαβωμένος,
στριγγὴ φωνὴ καὶ σπαραχτὴν ἡ σάλπιγγά του βγάζει
ποὺ λὲς τὸν ἴδιο της χαλκὸ -κι ὄχι αὐτιὰ- σπαράζει.
Μὰ δὲν ξυπνάει στὸν ὀρθρινὸ κανένας πεθαμένος,
μόν᾿ τὰ κοράκια φεύγουνε κοπαδιαστά, σὰ νἆναι
τῶν σκοτωμένων οἱ ψυχές, ποὺ στὰ οὐράνια πᾶνε.
(“Σκαραβαῖοι καὶ τερακότες”)
ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡΥΠΑΡΗΣ (1872-1942). Ο Ιωάννης Γρυπάρης γεννήθηκε στη Σίφνο, από όπου καταγόταν και η οικογένειά του, πέρασε όμως τα παιδικά και μαθητικά του χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος και βιβλιοπώλης. Αποφοίτησε από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή και το 1888 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για να σπουδάσει φιλολογία. Το 1892 η συλλογή του Δειλινά, γραμμένη στη δημοτική απορρίφθηκε από την επιτροπή του Φιλαδέλφειου διαγωνισμού. Την ίδια χρονιά επέστρεψε για πέντε χρόνια στην Πόλη, όπου εργάστηκε ως ελληνοδιδάσκαλος και επιμελήθηκε (μαζί με την Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου) της σύνταξης του περιοδικού Φιλολογική Ηχώ του Νίκου Φαληρέα. Στα δύο χρόνια της σύμπραξής του στην Φιλολογική Ηχώ (1896-1897) ο Γρυπάρης πέτυχε συνεργασίες ονομάτων όπως του Παλαμά, του Ψυχάρη, του Εφταλιώτη και άλλων, μετατρέποντας το άλλοτε άσημο περιοδικό σε όργανο των δημοτικιστών. Υπήρξε επίσης συνιδρυτής (από κοινού με τον Κώστα Χατζόπουλο και το Γιάννη Καμπύση) του σημαντικού λογοτεχνικού περιοδικού Η Τέχνη (1898), που υπήρξε πρωτοποριακό σε επίπεδο διεθνούς ενημέρωσης για τη λογοτεχνική κίνηση και άσκησε μεγάλη επίδραση στην ανανέωση του ελληνικού πνευματικού και καλλιτεχνικού τοπίου της εποχής. Το 1897 και ενώ είχε προηγηθεί η σφαγή των Αρμενίων από τις τουρκικές αρχές, ο Γρυπάρης κατέφυγε στην Αθήνα όπου πήρε τελικά το πτυχίο του στη φιλολογία. Από το 1897 και ως το 1911 εργάστηκε ως καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης σε νησιά του Αιγαίου, στην ΄Άμφισσα και το Αίγιο, ενώ το 1911 παντρεύτηκε και έφυγε με υποτροφία στην Ευρώπη (Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία) ως το 1914. Γυμνασιάρχης στο Γύθειο και το Μεσολόγγι (1914-1917), γενικός επιθεωρητής Μέσης Εκπαίδευσης στη Χαλκίδα (1917-1920) τμηματάρχης Γραμμάτων και Τεχνών στο Υπουργείο Παιδείας (από το 1923), συντάκτης του περιοδικού Εικονογραφημένη Ελλάς (1925) και διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου (1930-1936), ο Γρυπάρης ανέπτυξε παράλληλα και λογοτεχνική δραστηριότητα, ποιητική και πεζογραφική. Το μοναδικό ποιητικό έργο του είναι η γραμμένη στη δημοτική συλλογή του Σκαραβαίοι και Τερρακότες (1919), στην οποία συγκέντρωσε ποιήματα που είχε νωρίτερα (1893 – 1909) δημοσιεύσει σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες, και για την οποία τιμήθηκε με το Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών. Στα ποιήματα του Γρυπάρη διακρίνονται επιδράσεις από τα ρεύματα του γαλλικού συμβολισμού και του παρνασσισμού. Το πεζό έργο του αποτελείται από χρονογραφήματα, κριτικά σημειώματα , άρθρα και κυρίως μεταφράσεις (όλα τα σωζόμενα έργα του Σοφοκλή και του Αισχύλου, οι Βάκχες του Ευριπίδη, αποσπάσματα των Πλάτωνα, Ομήρου, Βακχυλίδη, Πίνδαρου, Ηροδότου, Κάτουλλου, Οράτιου, καθώς και έργα των Γκαίτε, Σίλλερ, Χάινε, Ζολά, Χάμσουν, Σέλλεϋ και άλλων). Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στις μεταφράσεις του των αρχαίων τραγικών που αποτέλεσαν τη βάση της αναβίωσης του αρχαιοελληνικού δράματος στα πλαίσια των Δελφικών εορτών με την οργάνωση του Άγγελου Σικελιανού και εν συνεχεία από το Εθνικό Θέατρο. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ιωάννη Γρυπάρη βλ. Βαλέτας Γ., «Γρυπάρης Ιωάννης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας6. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Κ.Ι.Β., «Γρυπάρης Ιωάννης», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια8. Αθήνα, Πυρσός, 1929, Λυκούργου Νίκη, «Γρυπάρης Ιωάννης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985 και Μερακλής Μ.Γ., «Ιωάννης Γρυπάρης», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί – Εποχή του Παλαμά – Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία – Γραμματολογία, σ.338-341. Αθήνα, Σοκόλης, 1977. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Πηγή: timesnews.gr