Ο Μανόλης Αναγνωστάκης τη δεκαετία του 1970. Φωτογραφία από την εκπομπή Παρασκήνιο του Λάκη Παπαστάθη

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

Οι επίγονοι

Εδώ οι πόρτες έγιναν στόματα
Βγαίνουνε ολοένα άνθρωποι σαν οργισμένες λέξεις
Σε δαχτυλοδειχτούν και σε υβρίζουν·
Νέοι, χτες μόλις παιδιά, με τη φλόγα στα μάτια
Νομίσματα νιόκοπα γεμάτα πάθος αγοράς
Όμως το παρελθόν δεν αγοράζεται δε μπορεί πια ν’ αγοραστεί
Η κάθε σπασμένη φωλιά η κάθε σβησμενη λέξη.
Εδώ τα παράθυρα γίναν αγχόνες
Δουλεύουν νύχτα μέρα σα ματόκλαδα
Όμως το αίμα Εκείνων δεν απαγχονίζεται
Δεν υποπτεύονται πως ολοένα τους κυκλώνει
Δεν υποπτεύονται τι ξεπουλήθηκε – για να δολοφονούν.

Κι όμως υπάρχει πάντα μια εκδίκηση
Μια μυστική ενέδρα χωρίς διέξοδο
Ένας κοχλίας που ριζώνει ριζώνει πιο βαθιά.

(Στο τέλος όταν όλοι περάσουν σαν κι εμάς).

(“Η συνέχεια 3”, 1962)

Νέοι της Σιδώνος, 1970

Κανονικά δεν πρέπει να ‘χουμε παράπονο
Καλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,
Κορίτσια δροσερά – αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Καλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Τόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ’ άλλην Ήπειρο
Για ήρωες που σκοτωθήκαν σ’ άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Μαύρους,  Πράσινους, Κιτρινωπούς,
Για τον καημό τού εν γένει πάσχοντος Ανθρώπου.
Ιδιαιτέρως σας τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό – κατόπιν τούτου
Νομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο-τρεις, τρεις-τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Και να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.

(Μας γέρασαν προώρως Γιώργο, το κατάλαβες;)

Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μ.Χ.

Στην οδό Αιγύπτου – πρώτη πάροδος δεξιά –
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
Και τα παιδάκια δε μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά,  δεν εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες·
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών
-εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι, αυτός συναλλάσσεται –
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
-εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν –
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές

Η Ελλάς των Ελλήνων.

Επίλογος

Κι όχι αυταπάτες προπαντός.

Το πολύ πολύ να τους εκλάβεις σα δυο θαμπούς προβολείς μες στην ομίχλη
Σαν ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν με τη μοναδική λέξη: ζω.

“Γιατί” όπως πολύ σωστά είπε κάποτε κι ο φίλος μου ο Τίτος,
“Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες
Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα.”

Έστω.
Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς.

(“Ο στόχος”, 1970)

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ανθολογεί ποιήματα του ελληνικού μοντερνισμού | in.gr

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΙ ΕΔΩ:


Πηγή: timesnews.gr