[…] υπάρχουν μερικοί συγγραφείς που, ενώ ληξιαρχικά ανήκουν στη Γενιά του Τριάντα, είναι η πρώτη φορά που κατακτούν μια σημαντική θέση. Είναι η περίπτωση της Διδώς Σωτηρίου, της Μαρίας Ιορδανίδου, ελάχιστα ή καθόλου γνωστών λίγο πιο πριν. […] η Μαρία Ιορδανίδου (1897-1989), δημοσιεύει το πρώτο της βιβλίο, τη Λωξάνδρα, το 1963. Ξαναζωντανεύει σ’ αυτό τα ανέμελα παιδικά χρόνια που έζησε στον τόπο της γενέτειράς της, την Κωνσταντινούπολη. Η αφήγηση, ευχάριστη και παραστατική, επικεντρώνεται γύρω από τη γιαγιά της και τις καθημερινές σπιτικές ασχολίες μιας οικογένειας με κοσμοπολίτικους ορίζοντες. Αφηγήτρια είναι η εγγονή, επομένως η εξιστόρηση πραγματοποιείται μέσα από την προοπτική εποχών εντελώς διαφορετικών. Το θέμα του δεύτερου μυθιστορήματός της, Διακοπές στον Καύκασο (1965), αφορά τη μακρά διαμονή της στη Ρωσία τον καιρό της Επανάστασης. […] Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 470 & 473.
ΜΑΡΙΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ
Λωξάντρα
ΕΤΣΙ τάφερε η οργή να φυσάει εκείνη την ημέρα νοτιά και νάχει καθυστέρηση το βαποράκι που κάνει τη συγκοινωνία Μακροχώρι – Γαλατά. Μια νοτιά, ο Θεός να σε φυλάει. Και να την πιάσει τη Λωξάντρα η θάλασσα, πράμα που δεν το πάθαινε ποτέ στη ζωή της. Άφησε που ο νους της ήτανε στο σπίτι της. Θα τα καταφέρει άραγες ο Ταρνανάς μόνος του στην κουζίνα; Θα θυμηθεί η Σουλτάνα να βάλει τη λακέρδα στο λάδι; Να, είδες; Ξέχασε να ειδοποιήσει και την κοκόνα Ζωίτσα πως φεύγει και να την παρακαλέσει νάχει το νου της στα παιδιά. Η κοκόνα Ζωίτσα ήταν η δασκάλα των παιδιών. Είχε σχολείο δικό της. Δηλαδή, μάζευε μέσα στην τραπεζαρία της καμιά δεκαριά παιδιά και τους μάθαινε τραγούδια, τους μάθαινε γεωγραφία, ιστορία, αριθμητική και ανάγνωση από το Γεροστάθη.
Ο Αλεκάκης ήταν πρώτος στην αριθμητική. Η Κλεειώ διακρίνουνταν στο διάβασμα και στην απαγγελία και κάθε χρόνο στου μπαμπά της τη γιορτή προσφωνούσε ή απάγγελνε ποίημα. Μια χρονιά, είχε απαγγείλει:
Του Ιωάννου Γαλάτου η κόρη
παιδίσκη μόλις επτά ετών,
τον ηκολούθη ανά τα όρη
φεύγουσα πλήθος στρατιωτών
και τόσο συγκινήθηκαν όλοι, που δάκρυσαν. Η θεία Ελεγκάκη πάτησε δυνατά τα κλάματα, και ο Ταρνανάς άρχισε να κλαίει γιατί θυμήθηκε το μπαμπά του που τον σφάξανε οι Τούρκοι στο Ερζερούμ. Και η Σουλτάνα άρχισε να κλαίει γιατί κλαίγανε οι άλλοι.
Η νύφη τους η Καμίλλη τρόμαξε σαν είδε όλον τον κόσμο να κλαίει και ρώτησε τι συμβαίνει. Και τότες ο Δημητρός παρακάλεσε την Κλειώ να σταματήσει και να πει καλύτερα κανένα τραγουδάκι από την Κόρη της Μαντάμ Αγκό, που ήταν τότε της μόδας. Όμως η Κλειώ προτίμησε να τραγουδήσει την άρια Συ που επέταξες στα ύψη, ω ψυχή ερωτευμένη.
Η Κλειώ, βλέπεις, κοντά στα τόσα άλλα της χαρίσματα είχε και ωραία φωνή. Αλλά περισσότερο κι από τη μουσική αγαπούσε τα βιβλία. Βιβλίο δώσε της και πάρ’ την ψυχή της. Κι από βιβλία το σπίτι του, δόξα τω Θεώ, άλλο τίποτα. Μια κάμαρα γεμάτη βιβλία είχε ο Δημητρός. Τι Βηλαρά, τι Σούτσο, τι Ραγκαβή, τι Βερναρδάκη… Όσο ήτανε μικρή, έτρεχε πίσω απ’ τη μάνα της και τη βοηθούσε. Την κάθιζε η Λωξάντρα αντίκρυ της σ’ ένα σκαμνάκι και καθαρίζανε μαζί φασολάκια, μπάμιες, ή της έδινε το ξεσκονόπανο και την έστελνε να ξεσκονίσει. Όμως από τότες που είχε μάθει ανάγνωση η Κλειώ δεν ξανακατέβηκε στην κουζίνα. Πού τη χάνεις, πού τη βρίσκεις, στου μπαμπά της τη βιβλιοθήκη. Όλη μέρα έλειπε ο Δημητρός και η Λωξάντρα στη βιβλιοθήκη το πόδι της δεν το πατούσε.”Άσ’ το παιδί να διαβάζει αφού την ευχαριστεί. Κακό δεν κάνει”. Διάβαζε η Κλειώ ό,τι ήθελε. Όταν έπεσε στα χέρια της η Κασσιανή, ξετρελάθηκε.. Ερωτεύθηκε πρώτα απ’ όλα τον Ακύλα, που έμοιαζε με το φαρμακοποιό του Μακροχωριού.
-Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις… έλεγε η Κλειώ κάνοντας εξαϋλωμένο πρόσωπο μπροστά στον καθρέφτη του λαβομάνου της και φορώντας για πέπλο στο κεφάλι της το πεσκίρι του μπάνιου. Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…
-Να!… Τρελή, δαιμονισμένη! φώναξε μια μέρα η ξαδέρφη της η Ευτέρπη, η κόρη της θείας Ελεγκάκης, που μπήκε ξαφνικά στης Κλειώς το δωμάτιο, και πάτησε τα γέλια..
Αυτό το πράμα η Κλειώ σ’ όλη της τη ζωή δεν μπόρεσε να το ξεχάσει. Εκείνη την ημέρα τρελάθηκε απ’ τη ντροπή της. Έγινε κατακόκκινη, όρμησε απάνω στην Ευτέρπη και την άρπαξε απ’ τα μαλλιά. Έγινε ανάγκη ν’ ανέβει η Λωξάντρα για να γλιτώσει την Ευτέρπη από τα χέρια της Κλειώς, κι ας ήταν πιο μεγαλόσωμη και πιο δυνατή απ’ την Κλειώ.
Η Ευτέρπη είχε πάρει το χοντροκόκαλο σκαρί της Λωξάντρας και της έμοιαζε πιο πολύ από την ίδια της την κόρη. Σ’ ένα πράμα μόνο δεν της είχε μοιάσει: στην προκοπή και στην πάστρα. Τα καλοκαίρια που την έστελνε η μάνα της, απ’ το Πέρα, να κάνει εξοχή στο Μακροχώρι, η Λωξάντρα τραβούσε το διάβολό της να καταφέρει να λούσει την Ευτέρπη.
-Έλα, ντουντού μου, έλα, κοκόνα μου, έλα να πάμε στο χαμάμι. Έλα να διεις εγώ τι ωραία παστέλια θα σ’ αγοράσω απ’ την αραπίνα του χαμαμιού.
Σκούντα-βρόντα τη χώνανε την Ευτέρπη με το ζόρι στο αμάξι. Σκούντα-βρόντα με το ζόρι τη χώνανε στο λουτρό. Βοηθούσε και ο Ταρνανάς και η Σουλτάνα και ο Αλέκος, γιατί όσο ήτανε τ’ αγόρια μικρά τα παίρνανε κι αυτά μαζί τους στο χαμάμι, βέβαια. Κάθε Σάββατο πρωί γίνουνταν το μεγάλο γλέντι του λουτρού. Αποβραδίς η Λωξάντρα ετοίμαζε το φαγητό της άλλης μέρας: βραστή κότα με ζωμό και ύστερα μαλεντί [=κρέμα σερβιρισμένη με ανθόνερο και ψιλή ζάχαρη]. Ετοίμαζε και τα αναψυκτικά που θα παίρνανε μαζί του στο λουτρό: σουμάδα, πορτοκαλάδα ή βυσσινάδα, κανένα γκλύκισμα ή τίποτα τέτοια, όχι βαριά πράματα και φαγιά. Α-πα-πα-πα! Αυτά τα κάναν οι Τουρκάλες και οι Αρμένισσες που βάφουνταν με κινά και ώς που να στεγνώσει ο κινάς για να μη στενοχωριένται κάθουνταν στο σοουκλούκι, δηλαδή στο δροσερότερο θάλαμο του λουτρού, και τρώγανε τοπίκια, γιαλαντζί-ντολμάδες και χοντροφάγια.
Στης Ευτέρπης το λούσιμο βοηθούσε και ο Ταρνανάς και ο Αλέκος για να τη χώσουν μέσα στο λουτρό και να καταφέρουν να τη γδύσουν. Όταν όμως μεγάλωσαν πια τα αγόρια και σηκώθηκαν οι γυμνές γυναίκες μια μέρα με τις γαλέντζες στο χέρι να τα πετάξουν έξω από το λουτρό, και έγινε εκείνο το πανδαιμόνιο που η Λωξάντρα κόντεψε να λιγοθυμήσει, τότες που την είπανε: Κυρά μου, δεν έφερνες και τον άντρα σου να λούσεις;” (ακούς εκεί να την πούνε τέτοια λόγια;) από τότες η Λωξάντρα έπαιρνε μαζί της το Χαρικλό κι το Πλοπλό για να μπορέσει να κάνει ζάφτι [=φέρει βόλτα] την Ευτέρπη. Να την τρίψει καλά, όπως ήθελε εκείνη, να τη σαπουνίσει, να τη λουτροκοπανίσει. Ένα σαπούνι και δεύτερο σαπούνι και τρίτο σαπούνι, τρεις κι Αγια-Τριάδα. Και ύστερα το παρέχυμα. Βουτούσε η Λωξάντρα το ασημένιο τάσι της μέσα στη μαρμάρινη γούρνα και παρεχούσε την Ευτέρπη και δροσίζονταν. ¨Ω-ω-ωχ!”
-Άντε κι άλλο ένα τάσι πιο δροσερό για να μην κρυώσεις σαν θα βγεις. Άντε κι άλλο ένα, βρ-ρ-ρ-ρωμούσα, που αν σ΄αφήσω, σκουλήκι θα πιάσεις. Αλυσίδα, μωρή, θα κάνουν τα σκουλήκια και θα σε σύρουνε στη θάλασσα! Άντε κι άλλο ένα για χατίρι μου, κακόν-καιρό-να-μην-έχεις, λοπράνα! Άντε και νύφη να σε λούσω, κοπρ-ρ-ρ-ρόσκυλο, που με τάραξες σήμερα!
Και έτσι, μετά φανών και λαμπάδων, κουκουλωμένη μέσα σε παχύ μπρουσιανό μπουρνούζι, έβγαινε η Ευτέρπη από το ζεστό θάλαμο του λουτρού, περνούσε στον πιο δροσερό, και από κει στη μεγάλη σάλα όπου είχαν ξεντυθεί, και η Λωξάντρα από πίσω της ακόμα έλεγε. Και για να πάρει πίσω την καρδιά της Ευτέρπης, αγόραζε από την αραπίνα, που κάθουνταν μπροστά σ’ ένα πελώριο ταβλά στη μέση της σάλας, λιχουδιές από μέλι και σουσάμι.
Ωραία χρόνια ήταν εκείνα που είχε τα παιδιά της μικρά στο γύρο της, όμως οι άνθρωποι, που δεν είναι ποτέ ευχαριστημένοι μ’ αυτό που τους δίνει ο Θεός και πάντα γυρεύουν τα περισσότερα, πιάνουν και τα χαλούνε. Στα καλά καθούμενα σηκώθηκε ο Δημητρός στο πόδι να σπουδάσει τον Αλεκάκη. Να τον βάλει στη Σχολή του Γένους, στο Φανάρι. Και επειδή το Φανάρι έπεφτε μακριά, αποφάσισε να τον στείλει να ζήσει στο σπίτι του Θεόδωρου. Έτσι θα μάθαινε, λέει, και γαλλικά με την Καμίλλη. Ακούστε εκεί πράματα! Γιατί πρέπει σώνει και καλά να μάθει το παιδί γαλλικά; Ήξερε ο Κώτσος, ο αδελφός της Λωξάντρας, που έζησε τόσα χρόνια το σπίτι του και που τη γυναίκα του την είχε καθισμένη στην κόχη σουλτάνα και ντομνίτσα; Γαλλικά ήξερε ο Μανωλιός, που την Αγαθώ την είχε βασίλισσα στα Ταταύλα; Για να κερδίζει, λέει, περισσότερα χρήματα, όπως ο Θεόδωρος. Μπρε, τι θα τα κάνει τα περισσότερα χρήματα; Παραπάνω απ’ ό,τι τρώει μπορεί να φάει; Τις εστί πλούσιος, μπρε; Ο εν τω ολίγω αναπαυόμενος.
Καθισμένη εκείνη την ημέρα μέσα στο βαποράκι που την πήγαινε στο Γαλατά, ζαλισμένη από τη νοτιά, αυτά όλα συλλογίζουνταν η Λωξάντρα και αναστέναζε. Παναγία μου μεγαλόχαρη, βάλε το χέρι σου να κάνει η Αγαθώ καλή έννα. Αϊ Νικόλα μου, γαλήνεψε τη θάλασσα, να φτάσει το βαποράκι εγκαίρως, γιατί εκείνη την Καναράκαινα, τη μαμή των Ταταούλων, δεν την είχε και πολύ εμπιστοσύνη η Λωξάντρα. Αχ, Θεέ μου, τι είναι ο άνθρωπος! Τι είναι η ζωή! Μια ανάσα. Τι αξία έχει ο παράς;
Είπε “τι είναι ο παράς” και θυμήθηκε το θησαυρό που είχε στο καρβουναριό της και, συγκινημένη καθώς ήτανε, τον τάζει ολόκληρο στην Μπαλουκλιώτισσα.
“Παναγία μου, κάνε το θαύμα σου να γεννήσει με το καλό η Αγαθώ, και όπως είναι ολάκερος, ο θησαυρός θα είναι δικός σου. Θα τον μοιράσω στους φτωχούς. Θα παντρέψω κορίτσια. Θα ανακουφίσω κόσμο και ντουνιά. Αμήν”.
Σταυροκοπήθηκε και άρχισε να μαζεύει τα μπαγάζια τη γιατί το βαποράκι σφύριζε. Πλησίασαν στο Γαλατά. Η ζαλάδα και οι τρεμούλες περάσανε. Φορτώθηκε τη βαλίτζα και τους μπόγους της και με σταθερό βήμα άρχισε να προχωρεί προς τη σκάλα του βαποριού.
-Σ’ ευχαριστώ, Παναγία μου, είπε μόλις πάτησε το πόδι της στη γέφυρα του Γαλατά, τόσο σίγουρη ήταν πως η Αγαθώ θα γεννούσε όμορφα και καλά.
Και γέννησε. Δυο ώρες αφού έφτασε η Λωξάντρα στα Ταταύλα, γέννησε η Αγαθώ και έκανε ένα ωραίο αγοράκι.
-Δόξα σοι ο Θεός!
Και της Λωξάντρας το “Δόξα σοι ο Θεός” σήμαινε: “Αχ! Αυτό δεν είναι στον κόσμο η χαρά;”
ΜΑΡΙΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ (1897-1989). Η Μαρία Ιορδανίδου γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, κόρη του μηχανικού του εμπορικού ναυτικού της Αγγλίας Νικολάου Κριεζή και της Ευφροσύνης Μάγκου. Από το 1901 ως το 1909 έζησε με τους γονείς της στην Αθήνα, μετά το χωρισμό τους όμως η Μαρία επέστρεψε στη γενέτειρα και γράφτηκε στο εκεί αμερικανικό κολέγιο. Από το 1914 ως το 1919 έζησε -εγκλωβισμένη από το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και τις ταραχές της ρωσικής επανάστασης κατά τη διάρκεια επίσκεψής της σε συγγενείς της στη Ρωσία- στη Μαριούπολη του Καυκάσου. Κατάφερε να επιβιώσει μόνη παραδίδοντας μαθήματα αγγλικών, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα σε ρωσικό γυμνάσιο.
Το 1919 επέστρεψε στην Πόλη και εργάστηκε σε αμερικανική εμπορική εταιρεία. Το 1920 πήρε μετάθεση για την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου ήρθε σε επαφή με τους πνευματικούς κύκλους, έγινε μέλος του κομμουνιστικού κόμματος Αιγύπτου και το 1923 παντρεύτηκε τον εκπαιδευτικό Ιορδάνη Ιορδανίδη. Μετά το γάμο της εγκαταστάθηκε με το σύζυγο και τη μητέρα της στην Αθήνα, όπου εργάστηκε στην πρεσβεία της Σοβιετικής Ένωσης.
Το 1931 χώρισε από τον Ιορδανίδη, με τον οποίο είχε στο μεταξύ αποκτήσει δυο παιδιά. Το 1939 απολύθηκε από την πρεσβεία και ξανάρχισε να ασχολείται με τα μαθήματα ξένων γλωσσών. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής καταστράφηκε το σπίτι της και η ίδια διώχτηκε και κλείστηκε σε διάφορα στρατόπεδα. Συνεργάστηκε με το περιοδικό έντυπο του Κ.Κ.Ε. Μόρφωση ως μεταφράστρια. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε σε ηλικία εξήντα πέντε χρόνων με την έκδοση του μυθιστορήματος Λωξάντρα.
Τιμήθηκε για το έργο της με το Χρυσό Σταυρό και το Οφφίκιο της Αρχόντισσας του Οικουμενικού Θρόνου από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης (1978). Έργα της μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Η Μαρία Ιορδανίδου ανήκει στους έλληνες πεζογράφους της μεσοπολεμικής περιόδου, ειδικότερα στους λογοτέχνες εκείνους που αγαπήθηκαν από το αναγνωστικό κοινό -έργα της με κύριο παράδειγμα τη Λωξάντρα μεταφέρθηκαν και στην τηλεόραση- και αγνοήθηκαν από την κριτική. Βασικά χαρακτηριστικά του έργου της είναι το αυτοβιογραφικό στοιχείο που κυριαρχεί ολοένα και εντονότερα κατά τη διάρκεια της λογοτεχνικής διαδρομής της, η αμέλειά της για μια συστηματική κατανομή του αφηγηματικού υλικού της και η αμεσότητα, ακρίβεια και φυσικότητα του λόγου της.
1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Μαρίας Ιορδανίδου βλ. Αφρουδάκης Άγγελος, «Μαρία Ιορδανίδου», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)Δ΄, σ.82-103. Αθήνα, Σοκόλης, 1992 και χ.σ., «Ϊορδανίδου Μαρία», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό4. Αθήνα, εκδοτική Αθηνών, 1985.
Στη συγκεκριμένη εκπομπή, παραγωγής του 1982, αυτοβιογραφείται η συγγραφέας Μαρία Ιορδανίδου (1897- 1989). Η ίδια κάνει αναδρομή στην πορεία της, εξιστορώντας τις συνθήκες μέσα στις οποίες ξεκίνησε να γράφει τη «Λωξάντρα», αλλά και τα άλλα βιβλία της όπως, «Διακοπές στον Καύκασο» «Σαν τα τρελά πουλιά», «Στου κύκλου τα γυρίσματα», «Η αυλή μας», για τα οποία βραβεύτηκε από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως με τον Χρυσό Σταυρό. Επιχειρεί να εξηγήσει τους λόγους που τα βιβλία της γνώρισαν τεράστια απήχηση και αγαπήθηκαν από το ελληνικό κοινό.
Περιγράφει τη ζωή της στην Πόλη όπου γεννήθηκε, στιγμές από τα παιδικά της χρόνια και τις σπουδές της στο Κολέγιο της Πόλης. Αναφέρεται ακόμη, στην καθημερινή ζωή στην Πόλη των αρχών του 20ου αι. και στους κατοίκους της, που αποτελούσαν ένα μωσαϊκό εθνοτήτων, στο θρησκευτικό συναίσθημα των Ελλήνων και στις σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων.
Συνεχίζοντας την αφήγηση της ζωής της, θυμάται πώς βρέθηκε στη Ρωσία κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και πώς βίωσε τα γεγονότα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Μιλάει για την παραμονή της μετά στην Αλεξάνδρεια, όπου βρέθηκε για λόγους βιοποριστικούς, και τη συμμετοχή της στο Κομμουνιστικό Κόμμα Αιγύπτου. Στην Αλεξάνδρεια συνδέθηκε με την αριστερή διανόηση και το 1923 παντρεύτηκε τον εκπαιδευτικό Ιορδάνη Ιορδανίδη. Κατόπιν, αναφέρεται στα δύσκολα χρόνια της γερμανικής Κατοχής, στη σύλληψή της από τους Ιταλούς και την κράτησή της στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Λάρισας, αλλά και στον αγώνα επιβίωσης της οικογένειάς της μετά τον πόλεμο.
Τέλος, αφηγείται γιατί στράφηκε στο γράψιμο στα 66 της χρόνια και μιλάει για το κίνητρο που την ώθησε στη συγγραφή της «Λωξάντρας», ένα από τα πιο αγαπημένα και πολυδιαβασμένα έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, όπου μέσα από την ιστορία της γιαγιάς της στην Πόλη, ξαναζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή.
Κατά τη διάρκεια της εκπομπής, ακούγονται αποσπάσματα από τα βιβλία της Μ. Ιορδανίδου που διαβάζει η Αλίκη Αλεξανδράκη. Προβάλλεται ακόμη, αρχειακό οπτικοακουστικό υλικό.
Σκηνοθεσία: Ντίνος Μαυροειδής
Φωτογραφία: Λευτέρης Πουλόπουλος
Παραγωγή Γιώργου και Ηρώς Σγουράκη, Copyright ΕΡΤ
Το πρωτότυπο φιλμ 16mm στο οποίο είναι αποτυπωμένο το ντοκιμαντέρ, συντηρήθηκε, ψηφιοποιήθηκε και αποκαταστάθηκε στα εργαστήρια του Αρχείου της ΕΡΤ με τον νέο εξοπλισμό και τις υποδομές που πλέον διαθέτει (film scanner, color correction).
Πηγή: timesnews.gr