
«Κίρκη»
Ποίημα του Οδυσσέα Διαμάντη
Ξημέρωσε. Το περασμένο βράδυ μυρίζει εμετό και σπέρμα.
Η μάγισσα μεταμόρφωσε τους περαστικούς ναύτες σε γουρούνια.
Έχει καταλάβει ότι τα χτεσινά της μάγια την πρόδωσαν.
Το κρυστάλλινο δωμάτιο στριφογυρίζει μαζί με τα πτώματα.
Την τρώει η λεπτή της μύτη: ρούφηξε τη λάθος σκόνη.
Έτσι αντί να κατασπαράξει ευθύς τ’ άθλια κτήνη
Τα άφησε να κάνουνε τα κέφια τους.
Το πάτωμα είναι καλυμμένο μ’ αποτσίγαρα, λάσπες κι αίματα.
Η γυάλινη σφαίρα στο τραπέζι μιλά: «Τα ‘κανες θάλασσα».
Τα χέρια της τρέμουν, δεν καταλαβαίνει αν κάνει κρύο ή ζέστη.
Σηκώνεται. Νιώθει στο στόμα μίαν αρμύρα.
Ζαλίζεται. Κάθιδρη τρέχει στη λεκάνη.
Βγάζει τα σώψυχά της.
Το καζανάκι τα εξαφανίζει
όπως τα νερά της Στυγός
τις αναμνήσεις των νεκρών.
Η γυάλινη σφαίρα ανακοινώνει: «Πεδίο καθαρό».
Σχεδόν τίποτα δεν θυμίζει πια την περασμένη νύχτα.
Μονάχα κάτι πιάτα επίμονα αράζουν στο νιπτήρα.
«Δεν υπάρχει ξόρκι να πλένονται μόνα τους;», ρωτά η μάγισσα.
Η γυάλινη σφαίρα αποκρίνεται: «Έχεις κι εσύ τα δίκια σου».
Απλανή μεσ’ στη φρουτιέρα κοιτούν το κενό δυο μάτια γουρουνίσια.
Καθώς πεινά, η μάγισσα τα πιάνει ντελικάτα και τα κάνει μανταρίνια.
Με την πρώτη δαγκωνιά φαντάζεται ταξίδια, με τη δεύτερη τα τραίνα.
Κι ενώ τα μανταρίνια μοσχοβολούν, στάζουνε ζεστό και φρέσκο αίμα.
Όσο βαριέται η μάγισσα να πλένει πιάτα,
τόσο μπορεί να σου ξεφλουδίσει τα μάτια.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Πηγή: timesnews.gr