ΑΝΝΑ ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΙΔΟΥ*

Οι νουβέλες του Μωπασάν: παραμύθια αγωνίας, παραμύθια μοναξιάς

“ΖΩ ΜΟΝΟΣ ΜΟΥ, πολύ καλά, για βδομάδες, χωρίς καμιά ανάγκη στοργής”i, γράφει ο Μωπασάν, μιλώντας για τον εαυτό του. Πόσο καλά, όμως, μπορεί να είναι κάποιος που μένει χωρίς συντροφιά και αγάπη για βδομάδες, η ζωή και το έργο κυρίως οι νουβέλες του Μωπασάν μπορούν να αποδείξουν.

Από τις τριακόσιες περίπου νουβέλες που έγραψε ο Μωπασάν, αρκετές γράφτηκαν στα δύσκολα χρόνια της ζωής του, και ενώ τις έστελνε για δημοσίευση στα περιοδικά και τις εφημερίδες, τις θεωρούσε σαν ασκήσεις για να ελέγχει τη διανοητική του κατάσταση. Καθώς η ασθένειά του δεν επηρέασε τον εγκέφαλό του παρά στο τελευταίο στάδιο της ζωής του, το έργο του παρουσιάζει μιαν αξιοθαύμαστη σαφήνεια και οργάνωση. Κατάφερε ακόμα να διατυπώσει μια θεωρία που θα αναθεωρούσε την τέχνη του γαλλικού μυθιστορήματος επιβάλλοντάς του τους κανόνες ενός νέου κλασικισμού. Το κείμενο που υπάρχει στον πρόλογο του μυθιστορήματός του Pierre et Jean (Πέτρος και Γιάννης), 1883, τον καθιερώνει ως θεωρητικό ενός νέου ρεαλισμού που απέχει πολύ από τη φωτογραφική απεικόνιση της πραγματικότητας.

Περιγράφοντας τον ρεαλιστή καλλιτέχνη λέει: “Ο ρεαλιστής αν είναι καλλιτέχνης, θα επιδιώξει όχι να μας δείξει την κοινή φωτογραφία της ζωής αλλά να μας δώσει το όραμά της, το πιο πλήρες και το πιο συγκινητικό, το πιο αποδεικτικό από την ίδια την πραγματικότητα”. Η άποψή του αυτή βρίσκει την εφαρμογή της σε αρκετές του νουβέλες, από τις οποίες λείπει εντελώς η λεπτομερής περιγραφή. Αρκούν λίγες απλές πληροφορίες για να στηρίξουν το σκηνικό στο χώρο του οποίου θα διαδραματιστεί η υπόθεση.

Ενώ οι νουβέλες του Μωπασάν παρουσιάζουν μια στέρεη δομή, τα πρόσωπα που κινούνται σε αυτές δεν έχουν σαφή χαρακτηριστικά. Οι ήρωές του είναι συνήθως άτομα εντελώς ανίκανα να επικοινωνήσουν με τους άλλους. Είναι στην πλειοψηφία τους χωρίς επάγγελμα, αλλά καλλιεργημένοι, χάρη στα βιβλία που διάβασαν και στα ταξίδια που έκαναν. Άνθρωποι πλούσιοι και άνεργοι, δεν αισθάνονται καμιά ανάγκη να τους ωθεί να ενταχθούν στην κοινωνία. Φυσικά δεν έχουν οικογένεια. Οι πλούσιοι από επιλογή – οι φτωχοί από ανάγκη. Το βασικό πρόσωπο σε πολλές νουβέλες είναι ένα άτομο νευρωτικό, που η μοναξιά και η έλλειψη επικοινωνίας το κάνουν να φοβάται και να έχει παραισθήσεις.

Η μοναξιά, η αγωνία, ο φόβος, οι παραισθήσεις (κυρίως ο σωσίας και τα αόρατα απειλητικά όντα) αποτελούν τον ιστό πολλών ιστοριών του που, αν και διατηρούν τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ρεαλισμού, είναι διαποτισμένες από το φανταστικό.

 

Ο ήρωας της La Horla (1886-1887) είναι κάποιος που πιστεύει ότι είναι τρελός και ότι εξουσιάζεται από ένα τρομακτικό ον που θέλει να διώξει τον άνθρωπο από τη γη. Πιστεύει ότι τον κλείνει στο σπίτι του και ότι βάζει φωτιά για να τον κάψει. Ο ήρωας διαπιστώνει ότι δεν κάηκε, ξανακυριεύεται από τους φόβους του και σκέφτεται ότι: “… θα χρειαστεί, λοιπόν, να σκοτωθώ μόνος μου!”.

Ο φόβος είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των ιστοριών του Μωπασάν. Στις νουβέλες Mademoiselle Cocotte και l’ Enfant είναι η συνέπεια της μοναξιάς, ενώ στην La Peur (Ο φόβος) προσπαθεί να τον προσδιορίσει: “Δε φοβάται κανείς πραγματικά παρά εκείνο που δεν καταλαβαίνει”, “ο φόβος (…), είναι κάτι το τρομακτικό, μια αίσθηση φρικτή, σαν μια αποσύνθεση της ψυχής. Ένας φοβερός σπασμός (…)”. Ξαναζωντανεύοντας κάποια παλιά νορμανδική παράδοση με τη νουβέλα του La Loup (Ο λύκος), καταφέρνει να δώσει ένα δείγμα ομαδικού πανικού. Ο ήρωας της νουβέλας είναι ένας τεράστιος λύκος με γκρίζο τρίχωμα, σχεδόν άσπρο, που αφού έπνιξε όλα τα σκυλιά του χωριού, έφαγε πολλά μικρά παιδιά, έμπαινε μέχρι και στις αυλές των σπιτιών και μύριζε τις πόρτες τους τόσο έντονα που η ανάσα του έκανε τις φλόγες από τις λάμπες να τρεμοσβήνουν.

Αν η μοναξιά, η αγωνία και ο φόβος αφθονούν στις νουβέλες του, εκείνο που λείπει είναι η αγάπη. Ενώ στις νουβέλες του Hoffumann, του Poe, του Nodier και του Μεριμέ η αγάπη κι ο φόβος αποτελούν ζευγάρι, στον Μωπασάν η αγάπη είτε λείπει εντελώς ή υπάρχει επιφανειακά, μόνο και μόνο για να φανεί το μέγεθος της έλλειψής της. Ο ήρωας της Lettre trouvée sur un noyé (Γράμμα που βρέθηκε πάνω σ’ έναν πνιγμένο) πεθαίνει από απελπισία γιατί δεν συνάντησε ποτέ την ιδανική γυναίκα, και ο ήρωας της Solitude (Μοναξιάς) λέει: “Εκείνη κι εγώ θα γίνουμε ένα, σε λίγο, νομίζω. Αλλά αυτό το “σε λίγο” δε φτάνει ποτέ και, μετά από βδομάδες προσμονής, ελπίδας και απατηλής χαράς, ξαναβρίσκομαι (…) πιο μόνος από ό,τι ήμουνα ποτέ”.

Ο ίδιος ο Μωπασάν δεν αγάπησε ποτέ όπως μαρτυρά η αλληλογραφία του, το έργο του και οι μαρτυρίες οι σχετικές με τη ζωή του. “Αισθάνομαι ανίκανος να αγαπήσω μια γυναίκα γιατί θα αγαπώ πάντα πάρα πολύ όλες τις άλλες”, γράφει στο Lui, ενώ στο La Nuit (Η Νύχτα): “Αυτό που αγαπά κάποιος με πάθος, καταλήγει πάντα να τον σκοτώνει”. Η γνώμη του για τις γυναίκες διατυπώνεται στο Sur les chats (Για τις γάτες). “Όταν κάποιος γεύεται την ηδονική και απολαυστική χαρά των τρυφερών τους χαδιών, αισθάνεται καλά ότι κρατάει μια γάτα, μια γάτα με νύχια και με δόντια, μια γάτα άπιστη, ύπουλη, ερωτευμένη, εχθρική, που θα δαγκώσει όταν θα κουραστεί από τα φιλιά”.

Η κινητήρια δύναμη που ωθεί τον Μωπασάν να ασχοληθεί με τα θέματα που αναφέραμε είναι η οργή. Αισθάνεται να κυριεύεται από μια οργή εξαιτίας του πολέμου, της θρησκείας, των σύγχρονων προκαταλήψεων, του τρόπου που ο ρομαντισμός θεοποιεί τη γυναίκα, της αστικής τάξης και του χρήματος. Όλη η ανησυχία της εποχής του καθρεφτίζεται μέσα στο έργο του: “Γράφω γιατί καταλαβαίνω και υποφέρω από ό,τι υπάρχει, γιατί το γνωρίζω πολύ καλά και κυρίως γιατί, χωρίς να μπορέσω να το γευτώ, κοιτάζω μέσα μου, μέσα στον καθρέφτη της σκέψης μου” (Sur l’ eau). Ο Μωπασάν θεωρεί υπεύθυνες γι’ αυτή τη δυσάρεστη ατμόσφαιρα τις κοινωνικο-οικονομικές εξελίξεις που εδραιώνουν την εξουσία του χρήματος, επιβάλλουν παντού τον ορθολογισμό και αφήνουν πολύ πίσω τις πνευματικές και καλλιτεχνικές αξίες – αλλά και τον απλό άνθρωπο.

Η επίδραση που δέχεται από τον Schopenhauer και τον Φλωμπέρ, τον οδηγούν στην ανακάλυψη του ανώφελου και του κενού: “Μου έρχονται μερικές στιγμές κάποιες αντιλήψεις τόσο καθαρές του ανώφελου των πάντων, της ασυναίσθητης κακίας της δημιουργίας (…) που αισθάνομαι να με κυριεύει μια δυσάρεστη αδιαφορία για τα πάντα”ii.

Αν και αναφέραμε ότι ένα από τα αίτια της οργής του είναι η θρησκεία και ο Θεός, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο Χριστός είναι ένα πρόσωπο που τον εντυπωσιάζει και για το οποίο δεν κρύβει το θαυμασμό του γιατί όπως πίστευε: “Σε ό,τι έκανε αυτός ο άνθρωπος – Θεός ή όχι – υπάρχει κάτι το μυστηριώδες, το ασύλληπτο”iii. Ο Χριστός, για τον Μωπασάν, δεν είναι άξιος θαυμασμού μόνο γιατί είναι ένα ανώτερο πνεύμα, αλλά γιατί είναι τόσο κοντά με του θνητούς, είναι ένας αδελφός τους και χρησίμευσε και αυτό σαν ένα πιόνι στο αιώνιο παιχνίδι που παίζει ένας Θεός πανούργος.

Οι πολυάριθμες γνωριμίες και σχέσεις που ανέπτυξε με διάφορες γυναίκες δεν κατάφεραν να καλύψουν την ανάγκη του να αγαπήσει. Στη νουβέλα Sur l’ eau, που ο Μωπασάν θεωρεί κάτι σαν ημερολόγιό του, γράφει: “Μια ευτυχία με είχε αγγίξει που δεν γνώριζα καθόλου και που διαισθανόμουνα ότι ήταν η καλύτερη από όλες […] αισθάνθηκα στην καρδιά μου μια τέτοια επιθυμία να αγαπήσω που λίγο έλειψε να ουρλιάξω από αγωνία”.

Αλλά και η μοναξιά δεν φαίνεται να του είναι μια ευχάριστη κατάσταση, αν λάβει κανείς υπόψη του την εκμυστήρευση που κάνει στη μητέρα του, μέσα από το γράμμα που της στέλνει: “Αισθάνομαι συχνά, όταν βρίσκομαι μόνος μου (…) στιγμές τόσο μεγάλης αγωνίας που δεν ξέρω σε ποιον να ριχτώ”, “Φοβάμαι το χειμώνα που έρχεται, αισθάνομαι μόνος μου, και οι ατελείωτες βραδιές μοναξιάς μου είναι μερικές φορές τρομερές”iv.

Η μοναξιά, ο φόβος, αλλά και η εξέλιξη της ασθένειάς του, του δημιουργούν παραισθήσεις όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους ήρωές του. Κάποια μέρα εκμυστηρεύτηκε στον Paul Bourget: “Μια φορά στις δυο επιστρέφοντσς στο σπίτι μου, βλέπω το σωσία μου. Ανοίγω την πόρτα μου και με βλέπω καθισμένο στην πολυθρόνα μου. Ξέρω ότι είναι παραίσθηση της στιγμής ακριβώς που την έχω. Είναι περίεργο και αν δεν είχε κανείς λίγο νιονιό, θα φοβόταν”v.

Αυτή η αγωνία που διαπερνάει τις νουβέλες του, την αλληλογραφία του, αλλά και την ίδια του την ύπαρξη, δεν αφήνει αμφιβολίες ότι η αγάπη, η συντροφικότητα, η φιλία ήταν τα ζητούμενα, μέσα όμως στην πιο αυθεντική του μορφή και όχι στην απατηλή μορφή που παρουσιαζόταν την εποχή του Μωπασάν και, δυστυχώς, και σε κείνες που τη διαδέχτηκαν. Γιατί τι άλλο θα μπορούσαν να αποκαλύπτουν οι ίδιες του οι σκέψεις όταν γράφει: “Καθένας από μας αισθάνεται το κενό γύρω του, το αβάσταχτο κενό μέσα στο οποίο χτυπάει η καρδιά του, στο οποίο αντιστέκεται η σκέψη του και βαδίζει σαν τρελός με τα χέρια ανοιχτά (…) αναζητώντας ένα άτομο για να αγκαλιάσει και αγκαλιάζει δεξιά και αριστερά, την τύχη, χωρίς να καταλαβαίνει, για να μην είναι πια μόνος (…). Και να γιατί τόσοι άνθρωποι πιστεύουν ότι αγαπιούνται, ενώ ο ένας αγνοεί εντελώς τον άλλο, τόσοι άνθρωποι προχωράνε χέρι-χέρι ή φιλιούνται χωρίς να έχουν το χρόνο ούτε να κοιταχτούν”vi.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

iΓράμμα στη Gisèle d’Estoc (Ιανουάριος 1881). Correspondance, édition établie par Zacques Suffel Evreux, Le Cercle du Bibliophile, 1973. T. II, p. 6.

iiΜωπασάν στον Φλωμπέρ, 5 Ιουλίου 1878.

iiiF. TASSART: Souvenirs sur guy de Maupassant par Francois, son valet de sambre, Paris, Plon, 1911, p. 276.

iv24 Σεπτεμβρίου 1873.

vP. BOREL: Destin tragique de Guy de Maupassant, Paris, Ed. De France, 1927, p 31-32.

viSur l’ eau.

  • Πρώτη δημοσίευση: ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του Βιβλίου Τεύχος 204, 7/12/1988

_________________________________

*Η Άννα Βουγιουκλίδου είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Πειραιά. Έχει κάτοχος διδακτορικού 3e cycle (Paris III-La Nouvelle Sorbonne), Μεταπτυχιακού Διπλώματος (DEA.Paris III-La Nouvelle Sorbonne) και Πτυχίου Γαλλικής γλώσσας και Φιλολογίας (Πανεπιστήμιο Αθηνών). Έχει συγγραφικό έργο (δύο βιβλία) και ανακοινώσεις σε συνέδρια από το 1995. Διδάσκει Γαλλικά ως Γλώσσα Ειδικότητας στο Τμήμα Πληροφορικής και σε άλλα Τμήματα του Πανεπιστημίου Πειραιώς, Γαλλική Ορολογία, Επιστημονική Συγγραφή και Διδακτική.


Πηγή: timesnews.gr