Γράφει ο Ερανιστής

Κατά ένα παράδοξο τρόπο ο πουριτανισμός στην Αγγλία του 1600 ανέδειξε έναν μεγάλο ποιητή. Είναι όμως αλήθεια πως, αν εξετάσουμε προσεκτικότερα, βρίσκουμε στον Τζον Μίλτον [John Milton] μια κληρονομιά του απώτερου παρελθόντος της Αναγέννησης και της Αρχαιότητας, με την αίσθησή τους του ωραίου. Η ποίησή του απηχεί ακόμα την τρυφερή αρμονία του αριστοκρατικού λυρισμού και της αυλικής κομψότητας. Γιατί ο νεαρός Milton, στους “Αρκάδες” και τον “Κώμο” του, μας πρόσφερε αριστοτεχνικά ποιήματα παλαιού ρυθμού.

Πόσο δρόμο, όμως, έκανε από εκεί μέχρι τον “Χαμένο Παράδεισο” [Paradise Lost] και τον “Σαμψών, αγωνιστή” του! Ασφαλώς δε θα μπορούσε κανείς να προβλέψει, ούτε κι ο ίδιος να φαντασθεί, πως αυτός ο νεαρός σπουδαστής της Οξφόρδης –που οι συμφοιτητές του για τον τρυφερό χαρακτήρα του τον έλεγαν “η Λαίδη”– επρόκειτο να περάσει από τόσες δοκιμασίες και να καταλήξει στη μοναξιά του μεγαλείου.

Ο Milton γεννήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου του 1608, στο Λονδίνο. Ήταν κομψός και διακρίθηκε σαν επιστήμων και ρήτορας. Από νέος αισθανόταν ότι ανήκει στους εκλεκτούς και πως τον περιμένει η δόξα στο δρόμο του Θεού. Σε πολλά θυμίζει τον Δάντη. Όπως κι ο μεγάλος Φλωρεντινός, έζησε το αιώνιο και το πρόσκαιρο σαν να τον αφορούσαν προσωπικά, όπως προσωπικά έπαιρνε τους πολιτικούς αγώνες ή τις θρησκευτικές διαμάχες.. Γι’ αυτό και τον ονόμασαν “Δάντη του προτεσταντισμού”. Όλες οι εμπειρίες του ήταν γι’ αυτόν ενδείξεις της Θείας Θέλησης. Η προσωπική του δικαίωση ήταν γι’αυτόν δικαίωση του Θεού. Αλλά και το αντίθετο: Θεού θέλημα και δικαίωση ήταν και του ίδιου του Milton θέλημα και δικαίωση. Η θρησκευτικότητά του ήταν ηρωική κι αλαζονική και γι’ αυτό πλησίαζε επικίνδυνα την οδό του Σατανά, του επαναστάτη αντιπάλου του Θεού.

Ο Milton ένιωσε την επίκληση της μοίρας του στην Ιταλία, όταν έμαθε την έκρηξη του εμφυλίου πολέμου στην πατρίδα του. Αμέσως διέκοψε το ταξίδι του, γιατί θεώρησε καθήκον του να συμμεριστεί την τύχη της πατρίδας του. Σε λίγο δημοσίεψε τα αστραφτερά του μαχητικά πολιτικά φυλλάδια, όπου υποστήριζε τον Κρόμβελ εναντίον του βασιλιά, χτυπούσε την πρεσβυτεριανή επίσημη Εκκλησία και την Ευρώπη, που αγανακτούσε για την αλαζονεία της Βουλής και του Προτέκτορα. Ο Milton ρίχτηκε στους πολιτικούς αγώνες, όπως άλλοτε ο Δάντης, κι αυτό υπονόμευσε την ασθενική του κράση και τελικά του στέρησε την όρασή του. Μα κι αυτό δεν είναι το τελευταίο. Ο πρώτος του γάμος απέτυχε. Η δεύτερη γυναίκα του πέθανε νωρίς, κι αν η τρίτη του παραστάθηκε στα γεράματά του, αυτά τα γεράματα ήταν δυστυχισμένα, γιατί αν και δεν τον καταδίκασαν μετά την αποκατάσταση της μοναρχίας, οι τρεις κόρες του μεταχειρίστηκαν άθλια τον ανήμπορο γέροντα.

Απ’ το δράμα του”Σαμψών, αγωνιστής”, ηχεί το μελαγχολικό παράπονο του τυφλού αγωνιστή, καθώς βλέπει να καταρρέει το έργο του:

Γιατί μ’ έβαλε να γράψω όλ’ αυτά
ορίζοντάς με για δικό του μαχητή,
αφού εδώ, τυφλός και προδομένος,
έγινα αιχμάλωτος κι όλοι με χλευάζουν;…
Και μες στις σιδερένιες αλυσίδες
κοπιάζω, όντας δούλος του εχθρού.
Πανένδοξες δυνάμεις, πρέπει λοιπόν στο τέλος
να ταπεινωθώ όπως ένα ζώο!…
Αλλά σιωπή! Με τις ανώτερες βουλές
δεν είναι σωστό ν’ αντιδικείς.
Μπορεί να είχαν το δικό τους το σκοπό,
σκοπόν ασύλληπτο απ’ το ανθρώπινο μυαλό…

Έτσι λοιπόν ο Milton, σαν τον Δάντη, κατέληξε εξόριστος απ’ τον κόσμο του φωτός στον κόσμο του σκότους. Τα τυφλά του όμως μάτια άνοιξαν στο όραμα του παγκόσμιου αγώνα των αιωνίων δυνάμεων.

Έγραψε το ηρωικό έπος για την ανταρσία του Σατανά, για τον πειρασμό του ανθρώπου, για τη ρήξη ανάμεσα στο καλό και το κακό, για τον συγγενή πόνο και για το προπατορικό αμάρτημα: το έπος “Ο Χαμένος Παράδεισος”.

Τα πολιτικά έργα έργα του Milton ανήκουν στην εποχή τους και μόνο. Μερικοί όμως προγενέστεροι στίχοι του έχουν αποδεσμευθεί απ’ αυτή την επικαιρότητα, όπως τα ποιήματά του “Αλέγκρο” και “Πενσιερόζο”, που μελοποίησε ο Χέντελ. Όταν άρχισε να γράφει τον “Χαμένο Παράδεισο”, έπρεπε να εκλέξει ανάμεσα στον γαλλικό αλεξανδρινό στίχο ή τον ηρωικό ανοιμοιοκατάληκτο. Εκλέγοντας τον δεύτερο, υπάκουσε στον εσωτερικό νόμο της αγγλικής γλώσσας κι έμεινε πιστός στο περιεχόμενο του οράματός του. Το μεγαλειώδες πάθος του, χάρη στο στίχο αυτό, απέκτησε εκείνη την υπέροχη κλαγγή που διακρίνει τα 12 άσματα του έπους. Ο ίδιος δικαιολόγησε αυτή την εκλογή, επικαλούμενος το παράδειγμα των “καλύτερων αγγλικών τραγωδιών” και υπογραμμίζοντας τον “μεγαλειώδη ρυθμό” του ανομοιοκατάληκτου στίχου, που “υπολογίζει, σωστά, τις μακρές και βραχείες συλλαβές και επιτρέπει στο νόημα να μεταπηδάει απ’ τον ένα στίχο στον άλλον”. Ο Milton ο ίδιος ενθουσιάστηκε με τα οράματα του ποιήματός του, που εκτυλίσσονται αντικειμενικά στα πλαίσια του Κοπερνίκειου συστήματος, καλλιτεχνικά όμως στα πλαίσια του Πτολεμαϊκού.

Στον “Χαμένο Παράδεισο”, δεν μιλάει μονάχα ο πολιτευόμενος πουριτανός Milton, αλλά κι ο λάτρης της αρχαιότητας, ο φίλος της ομορφιάς και της αρμονίας. Σοβαρά προβλήματα του εδημιούργησε η θεολογία, γιατί έπρεπε να ξεπεράσει, όχι μονάχα λογικά, αλλά και ποιητικά, το δόγμα του προκαθορισμού, που ενυπάρχει σε κάθε ορθολογιστική αντίληψη, για την παντοδυναμία και παντογνωσία του θού.

Ο Milton υποστήριζε σταθερά την ελευθερία της βούλησης, που δίνει στον άνθρωπο τη ικανότητα να αποφασίζει ανάεσα στις αντιθέσεις, ελευθερία όμως που συμβιβάζεται με την Πρόγνωση του Θεού. Πολλοί κριτικοί υπογράμμισαν με ποιο πειστικό μεγαλείο πετυχαίνει ο Milton να δώσει τη μορφή του Σατανά, του έκπτωτου αυτού ηρωικού αγγέλου. Μια σκοτεινή ομορφιά τον περιβάλλει καθώς επικαλείται –μετά την πτώση του– τον ήλιο:

Ω! ήλιε φωτοστεφανωμένε,
που ατενίζεις κάτ σου τον κόσμο, σα θεός,
και που τ’ αστέρια μπρος στο θρόνο σου
ξεθωριάζουν, εσένα επικαλούμαι
όχι όμως σα φίλος, μα για να σου φωνάξω
πως μισώ τις ακτίνες σου, που μου θυμίζουν
το μεγαλείο σου, όταν, ψηλά, στο θρόνο,
σ’ ατένιζα ώσπου η περηφάνια μου
καθώς και η αλαζονεία μ’ έφεραν εδώ κάτω
όταν πολέμησα τον μόνον Εξουσιαστή…

Σ’ αυτόν τον αγώνα των αιώνιων δυνάμεων, ο άνθρωπος ουσιαστικά είναι μονάχα ένα αντικείμενο. Απ’ την αδυναμία του χάνει τον Παράδεισο και η αποκατάστασή του μπορεί να γίνει μονάχα απ’ το Θεό. Ο Υιός του Θεού και “Λόγος” του θα δώι τη λύτρωση.

Με τι φοβερή ηρεμία, προφητεύει τη λύτρωση αυτή ο Θεός-Πατέρας, λέγοντας στον Γιο του:

Πήγαινε κει, στα βάθη που ορίζουν
τη γη απ’ τον έναστρον ατέλειωτο ουρανό.
Δεν έχει όρια ο χώρος ούτε άκρη
κι όμως τον γέμισα ολόκληρον ώς το άπειρο.
Και κει ακόμα όπου η δύναμή μου
δεν έχει ορατά εκδηλωθεί
καθώς ελεύθερη είναι να ενεργεί,
ούτε η τύχη, ούτε η ανάγκη δε μπορεί να φτάσει,
και η θέλησή μου είναι η μόνη προσταγή…

Τι αντίθεση όμως ανάμεσα στον προτεστάντη Milton και τον καθολικό Δάντη! Ο Ιταλός κλασικός του Μεσαίωνα μας έδωσε τη στατική τάξη του Είναι. Ο ατομιστής, ωστόσο, του Μπαρόκ, συναρπάστηκε με τις αντιθέσεις του είναι. Αντιθέσεις, όμως, όπου η μεμονωμένη ελεύθερη ατομική ψυχή πρέπει μόνη της, με την απόφασή της, να κερδίσει τη θεία χάρη δίχως να βασανίζεται στην προσευχ΄μενη αγάπη των αγίων… (Erwin Laaths, Παγκόσμιος Ιστορία της λογοτεχνίας, μετάφραση Σ. Πρωτοπαπά. Εκδ. Αρσενίδη 1963).


Πηγή: timesnews.gr