ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Aνατολή 

Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,
λυπητερά,
πώς η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας!
Eίναι χυμένη από τη μουσική σας
και πάει με τα δικά σας τα φτερά.

Σας γέννησε και μέσα σας μιλάει
και βογγάει και βαριά μοσκοβολάει
μια μάννα· καίει το λάγνο της φιλί,
κ’ είναι της Mοίρας λάτρισσα και τρέμει,
ψυχή όλη σάρκα, σκλάβα σε χαρέμι,
η λαγγεμένη Aνατολή.

Mέσα σας κλαίει το μαύρο φτωχολόι,
κι όλα σας, κ’ η χαρά σας, μοιρολόι
πικρό κι αργό·
μαύρος, φτωχός και σκλάβος και ακαμάτης,
στενόκαρδος, αδούλευτος, ―διαβάτης
μ’ εσάς κ’ εγώ.

Στο γιαλό που τού φυγαν τα καΐκια,
και του μείναν τα κρίνα και τα φύκια,
στ’ όνειρο του πελάου και τ’ ουρανού,
άνεργη τη ζωή να ζούσα κ’ έρμη,
βουβός, χωρίς καμιάς φροντίδας θέρμη,
με τόσο νου,

όσος φτάνει σα δέντρο για να στέκω
και καπνιστής με τον καπνό να πλέκω
δαχτυλιδάκια γαλανά·
και κάποτε το στόμα να σαλεύω
κι απάνω του να ξαναζωντανεύω
τον καημό που βαριά σάς τυραννά

κι όλο αρχίζει, γυρίζει, δεν τελειώνει.
Kαι μια φυλή ζη μέσα σας και λυώνει
και μια ζωή δεμένη σπαρταρά,
γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,
λυπητερά.

(“K’ έχω από σας μια δόξα να ζητήσω”, Eρμής 2001)

Θέλω νὰ χτίσω ἕνα σπιτάκι

Θέλω νὰ χτίσω ἕνα σπιτάκι
στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ σιωπή.
Ξέρω μιὰ πράσινη ραχούλα…
Δὲ θὰ τὸ χτίσω ἐκεῖ.

Ξέρω στὴ χώρα τὴ μεγάλη
τὸν πλούσιο δρόμο τὸν πλατύ,
μὲ τὰ παλάτια καὶ τοὺς κήπους…
Δὲ θὰ τὸ χτίσω ἐκεῖ.

Ξέρω τὸ πρόσχαρο ἀκρογιάλι,
ὅλο τὸ κῦμα τὸ φιλεῖ,
κρινόσπαρτη εἶναι ἡ ἀμμουδιά του…
Δὲ θὰ τὸ χτίσω ἐκεῖ.

Ἀτέλειωτη τραβάει μιὰ στράτα,
σκίζει μιὰ χέρσα ἁπλοχωριά,
σκληρὰ τὴ δέρνει τὸ ἀγριοκαίρι
κι ὁ λίβας τὴ χτυπᾶ.

Μιὰ στράτα χιλιοπατημένη,
τὸν καβαλλάρη νηστικό,
τὸν πεζοδρόμο διψασμένο
θάφτει στὸν κουρνιαχτό.

Ἐκεῖ τὸ σπίτι μου θὰ χτίσω
μὲ μιὰ βρυσούλα στὴν αὐλή,
πάντα ἡ γωνιά του θὰ καπνίζει
κι ἡ θύρα του θἆναι ἀνοιχτή.

Μιὰ πίκρα

Τὰ πρῶτα μου χρόνια τ᾿ ἀξέχαστα τἄζησα
κοντὰ στ᾿ ἀκρογιάλι,
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.

Καὶ κάθε φορὰ ποὺ μπροστά μου ἡ πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει,
καὶ βλέπω τὰ ὀνείρατα κι ἀκούω τὰ μιλήματα
τῶν πρώτων μου χρόνων κοντὰ στὸ ἀκρογιάλι,

στενάζεις καρδιά μου τὸ ἴδιο ἀναστέναγμα:
Νὰ ζοῦσα καὶ πάλι
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
στὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.

Μιὰ μένα εἶναι ἡ μοίρα μου, μιὰ μένα εἶν᾿ ἡ χάρη μου,
δὲν γνώρισα κι ἄλλη:
Μιὰ θάλασσα μέσα μου σὰ λίμνη γλυκόστρωτη
καὶ σὰν ὠκιανός ἀνοιχτὴ καὶ μεγάλη.

Καὶ νά! μέσ᾿ στὸν ὕπνο μου τὴν ἔφερε τ᾿ ὄνειρο
κοντά μου καὶ πάλι
τὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴ ρηχὴ καὶ τὴν ἥμερη,
τὴ θάλασσα ἐκεῖ τὴν πλατιά, τὴ μεγάλη.

Κι ἐμέ, τρισαλίμονο! μιὰ πίκρα μὲ πίκραινε,
μιὰ πίκρα μεγάλη,
καὶ δὲ μοῦ τὴ γλύκαινες πανώριο ξαγνάντεμα
τῆς πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ἀκρογιάλι!

Ποιὰ τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
καὶ ποιὰ ἀνεμοζάλη,
ποὺ δὲ μοῦ τὴν κοίμιζες καὶ δὲν τὴν ἀνάπαυες,
πανώριο ξαγνάντεμα κοντὰ στ᾿ ἀκρογιάλι;

Μιὰ πίκρα εἶν᾿ ἀμίλητη, μιὰ πίκρα εἶν᾿ ἀξήγητη,
μιὰ πίκρα μεγάλη,
ἡ πίκρα ποὺ εἶν᾿ ἄσβηστη καὶ μέσ᾿ τὸν παράδεισο
τῶν πρώτων μας χρόνων κοντὰ στὸ ἀκρογιάλι.

(“Καημοὶ τῆς Λιμνοθάλασσας“, 1912)

Οἱ λύκοι

Βοσκοί, στὴ μάντρα τῆς Πολιτείας οἱ λύκοι! Οἱ λύκοι!
Στὰ ὅπλα, Ἀκρῖτες! Μακριὰ καὶ οἱ φαῦλοι καὶ οἱ περιττοί,
καλαμαρᾶδες καὶ δημοκόποι καὶ μπολσεβίκοι,
γιὰ λόγους ἄδειους ἢ γιὰ τοῦ ὀλέθρου τὰ ἔργα βαλτοί.

(Ἀπ᾿ τῆς μαυρίλας τῆς ἀραχνίλας τὴν ἀποθήκη
σὲ σκονισμένα γυαλιὰ κλεισμένο, παλιὸ κρασί,
τῶν ἑκατό σου χρονῶν ἀνοίγω τὸ ἀρχοντιλίκι
στοῦ ἡλιοῦ τὸ φέγγος, τί σὲ προσμένουν οἱ δυνατοὶ

ξανὰ σὰν πάντα καὶ γιὰ τὴ μάχη καὶ γιὰ τὴ νίκη
νὰ τοὺς φτερώσεις τὸ πάτημά τους ὅπου πατεῖ.
Σ᾿ ἐμὲ -κελλάρης λυράρης εἶμαι,- σ᾿ ἐμένα ἀνήκει
νὰ τὸ κεράσω στὰ νέα ποτήρια τὸ ἀρχαῖο πιοτί).

Βοσκοὶ καὶ σκύλοι, λῶβα καὶ ψώρα. Τ᾿ ἀρνιά; Μουζίκοι.
Ὁ λαός; Ὄνομα. Σκλάβος πλέμπας δούλα κ᾿ ἡ ὀργή,
Δίκη ἀπὸ πάνω θεία τῶν ἀστόχαστων καταδίκη
καὶ λογαριάζει καὶ ξεπλερώνει ὅσο ἂν ἀργεῖ.

Τραγουδημένη κλεφτουριά, Γένος, ἀρματολίκι,
τὰ ξεγραμμένα καὶ τὰ τριμμένα ψέματα, ἀχνοί,
Ἰδέα βυζάχτρα τῶν τετρακόσιων χρόνων, ἡ φρίκη
τώρα, τὸ μάθημα τῶν Ἑλλήνων ὡς χτές, ἐσὺ

τοῦ ραγιᾶ μάνα βιβλικό, πλάσμα ὀρφικό, Εὐρυδίκη,
τοῦ πανελλήνιου μεγαλονείρου χρυσοπηγή,
μᾶς τὸν καθρέφτιζες μέσ᾿ στῆς Πόλης τὸ βασιλίκι
τὸν ξυπνημένο Μαρμαρωμένο, κυνηγητὴ

τοῦ Ἰσλάμ. Ἡ Θρᾴκη προικιό του, ὢ δόξα! Καὶ ἀπανωπροίκι
μιὰ Ἑλλάδα πάλε στὴν τουρκεμένην Ἀνατολή,
τῆς Ἰωνίας γλυκοξημέρωμα…. Οἱ λύκοι! Οἱ λύκοι!
κ᾿ οἱ βοσκοὶ ἀνάξιοι, λύκοι καὶ οἱ σκύλοι κ᾿ οἱ ἀντρεῖοι δειλοί.

Στῆς Πολιτείας τὴ μάντρα οἱ λύκοι! Παντοῦ εἶναι λύκοι!
Ξανὰ στὰ Τάρταρα ἴσκιος, τοῦ ψάλτη λατρεία κ᾿ ἐσύ.
Ψόφια ὅλη ἡ στάνη. Φέρτε νὰ πιοῦμε, κούφιο νταηλίκι,
γιὰ τὸ ἀποκάρωμα ποὺ μᾶς πρέπει, κι ὅποιο κρασί.

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ (1859-1943). Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στην Πάτρα και καταγόταν από το Μεσολόγγι, από οικογένεια με μέλη σημαντικούς λόγιους. Έχασε και τους δυο γονείς του το 1866 και εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι σε συγγενικό σπίτι. Στο Μεσολόγγι τέλειωσε το Γυμνάσιο (1875) και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1877), ωστόσο από νωρίς είχε στραφεί προς τη λογοτεχνία. Ήδη από το 1875 είχε δημοσιεύσει στίχους στο Αττικόν Ημερολόγιον και υποβάλει τη συλλογή Ερώτων έπη στο Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό. Η πρώτη έκδοση έργου του πραγματοποιήθηκε με τη συλλογή Τα τραγούδια της πατρίδος μου το 1886 όταν ο ποιητής ήταν ήδη γνωστός στους αθηναϊκούς κύκλους από τη συνεργασία του με λογοτεχνικά περιοδικά (Μη χάνεσαι του Γαβριηλίδη, Άστυ του Θ. Άννινου κ.α.) και εφημερίδες της εποχής (Ακρόπολις, Εφημερίς, Εμπρός, κ.α.), όπου δημοσίευε άρθρα, μελέτες, κριτικά δοκίμια και χρονογραφήματα. Συνέχισε να αρθρογραφεί σε λογοτεχνικά περιοδικά (Εστία, Τέχνη, Παναθήναια, Νουμάς κ.α.) για πολλά χρόνια. Το 1889 βραβεύτηκε στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό για τη συλλογή του Ύμνος εις την Αθηνάν, από το 1897 ως το 1929 διετέλεσε γενικός γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1914 βραβεύτηκε για την προσφορά του με το κρατικό αριστείο γραμμάτων και τεχνών, Ήταν ένα από τα πρώτα μέλη της Ακαδημίας Αθηνών και το 1930 εκλέχτηκε πρόεδρός της. Το 1888 παντρεύτηκε τη Μαρία Βάλβη, με την οποία απέκτησε δύο γιους και μια κόρη. Με αφορμή το θάνατο του μικρότερου γιου του Άλκη το 1898 ο ποιητής έγραψε τα ποιήματα Τάφος και Παράδεισοι.

Το 1933 τιμήθηκε με το γερμανικό λογοτεχνικό βραβείο Goethe και το Οικονόμειο βραβείο της Ελληνικής Κοινότητας Τεργέστης και το 1936 στα πενηντάχρονα της δημιουργίας του ο βασιλιάς Γεώργιος του απένειμε το Παράσημο του Φοίνικος. Στη συγγραφή αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του, την οποία πέρασε στην Αθήνα στην οδό Ασκληπιού αρ.3, όπου βρίσκεται σήμερα το Ιδρυμα Κωστή Παλαμά. Μοναδική μετακίνησή του η μετακόμιση στην οδό Περιάνδρου προς το τέλος της ζωής του. Εκεί πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου του 1943. Η κηδεία του στο πρώτο νεκροταφείο έμεινε στην ιστορία ως ένα είδος αντικατοχικής διαδήλωσης. Ο Παλαμάς κάλυψε με το έργο του ολόκληρο το φάσμα του γραπτού λόγου. Ασχολήθηκε με την ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο, τη δημοσιογραφία, την αρθρογραφία, τη μελέτη, την κριτική. Στο ποιητικό του έργο που ξεπερνά τις είκοσι συλλογές κυριαρχεί η Ελλάδα ως ιδανικό και αντικείμενο αγάπης, η πορεία του ελληνικού έθνους μέσα στους αιώνες, η προσπάθεια δημιουργικής αφομοίωσης του αρχαιοελληνικού πνεύματος και της λαϊκής παράδοσης, το πνεύμα της οικουμενικότητας του πολιτισμού. Στάθηκε ο εμπνευστής και εισηγητής της λεγόμενης γενιάς του 1880 ή παλαμικής γενιάς στην ελληνική ποίηση, όταν γύρω στα 1879-1880, αντιδρώντας στη ρητορεία της ρομαντικής ποίησης της Α’ Αθηναϊκής Σχολής και επηρεασμένος από το ρεύμα του γαλλικού Παρνασσισμού, ηγήθηκε της ανανέωσης της ποιητικής θεματολογίας και έκφρασης. Σταθμοί στην ποιητική δημιουργία του θεωρούνται Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου και Η Φλογέρα του βασιλιά, γραμμένα στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του αιώνα μας. Παράλληλα προς την ποίηση τον απασχόλησε ιδιαιτέρως το Γλωσσικό Ζήτημα, στο χώρο του οποίου υπήρξε δια βίου ένθερμος υποστηρικτής της δημοτικής και κορυφαία μορφή του δημοτικιστικού κινήματος με το κύρος του αλλά και με τις κυρώσεις που υπέστη για το γλωσσικό του αγώνα (προσωρινή απομάκρυνσή του από το πανεπιστήμιο). Αξιοσημείωτη είναι η στάση του στα Ευαγγελικά και τα Ορεστειακά. Από το πεζογραφικό του έργο, περιορισμένο σε έκταση συγκριτικά προς το ποιητικό, ξεχωρίζει ο Θάνατος παλληκαριού. Στο χώρο του θεάτρου έγραψε για τη Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου την Τρισεύγενη, απέσυρε ωστόσο το έργο πριν την παράστασή του όταν ο Χρηστομάνος θέλησε να επέμβει στην τελική μορφή του. Ο Παλαμάς υπήρξε τέλος ένας από τους σημαντικότερους έλληνες μελετητές και κριτικούς της λογοτεχνίας και πρόδρομος ενός μεγάλου μέρους της μεταγενέστερης ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής. Σημειώνεται εδώ ως παράδειγμα η σημαντική μελέτη του για το έργο του Σολωμού.

1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κωστή Παλαμά βλ. Δασκαλόπουλος Δημήτρης, «Κωστής Παλαμάς», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμοΗ΄ (1880-1900), σ.126-150. Αθήνα, Σοκόλης, 1997, Καραντώνης Ανδρέας, «Παλαμάς Κωστής», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Μαλαφάντης Κωνσταντίνος, «Χρονολόγιο Κωστή Παλαμά (1859-1943)», Διαβάζω334, 27/4/1994, σ.66-74, Μερακλής Μ.Γ., «Κωστής Παλαμάς», Η ελληνική ποίηση· Ρομαντικοί – Εποχή του Παλαμά – Μεταπαλαμικοί· Ανθολογία – Γραμματολογία, σ.218-223. Αθήνα, Σοκόλης, 1977, Μερακλής Μ.Γ., «Παλαμάς Κωστής», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).


Πηγή: timesnews.gr