ΝΙΚΟΣ Χ. ΛΑΓΚΑΔΙΝΟΣ

Η δεκάτη τρίτη Απριλίου…

ΕΙΧΕ ΑΡΧΙΣΕΙ να σκέφτεται ότι το συναισθηματικό ξόδεμά του ήταν μάταιο. Ωστόσο δεν μπορούσε να το φρενάρει. Περίμενε με αγωνία κάθε δική της είδηση, κάθε χαιρετισμό, κάποια νύξη στο διαδίκτυο. Εκείνη, η Μαριάννα, πρέπει να είναι ευτυχισμένη και ξέρει πως αν κάνει ένα βήμα παραπάνω θα βρεθεί στο χείλος της αβύσσου. Αυτός αισθάνεται σαν εγκαταλειμμένος όχι από τον Θεό, αλλά από τις μικρές εκείνες θεότητες που αν και κατοικούν στον Όλυμπο, κατεβαίνουν και συγχρωτίζονται με τους ανθρώπους, κυκλοφορούν ανάμεσά τους και κάπου-κάπου τους τσιγκλάνε κι αυτοί τα βάζουν με λάθος ανθρώπους…

Στο μεταξύ οι μέρες περνούν, τ’ απωθημένα σωριάζονται το ένα πάνω στο άλλο κι αυτός στο πρόσωπο των γυναικών που συναντά στο δρόμο βλέπει τη μορφή της. Σαν εφιάλτης! Ο Βαγγέλης όμως ξέρει ότι δεν έχει νόημα να ελπίζει κι ότι πρέπει να σταματήσει αυτή τη μάχη γιατί είναι προκαταβολικά χαμένη.

Ο νους τρέχει στον Μπέκετ, με τον οποίο είχε ένα κοινό στοιχείο κι αυτό ήταν η δεκάτη τρίτη Απριλίου. Η μέρα που γεννήθηκε ο Μπέκετ, αλλά κι αυτός! Έτσι πήγε στο Παρίσι για να τον συναντήσει. Καθημερινά έκανε δρομολόγια στα μέρη που είχε διαβάσει ότι κάποτε σύχναζε. Μια φορά τον πέτυχε στο boulevard Raspail, κοντά στο théâtre de Babylone, εκεί όπου ο Ροζέ Μπλεν ανέβασε το Περιμένοντας τον Γκοντό.

Ο Μπέκετ περπατούσε αργά, με τα χέρια πλεγμένα πίσω, ελαφρά σκυφτός. Άρχισε να τον ακολουθεί από μια σχετική απόσταση, και δεν ήξερε τι να κάνει. Να πλησιάσει και να του μιλήσει; Τάχυνε το βήμα κι όταν έφτασαν σ’ ένα φανάρι κι ο Μπέκετ κοντοστάθηκε, τον πλησίασε και τον καλημέρισε:

«Bonjour, monsieur Beckett…»

«Bonjour, monsieur», απάντησε εκείνος, σχεδόν ανέκφραστος.

«Je voudrais vous rencontrer, parce que j’ai attende les performances de votre pièces de théâtre…»

«Je vous remercie, monsieur… au revoir…», κι ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του. Άναψε το πράσινο στο φανάρι, ο Μπέκετ έκανε μια ελαφρά υπόκλιση και προχώρησε. Κι εκείνος στάθηκε να παρατηρεί τον άνθρωπο που έδωσε άλλη πνοή στο θέατρο του εικοστού αιώνα.

Θα ήθελε να πάει να τη βρει στο Παρίσι όπου τώρα ζει. Και να τη συναντήσει τυχαία εκεί που συνάντησε τον Μπέκετ, αλλά η συνάντηση να έχει θερμότητα. Όμως η ζωή μάς οδηγεί από αντιφάσεις σε αντιφάσεις και τώρα πια έχει αρχίσει να καταλαβαίνει και να νιώθει καθαρά το αδιέξοδο. Η σκληρή εμπειρία τής μέχρι τώρα ζωής του είναι αρκετά βάναυση και βγάζει στην επιφάνεια τις αντιφάσεις μιας τέτοιας προσδοκίας.

Δεν υπάρχει περίπτωση να πάει στο Παρίσι για να συναντήσει τη Μαριάννα! Δεν βολεύεται με αβέβαιες καταστάσεις. Μπαίνει μπροστά η λογική και του αφαιρεί τη δυνατότητα να γραπωθεί από πάνω της και να την κρατήσει δικιά του. Και δεν ξέρει ποιο όνομα είναι κεντημένο στην καρδιά της. Συνήθως οι γυναίκες έχουν στην καρδιά ένα πανί γεμάτο από κεντημένα ονόματα. Άραγε, το δικό του υπάρχει εκεί;

Τώρα όμως βολοδέρνει στην Αθήνα χωρίς να βλέπει εκείνο που όλοι επιθυμούν: ένα φως στην κρίση που μας ταλανίζει! Αυτή τη φορά πήγε στη Λαϊκή κι ενώ την περπάτησε δυο φορές, το μυαλό του ταξίδευε. Οι παραγωγοί με την πραμάτεια τους φαίνονταν κι αυτοί κουρασμένοι. Ακόμη κι εκείνος που διαλαλούσε τραγουδιστά τα ζαρζαβατικά, έδειχνε να μην νοιάζεται αν θα ξεπουλήσει. Κάποτε οι παραγωγοί κάνανε πλάκες μεταξύ τους κι αυτές πλέον έχουν λιγοστέψει. Κανείς δεν έχει το κουράγιο να σαχλαμαρίσει. Με κόπο μερικοί προσπαθούν ν’ αστειευτούν. Κάποτε και η Λαϊκή ήταν ένα είδος γιορτής. Τώρα επικρατεί κατήφεια. Βλέπεις ανθρώπους ν’ αγοράζουν δυο μελιτζάνες, πέντε κολοκυθάκια, τρεις ντομάτες, μερικές πατάτες…

Στο μυαλό του ήρθε μια εικόνα από μια ανάλογη Λαϊκή αγορά στο Παρίσι, όταν έβλεπε τους Παριζιάνους ν’ αγοράζουν μια φέτα καρπούζι! Τώρα πλέον το ίδιο ισχύει κι εδώ. Δεν αγόρασε τίποτε, πέρασε από το μαγαζί με τα τυχερά παιχνίδια, πήρε ένα Ξυστό, μόλις βγήκε το έξυσε αλλά… τζίφος! Ξαναγύρισε στο σπίτι με άδεια χέρια. Δεν τον ένοιαζε πια.

Πριν ανέβει στο διαμέρισμά του, κοντοστάθηκε, έριξε μια ματιά γύρω και παίδεψε λίγο το μυαλό του με την αδιαφορία των γειτόνων. Σκουπίδια παντού και σκατά παντού, πάνω στο πεζοδρόμιο, ενώ η γωνία της πολυκατοικίας έχει βρομίσει από τα κατουρλιά των σκύλων κι έχει καταντήσει δημόσιο αποχωρητήριο. Φαγητά σε εφημερίδες είναι σκορπισμένα δίπλα στον κάδο των σκουπιδιών για τις γάτες…

Κοιτάζει μ’ ένα βλέμμα απελπισίας τα δυο σαραβαλιασμένα μηχανάκια, για τα οποία είχε τηλεφωνήσει στην αρμόδια υπηρεσία του Δήμου να τα πάρει κι αυτοί αφού ήρθαν και κόλλησαν τα σχετικά χαρτάκια που προειδοποιούν τους ενδιαφερόμενους, τα ξέχασαν. Ένας χρόνος έχει περάσει και τα σιδερένια υπολείμματα βρίσκονται ακόμη εκεί. Όπως και δυο αμάξια χωρίς πινακίδες, βρόμικα, με τα σκουπίδια φρακαρισμένα στις ρόδες τους… Πλήρης αδιαφορία…

Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν την εντύπωση ότι κατοικούν σ’ έναν σκουπιδότοπο. Και φυσικά είναι πολύ δύσκολο να αποδεχτούν τις ψυχοσωματικές αρρώστιες τους. Κι αν πάρει κανείς αφορμή από τους σουλατσαδόρους του διαδικτύου, οι περισσότεροι ζουν σε μια κατάσταση ηθελημένης άγνοιας, χωρίς να ξέρουν κάτι για τους άλλους, αλλά όμως είναι παραφουσκωμένοι από ανεξακρίβωτες γνώμες για τα πάντα. Και η συντεταγμένη πολιτεία, είτε κράτος είναι αυτό, είτε τοπική αυτοδιοίκηση, καθεύδουν μακαρίως.

[…]

Τελευταία δεν μπορεί να συντονιστεί με την καθημερινότητά του. Ούτε να γράψει. Σαν κουρασμένος, σαν απαυδισμένος από τη ζωή, που οι πολιτικοί έχουν οργανώσει… Κάθεται σαν ερωτευμένος αρουραίος μπροστά στον υπολογιστή και διαβάζει τα παλιά μηνύματα της Μαριάννας. Νιώθει ότι δεν πρόκειται να υπάρξει καινούργια σχέση, αλλά αυτός είναι κολλημένος σε ό,τι έζησε μαζί της τότε που αξιοποιούσε το χρόνο στο έπακρο, κι όταν τη συναντούσε, η σιωπή ταυτιζόταν με το σμίξιμο των σωμάτων και το αποτέλεσμα ήταν ένας απέραντος ψυχικός παφλασμός και μια μαγική γοητεία.

Αφήνεται να ψαχουλεύει στις φωτογραφίες τα μάτια της, τα μαλλιά της, το ωραίο πρόσωπο με το χαμόγελο… Τα μηνύματα και οι φωτογραφίες μπορεί να καλλιεργούν μια ψυχική ευφορία, όμως δεν τροφοδοτούν την ερωτική διάθεση. Ωστόσο, μερικές κουβέντες της μπορούν να μετριάσουν την απόσταση, να δώσουν περιεχόμενο και κύρος και παλμό ζωής σε ό,τι έχει απομείνει… Γι’ αυτόν όμως εκείνη υπάρχει ακόμη κι όταν δεν μιλάει. Η σιωπή της ίσως να εκδηλώνει την παρουσία της περισσότερο και από τα λόγια της. Εκείνο που φαίνεται να τον φόβιζε, δεν συνέβη ποτέ. Φοβόταν μη τυχόν και το κύμα του χρόνου αρπάξει τις αναμνήσεις του και τις πετάξει στη θάλασσα της λήθης. Παρότι τα δυνατά ρεύματα της τωρινής εποχής αφανίζουν τα πάντα στο πέρασμά τους, αυτός τελικά έχει βρει απάγκιο στη θύμησή της…

(Νίκος Λαγκαδινός, Εμβατήριο οπισθοπορείας. Αφηγήματα. Εκδόσεις Δυτικός Άνεμος)

The following two tabs change content below.

Ο Νίκος Λαγκαδινός είναι δημοσιογράφος [ΕΣΗΕΑ]. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Θεατρολογία στο 8ο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Έχει εργαστεί ως συντάκτης και αρχισυντάκτης στην ΕΡΤ [τηλεόραση και ραδιόφωνο], στις εφημερίδες Ελεύθερη Γνώμη, Νίκη, Ενημέρωση, Βραδυνή, Ακρόπολις, Αθηναϊκή. Διηύθυνε την εφημερίδα ΕΞΟΡΜΗΣΗ.


Πηγή: timesnews.gr