ΜΙΜΑ Ε. ΔΟΥΓΑΛΗ
Χειμώνας
Ο ΚΑΙΡΟΣ είναι βαρύς και μουντός, ο βοριάς, που φύσηξε, έφερε και το κρύο, κρύο κοφτερό σαν ατσάλι. Ολοταχώς μας [ήρθαν] τα Χριστούγεννα, που οπισθοχωρούν επώδυνα σε αναμνήσεις, δικές μας και ξένες, τα χρώματα σκούρα και γκρίζα, ο ουρανός συναρπαστικός σε χρώματα μελαγχολικά, αλλά που είναι πολύ χειμωνιάτικα, εικόνα βαριά αγαπημένη.
“Ξαφνικά έρχονται οι μνημονικές εικόνες, παιχνίδι και πλάνη του νου και της καρδιάς, μια θύμηση, μια μυρουδιά, μια συνειρμική ακίδα και ξεσπά η μνήμη ελεύθερα και…”
Είναι ένα δρομάκι στην εξοχή. Δεν ξέρω πού οδηγεί, αφού δεν έφτασα ποτέ στο τέρμα του, ούτε που ένιωσα ποτέ την ανάγκη γι’ αυτό, μόνο για λίγο κάθε φορά το περπατώ, αφού από την μια, πανύψηλες λεύκες το πλαισιώνουν και αδιαπέραστοι αγκαθωτοί θάμνοι το φυλούν, κι από την άλλη, σκούρα ευλογημένα χωράφια, οργωμένα και νιόσκαφτα, ανοίγονται, καθώς το έδαφος δημιουργεί μια απαλή ανηφορική καμπύλη. Στο βάθος μερικά δέντρα σε ευθεία οριοθετούν τις γραμμές και τα χωράφια στον ορίζοντα.
Πιο πέρα, αριστερά, υπάρχει το παλιό μας σπίτι κατάκλειστο και σιωπηλό. Απομεινάρια ζωής γύρω του, η αυλή μας χορταριασμένη αλλά πιο πλατιά κι ευρύστερνη από όσο την θυμόμουν, η βρύση στεγνωμένη κι άνυδρη, το μικρό μποστανάκι πιο εκεί – έχουν απομείνει τα καλάμια μπηγμένα στο χώμα στήριγμα για τα αναρριχώμενα λαχανικά, ξερά χορτάρια, μια τσάπα αφημένη δίπλα στο φράχτη – το βοηθητικό οίκημα στο πλάι μεταγενέστερη προσθήκη στο παλιό σπίτι με τους τοίχους νοτισμένους από την υγρασία των βροχών και των χειμώνων, οι δυο μεγάλες πέτρες από πάντα εκεί στην άκρη, η κληματαριά μας αποσβολωμένη, αντικείμενα παλιά ξεχασμένα, ακουμπημένα πρόχειρα στους τοίχους. Βάτα και θεριεμένες περικοκλάδες το περισφίγγουν πιο ασφυκτικά.
“Έρχονται οι μέρες των Χριστουγέννων, ο αγέρας μοσχοβολά χειμώνα και καμένο ξύλο, το σπίτι μας με ανοιγμένα τα πανιά πλέει στον παγωμένο αέρα, ήρεμο και πανέτοιμο… Καμινάδες καπνίζουν, οι σόμπες και τα τζάκια τρίζουν όλη μέρα, με την ανακουφιστική θαλπωρή της φωτιάς, ανασκαλεύουν τα όνειρα και την μαγεία και τις νύχτες, αργά, ένα παραμύθι αναδύεται από την φαντασία, κλώθεται κι αγκαλιάζει ήρεμα και γλυκά το μυαλό και αγγίζει τις φλόγες νοσταλγικά καθώς αναδεύεται στον αγέρα. Οι μέρες μοσχοβολούν ζωή, κάθε μεσημέρι η ευωδιά του φαγητού και του μυρωδάτου ψωμιού πλημμυρίζει τον αέρα. Κάθε βράδυ το θερμό φως της φλόγας στο τζάκι εγκλωβίζεται στα δωμάτια και τα παράθυρα το εκπέμπουν στην κρύα νύχτα. Φωνές συνύπαρξης και δυναμικής ζωής ακούγονται από μέσα, παιδιά γελούν και μαλώνουν, η πατρική φωνή, μια γυναικεία πότε-πότε τραγουδά και απότομα σταματά γελώντας, θόρυβοι ζωής και κίνησης, ήχοι της συνηθισμένης απλής ευτυχίας καθώς προχωρά μαζί η ζωή κι η ζήση. Είναι ο πατέρας κι η μητέρα κάπου νέι και δυνατοί, αγαπημένοι και αρμονικοί, πάντα χαμογελούν όμορφα στις φωτογραφίες. Όαση θαλπωρής και ζεστασιάς το σπίτι μας εκεί, αριστερά, καθώς ανηφορίζει το δρομάκι στον καμπυλωτό ορίζοντα.”
Ο Δεκέμβριος κι ο χειμώνας ήρθε ξαφνικά. Μέσα στην άκαιρη παρατεταμένη καλοκαιρία, άνοιξαν οι θύρες του χειμώνα και εισέβαλε το κρύο. Το σιωπηλό σπίτι μας στέκει στα δειλινά μουντό λιγάκι, με σκοτεινά δωμάτια και κλειστά παράθυρα, πέρασαν οι ώρες, ήρθαν αλλες καινούργιες, οι χαρές έπαψαν, απρόοπτα εξερράγησαν ξαφνικά και απροειδοποίητα, οι άνθρωποι έφυγαν ή χάθηκαν, δεν είναι πια ίδιοι, δεν είναι εδώ, ούτε η ζωή είναι. Τις νύχτες, η σόμπα, που θέρμαινε την μεγάλη κουζίνα, εξακολουθεί να φουντώνει με θαλπωρή και ισχυρή ζεστασιά, πιο πολύ όμως είναι η ευρεία σιωπή που κυκλώνει, πιο πολύ το κρύο που παγιδεύεται στα άδεια δωμάτια και εκπνέει με παγωμένους ατμούς.
Είμαι εδώ κι αυτό είναι το σπίτι μου, έτσι θαρρώ, ένα σταθερό μόνιμο ασφαλές νησί στο πέλαγος, οι νύχτες του είναι πολύ μακριές και σιωπηλές, κυκλωμένες από οπτασίες και πνεύματα, από οντότητες που θωπεύουν μυστικά και κρυφά νομίζω τα μαλλιά μου καθώς νιώθω να περνούν δίπλα μου, να κρύβονται μέσα στις φωτογραφίες και στις στιγμές, στις παλιές μοσχοβολιές και στα μπαούλα, πίσω από τις σκέψεις και κάτω από τις κυματιστές σιωπές.
“Είμαι ξαπλωμένη, τυλιγμένη κυκλωμένη από τη ζεστασιά είναι βράδυ και έξω έχει απόλυτη σιγαλιά, το κρύο είναι δριμύ μπορεί και να άρχισε λιγάκι να χιονίζει, μακρινά σκυλιά αλυχτούν, αλλά είναι τόσο μακριά που το αμυδρό τους γάβγισμα ακούγεται καθησυχαστικό και πλέει στην ησυχία. Τα κλαδιά του δέντρου που ψηλώνει παράλληλα με τον τοίχο πότε-πότε αγγίζουν την πέτρα κι ακούγεται ένα σιγανό ψιθύρισμα, σαν κάτι ανάερο να περπατά… Πιο πέρα μια λάμπα, φωτίζει χλωμά τον όλο μαύρες κοφτερές σκιές δρόμο, δεν κυκλοφορεί κανείς κι όλα είναι βυθισμένα στη νύχτα και στο όνειρο. Όμως μια γλυκιά προσμονή ξαγρυπνά, κάτι ανήσυχο, που φτερουγίζει, που περιμένει ανυπόμονα και αδημονεί…”
Είμαι εδώ, στο σημείο, στο προσφιλές και οικείο από πάντα σημείο και μέρος, εκεί όπου γυρίζοντας ελαφρά στο δρόμο αποκαλύπτεται αίφνης όλη η εικόνα, κοντοστέκομαι με ανάσες που γίνονται βαθιές απ’ την ανηφοριά, από εδώ και πάνω ανηφορίζει το έδαφος καμπυλωτά απαλά, εξακολουθώ να μην θυμάμαι πού οδηγεί, ούτε πού καταλήγει, αφού ποτέ νομίζω δεν ένιωσα την ανάγκη να το μάθω, αν και μέσα μου βαθιά και άδηλα και κρυφά, ξέρω πως πάντα μου υπήρχε μια αληθινή ύπαρξη φόβου, μια σκέψη ανήσυχη για την γη, που απλώνεται πέρα από την απαλή ανηφορική καμπύλη του εδάφους, αυτή που πάντα απέκρυπτε αποφασιστικά το παραπέρα, το πιο εκεί, το ό,τι εκεί αιώνια περιμένει.
“Ξύπνησα λυμένη, στα ακροδάχτυλά μου μπλεγμένο ένα όνειρο. Είμαστε εγώ και άλλοι άγνωστοι εντελώς στο ξέφωτο σκοτεινού, αδιαπέραστου δάσους, μια φωτιά έκαιγε στο κέντρο του και ήταν παράξενα κι ωραία. Στον ουρανό έκαιγε κόκκινο το φεγγάρι.”
- Πρώτη δημοσίευση: Η Παρέμβαση | Περιοδικό Λόγου & Τέχνης. Τεύχος 200, χειμώνας 2020-2021.
Πηγή: timesnews.gr