Ο Οδυσσέας Ελύτης φωτογραφημένος από τον Μάριο Βίττι

MARIO VITTI*

Ο “σύγχρονος ελληνικός μύθος” του Ελύτη

ΓΥΡΩ ΑΠΌ ΤΟ ΕΡΓΟ του Ελύτη έχουν αποκρυσταλλωθεί μερικές πεποιθήσεις, μερικοί χαρακτηρισμοί που επαναλαμβάνονται από τους μελετητές και τους αρθρογράφους, και που, δίχως να προξενούν ζημία, δεν βοηθούν για μια ουσιαστικότερη και βαθύτερη γνωριμία με την ποίησή του. Ένας από τους χαρακτηρισμούς αυτούς αφορά ένα θεματογραφικό κεφάλαιο που πέρασε πια στην ιστορία ως “σύγχρονος ελληνικός μύθος”: ο Ελύτης εκφράζει τον “σύγχρονο ελληνικό μύθο”. Η βεβαίωση, που επαναλαμβάνεται από καιρό με το κύρος που έχουν όλοι οι “κοινοί τόποι”, ικανοποιεί βέβαια την επιθυμία που αισθάνονται λίγο πολύ όσοι άνθρωποι αγαπούν τα γράμματα, να δώσουν ένα επιγραφικό ορισμό σε μια βασική όψη της ποίησης του Ελύτη και να απαλλαγούν έτσι από την ανάγκη να διατυπώσουν μια προσωπική γνώμη για κάποιο ζήτημα από φύση του σύνθετο και που απαιτεί προεργασία και ειδικές γνώσεις.

Η επιγραφή “σύγχρονος ελληνικός μύθος” για την ποίηση το Ελύτη κυκλοφορεί, έτσι, ευρύτατα και ανεμπόδιστα, δίχως να προξενεί καμιά απορία ούτε καν για το τι σημαίνουν ακριβώς οι λέξεις που τη σχηματίζουν. Όσο και να μοιάζει αυτονόητος και αυταπόδεικτος, ο χαρακτηρισμός αυτός απαιτεί, για τη μεγάλη σημασία του προβληματισμού που επιστεγάζει, κάποια απόπειρα κριτικότερης χρήσης.

Αφήνοντας για άλλη ευκαιρία την εξέταση των δυο προσδιοριστικών επιθέτων, “σύγχρονος” και “ελληνικός”, που μοιραία θα μας οδηγούσαν και στο πρόβλημα της αντιπροσωπευτικότητάς τους εκ μέρους του Ελύτη αυτός και μόνος ο όρος “μύθος” θα έπρεπε να μας εμπνέει κάποιο δέος για τις φοβερές διαστάσεις του προβληματισμού που τραβά πίσω του από αιώνες… Σε μερικές σημειώσεις, όπως αυτές που διατυπώνονται στο άρθρο αυτό, δεν μπορεί να γίνει λόγος παρά για μερικές όψεις του ζητήματος, περιοριστικά, για όσον αφορά την μέθοδο μελέτης του “μύθου” στην ποίηση του Ελύτη.

Και ακριβώς γι’ αυτό η αναζήτηση πρέπει να ξεκινήσει από όσα κείμενα του Ελύτη εκφράζουν ενδεχόμενα την σκέψη του για τον “μύθο” με ρητές αναφορές. Ωστόσο, στα “Ανοιχτά Χαρτιά”, που αποτελούν το “κόρπους” των στοχασμών του μέχρι το 1974, έτους της δημοσίευσής τους, δεν συναντούμε ούτε τη λέξη αυτή, ούτε κάποιον υπαινιγμό πλάγιο ή άμεσο για το πώς αντιλαμβάνεται ο ίδιος τον “μύθο”.

Εάν δεν πέφτω έξω, μία και μόνη φορά ο Ελύτης μίλησε δημόσια και ρητά για “μυθο”, και αυτό κατά την διάρκεια μιας, κεφαλαιώδους σημασίας, συνέντευξης που έδωσε στον Ivar Ivask. Κάποια στιγμή η συνομιλία έπεσε στον ρόλο που η αρχαία μυθολογία παίζει σε ποιητές όπως ο Σεφέρης και ο Ρίτσος. Με αυτή την ευκαιρία ο Ελύτης δήλωσε ότι ο ίδιος απαξιώθηκε να προστρέξει σε παρόμοια θεματογραφία που βοηθά, λέγει, να “γίνεται πιο προσιτός στους ξένους” ένας Έλληνας ποιητής (σε μια άλλη συνέντευξη έκανε λόγο για “δεκανίκια” της αρχαίας μυθολογίας). Εξηγεί: “Εφόσον πρώτιστη έγνοια μου ήτανε να βρω τις πηγές του νεοελληνικού κόσμου, κράτησα τον μηχανισμό της μυθογένεσης αλλά όχι και τις μορφές της μυθολογίας”. Και για παράδειγμα της μυθογένεσης στην ποίησή του φέρνει την περίπτωση προσωποποίησης που επιτυχαίνει σε ποιήματα όπως το “Σώμα του Καλοκαιριού”, μιλώντας για το σώμα ενός παλικαριού, ή όπως το γνωστότατο “Η Πορτοκαλένια”.

Παρά τις ισχνές μαρτυρίες του Ελύτη σε αυτή την κατεύθυνση, και παρά τη μεγάλη σημασία που οι ίδιες αποκτούν για την σπανιότητά τους, δεν μπορούμε να τις εκμεταλλευτούμε τώρα για τον δικό μας σκοπό, που είναι να καταλάβουμε τι είναι ο ελληνικός μύθος για τον Ελύτη, έτσι όπως τον βλέπουμε  να πραγματοποιείται στην πράξη της ποιητικής γραφής. Γι’ αυτό τελικά δεν μας μένει άλλος δρόμος από το να στραφούμε στο ποιητικό έργο του Ελύτη και να αναζητήσουμε μέσα στα συμφραζόμενά του την παρουσία του “μύθου”. Όσα ο ίδιος εξηγεί για τη “μυθογένεση” μπορούν να αξιοποιηθούν κατάλληλα για την ανάλυση άλλων όψεων της ποιητικής του, όπως, λόγου χάρη για την ανάλυση των μεταφορών του, και τα αφήνουμε κι αυτά για άλλη φορά.

Ωστόσο, μόλις καταπιαστούμε με την ανίχνευση των σημείων στα οποία στράφηκαν μέχρι τώρα οι κριτικοί για να στηρίξουν τα επιχειρήματα που τους οδήγησαν στον χαρακτηρισμό, θα έχουμε την έκπληξη να διαπιστώσουμε ότι κατά βάθος δεν υπάρχουν ούτε σημεία ούτε επιχειρήματα συγκεκριμένα και δηλωμένα. Πρέπει μάλλον να συμπεράνουμε ότι οι κριτικοί κατάληξαν στον επιτυχημένο χαρακτηρισμό συμπυκνώνοντας στις τρεις λέξεις του διάχυτες  εντυπώσεις, από μια περιγραφή εδώ, από μια “εικόνα” εκεί, οδηγημένοι πιότερο από το ένστικτο και τη διαίσθηση παρά από την συστηματική πρόθεση τεκμηρίωσης. Επίσης πρέπει να ομολογήσουμε ότι οι κριτικοί ούτε μια στιγμή εδίστασαν προκειμένου να χρησιμοποιήσουν τον όρο “μύθος”, και, φυσικά, δεν χρειάστηκε να προειδοποιήσουν τον αναγνώστη με ποια έννοια, από τις πολλές που έχει ο όρος, τον χρησιμοποιούν.

Για μερικούς κριτικούς του Ελύτη ο “μύθος” μοιάζει να συμπίπτει απλώς με ό,τι αλλιώς αποκαλούμε “θέμα”· και ίσως με αυτή την απλουστευτική ταύτιση διαπράττεται οπωσδήποτε μικρότερη ζημία, από εννοιολογική άποψη, σε σχέση με άλλου τύπου ζημία που συντελείται με την αοριστία και την σύγχυση. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας παρόμοιας ταύτισης, συναντούμε στον Κίμωνα Φράιαρ, εκεί που ο ίδιος, παρουσιάζοντας, στο αγγλόφωνο κοινό το “Άξιον εστί”, κάνει λόγο για τη δημιουργία “νεοελληνικής μυθολογίας από το τοπίο και από τα ήθη, από την ιστορική συνείδηση τη ελευθερίας, από τα μυστικά της ελληνικής γλώσσας, από τη βυζαντινή υμνολογία και τη λειτουργία της ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας με τις επιβιώσεις της των διονυσιακών και ελευσινίων στοιχείων και πάνω απ’ όλα από τη θάλασσα, τον ουρανό, τους βράχους και τον ασβέστη του σημερινού τοπίου του Αιγαίου”. (Άξιον εστί το τίμημα, σ 49).

Αν και η παραπάνω απαρίθμηση, που ταυτίζει τον μύθο με τα θέματα, δεν συμβάλλει για μια βαθύτερη κατανόηση του ζητήματτος, τουλάχιστο δεν οδηγεί σε μια πλάνη. Άλλωστε η απαρίθμηση μπορεί να αποτελέσει θαυμάσια την αρχή ενός διαβήματος που έχει στόχους υψηλότερους. Μπορούμε μάλιστα να υποστηρίξουμε ότι η μεθοδική απογραφή των θεμάτων, σύμφωνα δηλαδή με μια μέθοδο και όχι στην τύχη, που εμπίπτουν στον χώρο του ελυτικού μύθου, σημειώνει μια σκόπιμη προκαταρκτική πράξη. Αλλά ήδη αυτή η αρχική πράξη δεν είναι πραγματοποιήσιμη δίχως την επικουρία ενός αμυδρού διαχωριστικού κριτήριου. Τι θα συμπεριληφτεί στην απογραφή και τι θα μείνει έξω; Φαύλος κύκλος… Ωστόσο από κάπου πρέπει να αρχίσουμε.

Η πρώτη φορά που ο Ελύτης ενέργησε ο ίδιος συστηματικά χωρίζοντας όσες ανθρώπινες εμπειρίες της ζωής του, όσα προσωπικά του βιώματα θεωρεί θετικά και εποικοδομητικά, από όσα θέλει να αγνοήσει επειδή πιστεύει ότι διαψεύδουν την αυθεντικότερή του ύπαρξη, το έκανε στον “Ήλιο τον Πρώτο”. Αργότερα επανήλθε στην απαρίθμηση των θετικών βιωμάτων του με τρόπο συστηματικότερο και προγραμματιζόμενο (στο μεταξύ η ωρίμανση των προθέσεών του είχε προχωρήσει), καθώς άγγιζε το αποκορύφωμα του”Άξιον εστί”. Το τρίτο μέρος του”Άξιον εστί”, το μέρος όπου αξιολογείται η ζωή και δοξολογείται (γι’ αυτό και μετονομάστηκε “Δοξαστικόν”), αποτελεί την απογραφή των θετικών βιωμάτων, όσων δεν διαψεύδουν τις προσδοκίες του ανθρώπου Ελύτη, όσων αφορούν τον αυθεντικότερο Ελύτη που μένει απρόσβλητος από την καθημερινή φθορά της ζωής.

Από τον “Ήλιο τον Πρώτο” και το “Δοξαστικόν” του”Άξιον εστί” μπορεί να ξεκινήσει και η δική μας απογραφή των βιωμάτων που συρρέουν στον “σύγχρονο ελληνικό μύθο”, όπως τον εννοεί ο Ελύτης.

Η σημασία των βιωμάτων που αποτελούν τον “μύθο” στον Ελύτη υπογραμμίζεται και αποκτά ιδιαίτερες “ηθικές” προεκτάσεις, όταν δούμε τα βιώματα αυτά από την ανάποδη· όταν δηλαδή προσέξουμε ποια άλλα βιώματα αντιτάσσονται σ’ αυτά, ποια βιώματα θεωρούνται “αρνητικά” σε αντιπαράθεση με τα “θετικά”. Όταν θα έχουμε μπροστά μας ένα δίστηλο κατάλογο με όσα ο ποιητής αξιολογεί ως ενεργητικά στη ζωή του και όσα ως παθητικά, θα είμαστε σε πιο άνετη θέση για να εννοήσουμε με λιγότερη αοριστία τι μπορεί να είναι ο “σύγχρονος ελληνικός μύθος” για τον Ελύτη.

Ένα άρθρο όπως αυτό δεν είναι κατάλληλο για να καταπιαστούμε με μια πρωτοβουλία παρόμοια. Σε όσα υπαινικτικά προβάλλονται εδώ, αρκεί να προσθέσω, πολύ βιαστικά, ότι στα “αρνητικά” βιώματα συμπεριλαμβάνονται πριν απ’ όλα οι συμφορές που από πάντα αιφνιδιάζουν και κλονίζουν την τάξη της ανθρωπότητας, από τους σκοτεινούς καιρούς της προϊστορίας μέχρι σήμερα: οι πόλεμοι και η προσφυγιά, οι φόνοι και η βία, οι σεισμοί και οι πλημμύρες, οι επιδημίες και οι αρρώστιες και όποια άλλη απειλή προέρχεται από τη φύση ή από τον εχθρρό. Αυτά τα ομαδικά επεισόδια ο άνθρωπος έμαθε από πάντα να τα αποκαλεί “ιστορία”. Οι αλλαγές στη ζωή ήσαν πάντα για το κακό, προσθέτουν οι ανθρωπολόγοι. Γι’ αυτό, το ένστικτο του ανθρώπου επινόησε ανέκαθεν μια άλλη τάξη των πραγμάτων, αμετάβλητη και σταθερή που εξασφαλίζει από κάθε απρόοπτο. Τελικά, κατέληξε να αντιτάσσει στις συνθήκες διαβίωσης που προξενούν την δυσφορία και την δυστυχία, έναν κόσμο ευφορίας και ευτυχίας όπου η ηρεμία τη καθημερινής ζωής δεν υπονομεύεται από κανένα κακό

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο πορισμάτων της ανθρωπολογικής επιστήμης αποκτούν μια διαφωτιστική σημασία κάποιες ρήσεις του Ελύτη, που εκφράζουν το μόνιμο και αναλλοίωτο όπως αυτή του 1943: “ο ουρανός μου είναι βαθύς κι ανάλλαχτος”, ή όπως ετούτη του 1974: “Ένα μεταφορικό καλοκαίρι με περίμενε, ολόιδιο, αιώνιο”.

Από την εξέταση ενός συνόλου βιωμάτων όπου από τη μια πλευρά στέκεται ο “μύθος” και την άλλη η “ιστορία”, ή καθώς το ονομάσαν επίσης, ο “αρχετυπικός χρόνος” και ο “ιστορικός χρόνος” (μας το υπενθυμίζει η κ. Λίνα Λυχναρά στο βιβλίο της για τον Ελύτη· η μόνη ανάλυση που πορεύεται σωστά στη μελέτη του “μύθου”, έστω και αν δεν φτάνει στην εναργέστερη τοποθέτηση του ζητήματος), πρέπει να ξεκινήσει η σοβαρή αντιμετώπιση του “μύθου” στον Ελύτη, ώστε να πάψει ένα τόσο σημαντικό μέρος του ποιητή να καλύπτεται από ένα κοινό τόπο που επαναλαμβάνεται μηχανικά, αποκενωμένος σχεδόν από την ουσία του.

  • Πρώτη δημοσίευση: Το Βήμα, 16 Μαρτίου 1982

Mario Vitti γεννήθηκε το 1926 στην Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκε στην Ιταλία μόλις τελείωσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Εκεί σπούδασε και σταδιοδρόμησε ως καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας. Για τη συμβολή του στις νεοελληνικές σπουδές τιμήθηκε με τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα από τα Πανεπιστήμια της Θεσσαλονίκης, του Παρισιού και της Λευκωσίας. Ολοκλήρωσε την ακαδημαϊκή διδασκαλία στη μεσαιωνική πόλη Βιτέρμπο, στα βόρεια περίχωρα της Ρώμης, όπου τελικά περνά τον περισσότερο χρόνο απασχολούμενος, όπως λέει, με τα αγαθά της γης και των γραμμάτων. Ο Mario Vitti ανακάλυψε και αξιοποίησε λανθάνοντα έργα, όπως το δράμα του Μοντσελέζε “Ευγένα” (1965) ή πολύτιμα κειμήλια του Κάλβου (δύο τόμοι 1960 και 1963)· κατεύθυνε την προσοχή σε παραγνωρισμένα αριστουργήματα επανεκδίδοντας τη “Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι” (1977) και το “Έρωτος αποτελέσματα” (1993)· ανάλυσε έργα αποφασιστικής σημασίας για την πορεία της λογοτεχνίας, ιδιαίτερα της ηθογραφίας (“Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας”, 1974) και του μοντερνισμού (“Η Γενιά του Τριάντα: ιδεολογία και μορφή”, 1977).


Πηγή: timesnews.gr