Ο Αμερικανός ποιητής και δοκιμιογράφος Έζρα Πάουντ [Ezra Pound, 30 Οκτωβρίου 1885 – 1 Νοεμβρίου 1972] μαζί με τον Τ.Σ. Έλιοτ θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς ποιητές του αγγλοαμερικανικού μοντερνισμού.

STEPHEN SPENDER*

Ποίηση και πολιτική

ΣΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ των τελευταίων εκατό χρόνων, δηλαδή από την εποχή του ρομαντικού κινήματος κι ύστερα, ολόκληρη η ποίηση παρουσιάει μια ανησυία που φτάνει κάποτε ώς την υστερία. Γιατί εκείνο που, έξω από τον ίδιο τον ρομαντισμό, δίνει δύναμη στο ρομαντικό κίνημα, είναι το γεγονός ότι το κίνημα αυτό είταν η τελευταία μεγάλη προσπάθεια να θεωρηθεί η ποίηση σαν ένα μέσο οργάνωσης της ζωής της φαντασίας που θα’κλεινε μέσα της και θα’δινε μια λύση σ’ όλα τα προβλήματα της πραγματικής ζωή. Ο Κητς πίστευε πως η ποίηση δημιουργούσε έναν κόσμο της φαντασίας, έναν κόσμο πολύ πλούσιο και αισθησιακό, που μέσα του μπορούσε κανείς να ζήσει όλες τις εμπειρίες μιας ζωής. Ο Σέλλεϋ πάλι έλεγε πως οι ποιητές είταν “οι αφανείς νομοθέτες της ανθρωπότητας”.

Ο Πέρσι Μπις Σέλλεϋ (Percy Bysshe Shelley, 4  Αυγούστου 1792 – 8 Ιουλίου 1822) ήταν Άγγλος ποιητής, βασικός εκπρόσωπος του ρομαντισμού.

Ύστερα από το ρομαντικό κίνημα, οι ποιητές του δέκατου ένατου αιώνα πίστευαν πως η ποίηση δε μπορούσε να εκφράσει στη γλώσσα της φαντασίας τις επιστημονικές γνώσεις, ούτε τις πνευματικές ανησυχίες μιας υλιστικής εποχής. Ο Σέλλεϋ είχε προβλέψει τις τάσεις της ποίησης στο διάστημα του δέκατου ένατου αιώνα, όταν έγραφε: “Πρέπει να φανταζόμαστε εκείνο που ξέρουμε”. Κι αυτό ακριβώς η ποίηση δε μπόρεσε να επιτύχει. Στην ποίηση του δέκατου ένατου αιώνα, παρουσιάζεται ένα συναίσθημα εντελώς καινούργιο, το συναίσθημα πως υπάρχει μια κεντρική εμπειρία που είναι άγνωστη στον ποιητή. Με το συναίσθημα αυτό, που είναι κληρονομιά του δέκατου ένατου αιώνα, μπορούμε να εξηγήσουμε τα τόσα πολλά  και απότομα “κινήματα” της σύγχρονης ποίησης, και να πούμε πως οι συνθήκες της σύγχρονης ζωής είναι, κατά έναν τρόπο, ανεπανόρθωτα αντιποιητικές. Ο Τέννυσον, από τη μια προσπαθεί να κάμει ποίηση τη σύγκρουση που υπάρχει ανάμεσα στην εξέλιξη και στη θρησκεία, ενώ από την άλλη μεριά αναζητά τα θέματά του μέσα στους θρύλους και στις παραδόσεις του Μέρλιν και του Βασιλιά Αρθούρου. Ο Μπωντλαίρ δείχνοντας την απέραντη “ανία” της υλιστικής εποχχής, ο Ρεμπώ και ο Βερλαίν γυρεύοντας à épater le bourgeois, δεν κάνουν πραγματικά τίποτε άλλο παρά να εκφράζουν ανησυχίες συγγραφέων που έχουν μπλεχτεί μέσα στα ίδια προβλήματα. Το κοινό γνώρισμά τους είναι μια βαθιά απαισιοδοξία κι ένα αίσθημα απελπισίας, για την έκταση και την ανεπάρκεια των υλικών επιδιώξεων, που βρίσκονται σε τρομερή αντίθεση με τις εξωτερικές συνθήκες ευμάρειας της προοδευτικής εποχής όπου οι συγγραφείς αυτοί ζουν.

Ο Σαρλ Πιερ Μπωντλαίρ (Charles Pierre Baudelaire‎, Παρίσι, 9 Απριλίου 1821 – 31 Αυγούστου 1867) ήταν Γάλλος ποιητής, ένας από τους σημαντικότερους της γαλλικής λογοτεχνίας.

Ένα άλλο σύμπτωμα της λογοτεχνίας του δέκατου ένατου αιώνα είναι η συναίσθηση πως η πολιτική μοίρα του σύγχρονου ανθρώπου ξεπερνάει την ίδια την πολιτική, κι ακόμα πως η σύγχρονη πολιτική μοίρα είναι, από μια άποψη, ποιητική. Εκείνο που δίνει δύναμη στη μελαγχολία του Μπωντλαίρ και στην απαισιοδοξία του Τέννυσον, είναι ότι σ’ αυτούς νιώθει κανείς πως δεν πρόκειται για συνηθισμένες άρρωστες ευαισθησίες που βρίσκονται σε αντίθεση με την εποχή τους, αλλά πως, πολιτικά, μ’ όλο που μένουν έξω από την πολιτική, είναι προφήτες. Σαν ποιητές, κρίνοντας με τα μέτρα της ποίησης την κοινωνία της εποχής τους, βλέπουν χάος και απελπισία εκεί που σύμφωνα  με τους πολιτικούς θα’πρεπε να βλέπουν την ανάπτυξη της βιομηχανίας και την πρόοδο. Σαν ποιητής ο Μάθιου Άρνολδ περιγράφει την πολιτική διαμάχη του καιρού του σαν ένα “ακαθόριστο βουητό μάχης και φυγής ανίδεων στρατευμάτων που συγκρούονται μέσα στη νύχτα”.

Ο Άλφρεντ Τέννυσον, 1ος βαρώνος Τέννυσον (Alfred Tennyson, 6 Αυγούστου 1809 – 6 Οκτωβρίου 1892) ήταν Άγγλος ποιητής. Παραμένει ένας από τους δημοφιλέστερους ποιητές της Αγγλίας

Μόνο όπου είναι πιο άμεσα προφητικοί οι ποιητές του δέκατου ένατου αιώνα μας φαίνονται σήμερα ότι βρίσκονται πιο κοντά στο θέμα τους, που ποτέ άλλωστε δεν το αντιμμετωπίζουν αληθινά κατά πρόσωπο: το θέμα αυτό είναι η πολιτική μοίρα του ανθρώπου, μια μοίρα που έχει χάσει τον πατροπαράδοτο δεσμό της με την ορθόδοξη θρησκευτική αντίληψη της ζωής, και που ωστόσο δε συνδέεται με την επιστημονική πρόοδο. Κοντά σ’ αυτό η ποίηση του δέκατου ένατου αιώνα υπονομεύτηκε ααπό δυο αμφιβολίες: πρώτα-πρώτα από τη θρησκευτική αμφιβολία, κι έπειτα από μιαν άλλη αμφιβολία πιο ύπουλη, πιο διαβρωτική, την αμφιβολία μήπως η αντίληψη της υλιστικής, ορθολογιστικής και προοδευτικής ζωής είναι στο κάτω-κάτω η σωστή αντίληψη, και μήπως η ίδια η ποίηση, που προσπαθεί να συνθέσει όλες τις εμπειρίες της ζωής σε μια κεντρική σύνθεση πνευματικής εμπειρίας, είναι κι αυτή μια αντίληψη απαρχαιωμένη. Μήπως ακόμα μια κοινωνία χωρίς σκοπό, χωρίς συνάρτηση, ειδικευμένη, δε θα είταν στο κάτω-κάτω πολύ πιο επιτυχεμένη σύμφωνα με τους μηχανικούς νόμους και τις οικονομικές αρχές του ελεύθερου εμπορίου και του “laisser-faire”, χωρίς οι ανθρώπινες και ζωντανές εμπειρίες των ατόμων να έχουν κάποια σημασία ανάλογη μ’ εκείνην που άλλες εποχές βρήκαν στην ομαδική τους ζωή.

Ο εικοστός αιώνας είδε τους ποιητές να χωρίζονται ακόμα περισσότερο σε σχολές και κινήματα, ενώ, συγχρόνως, οι απαισιόδοξες ποιητικές προφητείες του δέκατου ένατου αιώνα έβγαιναν αληθινές. Οι ποιητικές επιδιώξεις διασπάστηκαν σε τέτοιο σημείο μέσα στα τελευταία είκοσι χρόνια, ώστε είναι απόλυτα δικαιολογημένο το να νομίζουμε πως η διάσπαση αυτή προμηνάει είτε μια ολοκληρωτική κατάρρευση της ποίησης ώς την ασυναρτησία, είτε την ανασύνθεσή της γύρω από την ιδέα τηςς συσχέτισης της εσωτερικής διαμάχης του ανθρώπου με τις εξωτερικές κοινωνικές μορφές.

Ένας λόγος που κάνει τη σύγχρονη ζωή τόσο περίπλοκη, είναι ότι ο αγώνας είναι για μια πειθαρχημένη και γεμάτη νόημα πνευματική και υλική ανθρώπινη ζωή, γίνεται πάνω σε επίπεδα πολύ διαφορετικά: επίπεδο επιστημονικό, εξωτερικό, κοινωνικά εποικοδομητικό, επίπεδο ψυχολογικό του ατόμου που προσαρμόζεται στις πολύπλοκες δυνάμεις της σύγχρονης κοινωνίας, και επίπεδο θρησκευτικό και πολιτικό. Είναι φανερό πως το να νιώσει κανείς τη σημασία του ενός απ’ αυτά χωρίς να το συσχετίσει με τα άλλα, δεν ωφελεί σε τίποτα. Το γεγονός ότι σήμερα υπάρχουν τόσο πολλοί άνθρωποι στον κόσμο που δίνουν, λόγου χάρη, την πρώτη θέση στην ανοικοδόμηση χωρίς να ενδιαφέρονται για την ψυχολογία και την πνευματική ζωή εκείνων που εξαρτιούνται αμέσως απ’ αυτήν, ότι ακόμα υπάρχουν θρησκευτικοί άνθρωποι που ενδιαφέρονται τόσο λίγο για την πρόοδο της ανθρωπότητας ώστε να θέλουν η θρησκεία να γίνει μια σταυροφορία εναντίον του σοσιαλισμού και ναντλιον αυτού που ονομάζουν “υλισμό”, κ.τ.λ., κ.τ.λ., το γεγονός ότι υπάρχουν σήμερα τόσο πολλές μονόπλευρες απόψεις, εξηγεί τον επιδέξιο κυνισμό μερικών ανθρώπων που συνηθίζουν να περιφρονούν όλες τις απόψεις.

O Τόμας Στερνς Έλιοτ [Thomas Stearns Eliot, 26 Σεπτεμβρίου 1888 – 4 Ιανουαρίου 1965] ήταν Αγγλο-Αμερικανός ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ού αιώνα και ηγετική φυσιογνωμία του μοντερνιστικού κινήματος στην ποίηση.

Δυστυχώς η σύγχρονη ποίηση υποφέρει επίσης από την τάση των ποιητών να αγκαλιάζουν μια μόνο άποψη του σημερινού προβλήματος, σε βάρος των άλλων απόψεων. Βλέπουμε, λόγου χάρη, έναν ποιητή σαν τον Auden να προχωρεί από την επιστημονική προς την ψυχολογική, κατόπι προς την πολιτική και τέλος προς τη θρησκευτική άποψη του προβλήματος. Στα τελευταία του ποιήματα ο T.S. Eliot προσπαθεί να βρει ένα απόρθητο κέντρο θρησκευτικού ησυχασμού, αλλά όταν στρέφεται από το θρησκευτικό του ησυχασμό προς την πολιτική, τον βλέπουμε να αναζητά πατροπαράδοτα κέντρα ευρωπαϊκού πολιτισμού, που δεν υπάρχουν τώρα πια. Μερικά επίσης από τα πολιτικά ποιήματα του Eluard δείχνουν κατά τη γνώμη μου την ίδια προσήλωση σε μια άποψη πραγμάτων, και δίνουν την εντύπωση πως ο ποιητής αγνοεί τα τρία τέταρτα της ανθρώπινης ύπαξης. Πολιτικά οι άνθρωποι μπορεί να χωριστούν σε μαύρους διαβόλους και σε λευκούς αγγέλους, αλλά ποιητικά έχουν πολλές πλευρές που ένας ποιητής ποτέ δεν επιτρέπεται να παραμελήσει.

Έτσι μπορούμε να διακρίνουμε στη σύγχρονη ποίηση, από την εποχή του Ρομαντικού κινήματος, ένα πελώριο και σκοτεινό πολιτικο-ηθικό πρόβλημα, που βαραίνει την Ευρώπη. Αν ο σύγχρονος ποιητής αποφεύγει ν’ αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα, η ποίησή του φαίνεται σα να τον κοροϊδεύει λέγοντας: “Αποφεύγω ν’ αντιμετωπίσω κάτι που συμβαίνει στην ανθρωπότητα”.

Έχει πολύ συχνά ειπωθεί ότι οι ποιητές δεν πρέπει να γράφουν ποιήματα για τον πόλεμο, την επανάσταση, κι ολες τις μεγάλες ανθρώπινες αναταραχές του καιρού μας, γιατί αυτά τα πράγματα που βρίσκονται έξω από την τροχιά της άμεσης εμπειρίας του ποιητή, δεν έχουν, από ποιητική άποψη, περισσότερη σημασία -πραγματικά έχουν λιγότερη- από το σύνολο των δικών του προσωπικών εμπειριών που είναι αληθινές γι’ αυτόν. Η εμπειρία της σημασίας του θανάτου δεν έγινε μεγαλύτερη από τα γεγονότα του Μπέλσεν και του Μπούχενβαλντ.

Είναι, φυσικά, κοινοτοπία να πούμε ότι η εμπειρία του καθε ποιητή πρεπει να ειναι αληθινή. Ο ποιητής που γράφει αληθινή ποίηση για τα λουλούδια ενός εξοχικού φράχτη ή για τα ήθη ενός χωριού, δεν έχει ανάγκη να υπερασπίσει τον εαυτό του επειδή δε γράφει για τις καταστροφές του πολέμου. Δε θα’πρεπε όμως απ’ αυτό να βγάλουμε το συμπέρασμα πως οι μεγάλες καταστροφές δεν έχουν περισσότερη ποιητική σημασία από τις μικρές, μ’ όλο που οι μεγάλες μπορεί να είναι μόνο ένας πολλαπλασιασμός μικρών καταστροφών. Το ένστικτο των Ελλήνων τραγικών τους έλεγε πως μια τραγωδία είταν ακόμη πιο τρομερή αν συνέβαινε σ’ ένα Βασιλιά ή αν έκλεινε μέσα της τη μοίρα μιας χώρας, παρά αν συνέβαινε σε μια χωριάτικη καλύβα. Ο Μιχαήλ Άγγελος πίστευε πως ένας πίνακας που θα παρίστανε τη Δευτέρα Παρουσία ολόκληρου του ανθρώπινου γένους, έπρεπε να περιέχει πολλές εκατοντάδες μορφές. Ο Δάντης πίστευε πως η Κόλαση τότε μόνο θα είταν τρομερή, όταν θα είταν γεμάτη από βασανιστήρια. Το μέγεθος των γεγονότων που ζούμε έχει σημασία πλατιά, ακόμα κι αν εμείς δεν έχουμε τόσο πλατιά φαντασία για να το καταλάβουμε.

Πάντως, τα πρόσφατα γεγονότα όχι μόνο δικαίωσαν τις προφητείες ολόκληρης της σύγχρονης ποίησης, από το “In Memoriam” του Tennyson, ώς το “The Waste Land” του Eliot, αλλά πήραν και μορφή πρόκλησης. Όχι μόνο η λογοτεχνία, αλλά ο κόσμος ολόκληρος αντιμετωπίζει το ερώτημα: “Θέλετε τη σύνθεση ή την τελική αποσύνθεση”; Πέρα από αυτό το ερώτημα υπάρχει μια άλλη πρόκληση που λέει ότι η σύνθεση μόνο μέσα στο πνεύμα του ανθρώπου μπορεί να πραγματοποιηθεί. Δε θα μπορέσουμε με κανένα τρόπο να διορθώσουμε τις εξωτερικές συνθήκες της ζωής, δε θα βρούμε καμιά αμυντική μέθοδο να προλάβουμε τ’ αποτελέσματα ενός καταστρεπτικού μηχανισμού, τίποτα που θα μπορέσει να καθυστερήσει τη μοίρα του πολιτισμού μας για κάμποσα χρόνια ακόμη. Ήρθε ο καιρός που πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε την υλική εξέλιξη μ’ έναν τρόπο απόλυτα πνευματικό. Μπορούμε να πούμε ότι μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια, μια αρκετά ισχυρή και καλά οργανωμένη θέληση να καταστρέψει τον πολιτισμό μας, θα βρει τα μέσα για να το κάμει. Γι’ αυτό πρέπει από τώρα να στρέψουμε την προσοχη μας όχι προς τις μηχανές, αλλά προς πνεύμα που υπάρχει πισω από τις μηχανές.

Έτσι, η διανοητική και πνευματική ζωή του πολιτισμού μας παίρνει ξαφνικά μια σημασία τεράστια. Οι πολιτικοί αρχηγοί είναι σχεδόν ανίκανοι να αντιληφθούν πόσο πολύ σημαντικό είναι αυτό. Η ευθύνη που βαραίνει σήμερα όλους εκείνους που μπορούν να εκφράσουν με την τέχνη τους τη ζωή της φαντασίας είναι τεραστία. Αυτοί πρέπει να κάμουν τους ανθρώπους να δουν το ηθικό πρόβλημα του καιρού μας. Και μ’ όλο που ποτέ δε μπορεί κανείς να πει στους ποιητές ποιο είδος ποίησης πρέπει ν’ ακολουθήσουν, ας μου επιτραπεί να πιστεύω ότι το μελλοντικό και μόνο κίνημα της σύγχρονης ποίησης θα είναι ένα κίνημα σύνθεσης.

  • Πρώτη δημοσίευση: Αγγλοελληνική Επιθεώρηση. Τόμος Γ΄, σελ. 106.

*Ο Sir Stephen Harold Spender Λονδίνο 28 Φεβρουαρίου 1909 — 16 Ιουλίου 1995) ήταν ένας Άγγλος ποιητής, μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος του οποίου το έργο επικεντρώθηκε σε θέματα κοινωνικής αδικίας και ταξικής πάλης.


Πηγή: timesnews.gr