- Γράφει ο Κώστας Γ. Τσικνάκης
Στις 3 Οκτωβρίου 1979 επέλεξε να φύγει από τη ζωή ο Νίκος Πουλαντζάς. Όποτε παίρνω στα χέρια μου βιβλίο του, το μυαλό μου στρέφεται ασυναίσθητα στα μαθητικά χρόνια του, στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Θα εξηγήσω παρακάτω τον λόγο.
Ο Νίκος Πουλαντζάς γεννήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1936. Τα παιδικά του χρόνια έζησε τις περιπέτειες της δεκαετίας του 1940. Στο περιβάλλον, μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε η προσωπικότητά του, κυριαρχούσαν οι συζητήσεις για τα πνευματικά και όχι μόνο ζητήματα της εποχής. Πατέρας του ήταν ο Αριστείδης Πουλαντζάς, δικηγόρος και καθηγητής της Δικαστικής Γραφολογίας, και μητέρα του η Αγγελική Καριοφύλλη.
Από νωρίς φάνηκε ότι αποτελούσε μια ξεχωριστή φυσιογνωμία. Μετά το Δημοτικό Σχολείο, φοίτησε στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Αθηνών και, παράλληλα, στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών. Από το Πειραματικό Γυμνάσιο έλαβε το απολυτήριο το 1955. Ήταν όμως ήδη τριτοετής φοιτητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κι αυτό γιατί, από το 1953, είχε αποκτήσει από το Γαλλικό Ινστιτούτο το «Μπακαλορεά» με βαθμό «λίαν καλώς», τόσο στις Γενικές εξετάσεις (πρώτο μέρος του πτυχίου) όσο και στις Εξετάσεις Φιλοσοφίας (δεύτερο μέρος του πτυχίου). Με βάση μορφωτική συμφωνία που είχε υπογραφεί ανάμεσα στην Ελλάδα και στη Γαλλία το γαλλικό δίπλωμα μέσης εκπαίδευσης ήταν ισότιμο με το απολυτήριο Γυμνασίου.
Ο νεαρός μαθητής, όπως μαρτυρούν συνομήλικοί του στο Πειραματικό Γυμνάσιο, είχε πολλές πνευματικές ανησυχίες. Διάβαζε λογοτεχνία και συμμετείχε στις σχετικές συζητήσεις που διεξάγονταν στην τάξη αλλά και στο προαύλιο του Σχολείου.
Εκείνη ακριβώς την περίοδο, με πρωτοβουλία του φιλολόγου του Σχολείου Βασιλείου Φούφα, αποφασίστηκε η έκδοση μαθητικού περιοδικού. Στις σελίδες του, θα δημοσιεύονταν κείμενα μαθητών και μαθητριών όλων των τάξεων του Σχολείου. Τιτλοφορήθηκε «Η Φωνή του Πειραματικού».
Το έντυπο πρωτοκυκλοφόρησε στο τέλος του Σχολικού Έτους 1950-1951. Στο δεύτερο τεύχος του, που κάλυπτε το Σχολικό Έτος 1951-1952, συμπεριλήφθηκε το κείμενο του Νίκου Πουλαντζά με τον τίτλο «Φαντασιοπληξίαι», γραμμένο στη καθαρεύουσα. Ο συντάκτης του, διαφοροποιείται από τον τύπο της τυπικής έκθεσης, καταφέρνοντας να παρουσιάσει με ωραίο τρόπο τις σκέψεις του.
Ο Νίκος Πουλαντζάς δεν αρκέστηκε ωστόσο στο βήμα του περιοδικού του Σχολείου του. Την ίδια περίπου περίοδο, διαρκώς ανήσυχος, προβληματιζόταν έντονα για τις επόμενες κινήσεις του. Μαζί με φίλες και φίλους του άλλων Σχολείων της Αθήνας, σκέφτηκαν να προχωρήσουν στην έκδοση λογοτεχνικού περιοδικού. Έτσι, θα αποκτούσαν ένα μέσο έκφρασης των απόψεών τους.
Ύστερα από μεγάλη προεργασία το πρώτο τεύχος του περιοδικού κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1952. Έφερε τον τίτλο «Σμίλη». Και τον υπότιτλο: «Νόηση – Γράμματα – Τέχνη».
Την εκδοτική επιτροπή του φιλόδοξου νεανικού λογοτεχνικού εντύπου αποτελούσαν οι Περικλής Αχείμαστος, Σούζη Κολοκυθά, Μανώλης Μαυρομμάτης, Κώστας Μελέγκογλου, Αντώνης Μπαμπάκος και Νίκος Πουλαντζάς. Υπεύθυνοι για τα γράμματα και τις συνεργασίες ήταν οι Κώστας Μελέγκογλου και Αντώνης Μπαμπάκος.
Στο προγραμματικό άρθρο με τον τίτλο «Για σένα», που υπογραφόταν από τον Κώστα Μελέγκογλου, μεταξύ άλλων, σημειωνόταν ότι η έκδοση αποτελούσε τη «συνισταμένη μιας προσπάθειας μερικών νέων ανθρώπων να βρουν την ευκαιρία να πουν κι αυτοί κάτι ‒ αυτό που θέλουν, που βαθιά πιστεύουν, που δημιουργούν».
Στο πρώτο τεύχος, που καταλάμβανε έκταση εικοσιτεσσάρων σελίδων, δημοσιεύονταν, κατά κύριο λόγο, διηγήματα και ποιήματα. Στις τελευταίες σελίδες, υπήρχαν βιβλιοκριτικά σημειώματα, κριτική έκθεσης και σχόλια για την πνευματική ζωή της εποχής. Τέλος, υπήρχαν και οι αναγκαίες διαφημίσεις, από τα έσοδα των οποίων καλύφθηκε το κόστος της εκτύπωσης.
Όλοι σχεδόν οι συντάκτες των κειμένων, ύστερα από έρευνα που πραγματοποιήθηκε, προέκυψε ότι ήταν μαθητές του Πειραματικού Σχολείου και του Κολλεγίου Αθηνών.
Ανάμεσα στις συνεργασίες, περιλαμβανόταν και το σύντομο διήγημα του Νίκου Πουλαντζά, με τον τίτλο «Μια σονάτα». Αναδημοσιεύεται εδώ. Διορθώθηκαν τα ελάχιστα τυπογραφικά λάθη:
ΜΙΑ ΣΟΝΑΤΑ
Η ατμόσφαιρα ήταν λεπτή κι ευγενικιά. Αισθανόσουν μερικά αραιά συναισθήματα να πλέουν πότε πότε μέσα σ’ αυτή θάλασσα από καπνούς και αρώματα και φράκα και λαμπερά ποτήρια, πίσω απ’ όπου διέκρινες δύο υγρά μισάνοιχτα χείλη να χαμογελούν. Τα φώτα είχαν πάρει μια παράξενη χλωμάδα και η χλόη των χαλιών προσπαθούσε να πάρει ένα καθαρά προσδιορισμένο χρώμα δίχως να τα καταφέρνει. Χίλιοι συνδυασμοί και ανταύγειες ανακατευόντουσαν και ενωνόντουσαν και χώριζαν ξανά και απομακρυνόντουσαν για να ξαναγυρίσουν.
Κάθησα δίπλα σε μια γνωστή μου. Κι όλας στη διπλανή σάλα κάτι έπαιζε η ορχήστρα· μια νέα σονάτα, μου απάντησαν. Ένα συναίσθημα αποχαύνωσης και ήρεμης αυτοπεποίθησης είχε καταλάβει τα μέλη μου και το αισθανόμουν να προχωρεί προς την ψυχή μου. Δεν μπορούσα να το αποφύγω και εκοίταζα με αγωνία και ικανοποίηση το χρυσό φως που τρεμόπαιζε μέσα στο κόκκινο κρασί που επλησίαζε η διπλανή μου στο στόμα της. Ξαφνικά, τη στιγμή που θα ανατρίχιαζε το ποτήρι στα χείλια της, αισθάνθηκα ένα προαίσθημα, ένα νευρικό τρεμούλιασμα, κατάλαβα πως πλησίαζε… και νάτη. Πετάχτηκε γλυκιά, χαρούμενη, λεπτή, διαβολεμένη μέσα από τα στήθεια κάποιου βιολιού. Ξεδίπλωσε το φιδίσιο κορμί της και άρχισε να τρικλίζει μέσα από τους καπνούς και τα αρώματα που γέμιζαν την ατμόσφαιρα. Άρχισε να με τυλίγει μ’ ένα μεταξένιο νήμα που μ’ έκανε να βλέπω πράγματα αλλόκοτα και πρόσωπα ξεχασμένα… Και μπήκε τόσο απαλά μέσα μου που το χάδι της μ’ έκανε να δακρύσω. Είδα κάτω από τη λεπτή και νευρώδικη σιλουέττα του βιολιού, να θέλει να υψωθεί η συμπαγής μάζα ενός καστανού πιάνου, κάτι σαν ένα υγρό κλαποτάρισμα, σα να κυνηγούσε τη λεπτή Δυάδα του βιολιού που πιο ανάλαφρα του ξέφευγε πάντα, όσο κι αν έτρεχε ξωπίσω της, σαν ένας νέος Απόλλων να κυνηγά μια Δάφνη με μακρυά μαλλιά, που σερνόντουσαν μέσα από χαλιά και βαριά έπιπλα…. Και μου φάνηκε σα να ξεχείλισε το πιάνο, σα να βγήκε από μέσα του μια θάλασσα βυσσινιά που να τύλιξε όλα τα μοτίβα μέσα της, που τα ξανάφησε να βγουν στην επιφάνεια για να βυθιστούν και πάλι βαθειά της. Ήταν μια απ’ αυτές τις φράσεις τις αιθέριες, που θαρρείς πως σου δροσίζουν ανάλαφρα την ψυχή για να στροβιλιστούν και να χαθούν δυο βήματα πιο κάτω, μια απ’ τις φράσεις που είναι αδύνατο να περιγράψεις, να ονομάσεις, να θυμηθείς και που αφήνουν ένα μόνον αναπουπούλιασμα μέσα σου για μόνη ανάμνηση.
ΝΙΚΟΣ ΠΟΥΛΑΝΤΖΑΣ
Το «Μια σονάτα» , όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς από την ανάγνωσή του παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Ο νεαρός μαθητής, ηλικίας τότε μόλις δεκαέξι ετών, κατορθώνει να συγκινήσει τον αναγνώστη με τις προσωπικές σκέψεις του.
Η εκδοτική απόπειρα της ομάδας, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, δεν συνεχίστηκε. Τα περισσότερα μέλη της συντακτικής επιτροπής, λίγο καιρό αργότερα, αποφοίτησαν από τα Σχολεία τους, εισήχθησαν στο Πανεπιστήμιο και διασκορπίστηκαν.
Ο Κώστας Μελέγκογλου, που φαίνεται ότι αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο της ομάδας, εισήχθη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ταυτόχρονα, τον Οκτώβριο του 1952, προσλήφθηκε με σύμβαση στη Διεύθυνση Εξωτερικού Τύπου της τότε Γενικής Διευθύνσεως Τύπου και Πληροφοριών του Υπουργείου Προεδρίας.
Ο Νίκος Πουλαντζάς φοίτησε στη Νομική Σχολή Αθηνών τα χρόνια 1953-1957. Εκτός από την παρακολούθηση των μαθημάτων του, έλαβε μέρος στις διεργασίες που συντελούνται στους κόλπους του φοιτητικού κινήματος της εποχής και συμμετείχε ενεργά στις κινητοποιήσεις υπέρ του Κυπριακού Αγώνα, που βρισκόταν τότε στο αποκορύφωμά του. Στις εφημερίδες της 15ης Μαρτίου 1957 δημοσιεύεται φωτογραφία φοιτητών να διαδηλώνουν με πάθος για το Κυπριακό. Ανάμεσά τους διακρίνεται και ο νεαρός φοιτητής της Νομικής. Μέσα από αυτές τις κινητοποιήσεις, δεν πρέπει να το ξεχνάμε, διαμορφώθηκε μια ολόκληρη γενιά, που πρωταγωνίστησε αργότερα στην ελληνική σκηνή.
Θα παρουσίαζε μεγάλο ενδιαφέρον να αποδελτιωθούν συστηματικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής ώστε να εντοπιστούν και άλλα νεανικά κείμενα του Νίκου Πουλαντζά. Αυτά, όπως όλα δείχνουν, είναι αρκετά. Η καταγραφή και μελέτη τους θα αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμη για την παρακολούθηση της πολυκύμαντης διαδρομής του.
Αξίζει να επισημανθεί, πάντως, ότι οι προσανατολισμοί του νεαρού διανοούμενου κινούνταν προς διάφορες κατευθύνσεις. Το πέρασμά του από τη λογοτεχνία στη φιλοσοφία χρειάζεται να μελετηθεί διεξοδικότερα.
Ο Νίκος Πουλαντζάς διέθετε καλή κλασική παιδεία. Όσοι τον είχαν γνωρίσει στα γυμνασιακά και στα φοιτητικά του χρόνια βεβαιώνουν επίσης ότι διάβαζε ελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία. Ήταν ενημερωμένος για όλα τα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής του. Έγραφε συχνά για όσα θέματα κέντριζαν το ενδιαφέρον του.
Αυτό, άλλωστε, είναι ευδιάκριτο σε όλα τα υστερότερα κείμενά του. Όποιος μελετά τα κλασικά μαρξιστικά βιβλία του, όπως το «Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις» (1968) και το «Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό» (1974), διαπιστώνει εύκολα τις λογοτεχνικές καταβολές του.
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ
Πηγή: timesnews.gr