ΑΓΓΕΛΟΣ Θ. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ

Συνάντηση με τον Καζαντζάκη στην Αντίπολη

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1950. Βρισκόμαστε στην Αντίπολη (Antibes), την ιστορική και τόσο στενά δεμένη με ην Ελλάδα πόλη της Γαλλίας. Το ξακουστό της κάστρο, το ωραίο της λιμάνι που δεσπόζει στην περιοχή αυτή της Μεσογείου, τα στενά δρομάκια της παλιάς πόλης που χτίστηκε τον 4ο αιώνα  π.Χ. από Φωκαείς της Μασσαλίας για το εμπόριό τους με την Ελλάδα, το περίφημο Μουσείο της που το πλουτίζουν πολλά έργα του Πικάσο, όλα αυτά ήταν φυσικό να επηρεάσουν το Νίκο Καζαντζάκη, ώστε να τη διαλέξει σαν τόπο διαμονής.

Θυμούμαι την πρώτη συνάντηση που είχαμε η γυναίκα μου κι εγώ μαζί του στην Αντίπολη, την επομένη που φτάσαμε από τη Γενεύη. Μας περίμενε μπροστά στη “Μανολίτα” – το όνομα της κατοικίας του. Ψηλός, με λυγερή κορμοστασιά, ντυμένος με απλότητα και γούστο, μας δέχτηκε στον κήπο, που ήταν καταπράσινος από τα δέντρα και γεμάτος λουλούδια που μοσχοβολούσαν.

-“Εδώ είναι το καταφύγι μου”, μας είπε με το συνηθισμένο του χαμόγελο. Την εποχή εκείνη είχε αφήσει την Ουνέσκο, όπου αμειβόταν πλουσιοπάροχα, και προτίμησε τη ζωή του ερημίτη, του ασκητή. “Δεν μπορούσα να κάνω το γραφιά”, πρόσθεσε. “Μ’ αρέσει να γράφω για τον εαυτό μου, όχι για τους άλλους”.

Το γράψιμο – “λέξες, λέξες” – είναι για τον Καζαντζάκη ο μόνος τρόπος για να μεταδώσει κανείς στους ανθρώπους ό,τι έχει μέσα του. “Δεν έχω στην εξουσία μου, γράφει κάπου, παρά είκοσι τέσσερα μολυβένια στρατιωτάκια, τα είκοσι τέσσερα γράμματα της αλφαβήτας, θα κηρύξω επιστράτευση, θα σηκώσω στρατό, θα παλέψω με το θάνατο”. Έτσι το γράψιμο ήταν για τον Καζαντζάκη το εκφραστικό μέσο μιας πάλης, μιας πορείας ανάμεσα στους ανθρώπους, στα πάθη και στις ιδέες.

Τριγυρνούμε στον κήπο κάτω από τα δέντρα και μας μιλάει για την Ελλάδα. Θέλει, διψάει να μάθει τα νέα της. Πονάει για τον τόπο και ραϊζει η καρδιά του για τα όσα μαθαίνει. Η Ελλάδα περνούσε μιαν από τις πιο κρίσιμες καμπές της ιστορίας της. Είναι η εποχή του εμφυλίου πολέμου. Μας ρωτάει και αναρωτιέται για το πότε θα τελειώσει το μαρτύριο αυτό. “Ελπίζω φέτος” μας είπε κάποια στιγμή. “Μα πώς;” πρόσθεσε σε λίγο. “Έχω πολλούς φόβους…”

Και οι φόβοι του ήταν πράγματι δικαιολογημένοι. Έβλεπε πως όχι μόνο η Ελλάδα, αλλά κι η ανθρωπότητα ολόκληρη περνούσε μια μεγάλη αναταραχή. Ήταν η εποχή του ψυχρού πολέμου. Δικαιολογημένα συνέδεε την περίπτωση του τόπου μας με τη διεθνή κατάσταση και ανησυχούσε. Μακροπρόθεσμα όμως ήταν αισιόδοξος. Του άρεσε να βλέπει μακριά. Σ’ ένα γράμμα που στέλνει την εποχή εκείνη στον Σουηδό εκδότη του Knöss γράφει τα εξής χαρακτηριστικά:

“Σίγουρα η τωρινή στιγμή κι η αμέσως μελλούμενη είναι φριχτές και θα γίνονται ολοένα φριχτότερες· μα πιο πέρα, η μακρινότερη στιγμή θα ‘ναι περίλαμπρη. Ακόμα, είμαι βέβαιος, το ανθρώπινο γένος δε φανέρωσε όλες του τις πλούσιες μέσα του πιθανότητες, η κοιλιά της γης είναι ακόμα γεμάτη αυγά…” (Ελένης Ν. Καζαντζάκη, “Νίκος Καζαντζάκης, ο Ασυμβίβαστος”. Αθήνα 1977, σελ. 574)

Αλλά το τωρινό τον ανησυχούσε και τον πίκραινε. Τον είχε ακόμα πικράνει την εποχή εκείνη και η στάση του Ελληνικού Κράτους. Δεν είχε διαβατήριο. Δεν μπορούσε να ταξιδέψει παρά με μεγάλες δυσκολίες. Σ’ ένα του γράμμα που στέλνει από την Αντίπολη τον Αύγουστο του 1952 σε μια φίλη του στην Αθήνα που φρόντισε για ανανέωση του διαβατηρίου του που εγκρίθηκε μόνο για δυο μήνες, γράφει πικραμένος και αγανακτισμένος: “Πράμα πρωτάκουστο, σαν να ‘μουν κακούργος… Με πνίγει η αγανάκτηση…” Τον θεωρούν ανθέλληνα. Ποιον; Αυτόν που είχε αγκαλιάσει μέσα του, όσο κανένας, ολόκληρη την Ελλάδα: “Κρατώ ολάκερη την Ελλάδα κάτω από τα βλέφαρά μου”, έγραψε κάπου. Ζούσε με τη νοσταλγία της, και η καρδιά του περιφερόταν εκεί: “Αφού η Ελλάδα δεν έρχεται σε μας, ας γίνει η Αντίπολη η πατρίδα μας”, μας είπε σε λίγο, όταν καθίσαμε να πιούμε τον καφέ.

Μαζί του ήταν η Ελένη, η αχώριστη σύντροφός του. Τον άκουγε με θαυμασμό και τον ξεκούραζε με τη σιωπή της. Κι εκείνος την αγαπούσε και τη θαύμαζε. Σε μια συνέντευξη που θα δωσει πολύ αργότερα στο γαλλικό ραδιόφωνο” (Μάιος  του 1957), θα πει: “Στην Ελένη χρωστώ όλη την καθημερινή ευτυχία της ζωής μου”.

Η συντροφιά μας, καθώς και των άλλων φίλων που ήταν το καλοκαίρι εκείνο στην Αντίπολη, του έδινε χαρά. Είχε μεταφερθεί εκεί ένα μικρό κομμάτι της Ελλάδας. Μαζί μας ήταν και δυο άλλοι εκλεκτοί Έλληνες: ο Γιάννης Σοφιανόπουλος, ο μεγάλος και οξυδερκής αυτός πολιτικός  που στους επιδέξιους διπλωματικούς του χειρισμούς οφείλεται το ότι πήραμε στη Διάσκεψη του Αγίου Φραγκίσκου τα Δωδεκάνησα -αυτό δεν εμπόδισε μερικούς να τον αποκαλέσουν “προδότη”!- και ο Θράσος Καστανάκης, ένας άλλος λογοτέχνης, εντελώς διαφορετικός σε νοοτροπία από τον Καζαντζάκη. Στις συχνές συναντήσεις που είχαμε όλοι μαζί -πότε στο σπίτι του Καζαντζάκη, πότε στο σπίτι του Καστανάκη, που βρισκόταν σ’ ένα από τα γραφικότερα δρομάκια της παλιάς πόλης, πότε στο δικό μας που είχαμε νοικιάσει για το καλοκαίρι, και πότε στο ξενοδοχείο όπου έμενε ο Σοφιανόπουλος- μιλούσαμε και ανταλλάσσαμε απόψεις για πολλά θέματα, πρώτιστα για την Ελλάδα και για τα γενικότερα διεθνή προβλήματα. Ήταν ένα από τα αξέχαστα καλοκαίρια που περάσαμε στην ήρεμη και ιστορική αυτή πόλη.

***

Σε λίγο, αφού μας έδειξαν το εσωτερικό του σπιτιού -την επομένη χρονιά μας το παραχώρησαν για να μείνουμε- ο Καζαντζάκης μας ανέβασε στο “κελί” του, όπως το έλεγε. Ανεβαίναμε τα σκαλοπάτια, και σε κάθε σκαλοπάτι στεκόταν σαν κάτι να συλλογιζόταν, σαν κάτι να σήμαινε αυτό το ανέβασμα. “Μ’ αρέσει πάντα ο Ανήφορος”, μας είπε. Τα σκαλοπάτια για τον Καζαντζάκη σήμαιναν τους σταθμούς της πάλης κάθε ανθρώπου που χαρακτηρίζουν και την αξία της ζωής του. Θα το πει αργότερα στην “Αναφορά στον Γκρέκο”:

“Η μόνη αξία που αναγνωρίζω στη ζωή μου είναι ετούτη: ο αγώνας της ν’ ανέβει από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι και να φτάσει όσο πιο αψηλά μπορούσαν να την πάνε η δύναμή της και το πείσμα – στην κορφή που αυθαίρετα ονομάτισα Κρητική Ματιά”.

Ο “πύργος” όπου φτάσαμε σε λίγο, ήταν επιβλητικός παρά τις περιορισμένες διαστάσεις του, που επέτρεπαν μόνο ένα γραφείο, ένα κάθισμα και μια μικρή θέση για βιβλία. Εδώ μέσα σ’ αυτόν τον “πύργο”, κλεινόταν ο Καζαντζάκης, από τα ξημερώματα ώς αργά τη νύχτα και δούλευε. Ο πύργος αυτός του ταίριαζε και τον βοηθούσε στη σύνθεση και στην εξισορρόπηση του παλιού με το σύγχρονο. Από το ένα μέρος έβλεπε την Αντίπολη με όλο της το παρελθόν, και από το άλλο το Ζουάν-Λε-Πεν, την πιο μοντέρνα πλαζ της Κυανής Ακτής. συχνά περπατούσε και ανεβοκατέβαινε την κορφή του πύργου του, πηγαίνοντας πότε στην Αντίπολη και πότε στο Ζουάν-Λε-Πεν.

“Μ’ αρέσει να περπατώ ανάμεσα στους δυο αυτούς κόσμους, είπε σε λίγο, γιατί αναβαπτίζομαι κάθε φορά με την πραγματικότητα.”

Ο δρόμος και το περπάτημα ήταν για τον Καζαντζάκη ο απαραίτητος σύντροφος της δημιουργίας. Αποτελούσε τη μυστική κατεργασία του σπόρου που είχε γεννηθεί μέσα του να γίνει σπλάχνο δικό του, κι έτσι να τον δαμάσει αφομοιώνοντάς τον. Και η απαλλαγή του ήταν ο τοκετός της δημιουργίας. Έτσι ο Καζαντζάκης συνθέτει τα ιδεολογικά ρεύματα από τους πανάρχαιους χρόνους ώς την εποχή μας, ερευνά συνεχώς και θεμελιώνει τα έργα του αναπροσαρμόζοντας πάντα τους στοχασμούς και τις ιδέες του στις καινούργιες συνθήκες και στις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου. Γι’ αυτό βρίσκεται σε διαρκή επαφή με τον κόσμο, ταξιδεύει σε όλες τις χώρες και γράφει τις θαυμαστές περιγραφές του. Οι νέες ιδέες, τα νέα φιλοσοφικά και πολιτικά ρεύματα, οι κοινωνικές επαναστάσεις, όλα αυτά είναι για τον Καζαντζάκη το υλικό που επεξεργάζεται ξανά εδώ στο εργαστήρι του που έχει εγκαταστήσει στο μικρό αυτόν πύργο της “Μανολίτας”.

Εδώ, μ’ ελεύθερη την αστείρευτη και δημιουργική του φαντασία, επεξεργάζεται τις ιδέες και τα δόγματα που φέρνει μαζί του στη μακρόχρονή του δράση και εμπειρία, αναπροσαμόζει τους οραματισμούς του για να φτιάξει το δικό του πρότυπο, το δικό του καλούπι, για να διαμορφώσει σταδιακά τη δική του κοσμοθεωρία. Η κοσμοθεωρία του, που πολλές φορές εναλλάσσεται μέσα σε αντιθέσεις και αντιφάσεις, δεν είναι κάτι που δίνει λύσεις στα προβλήματα. Για τον Καζαντζάκη δεν υπάρχουν λύσεις, δεν υπάρχει παρά ένας κύκλος αδιάκοπης πορείας, ένας αιώνιος γυρισμός από τη ζωή στο θάνατο και από το θάνατο στη ζωή.

Είναι, όπως και ο ίδιος λέει, μια “Κραυγή”, και όλο το έργο του στρέφεται γύρω από την Κραυγή αυτή για να τη σχολιάσει. Τον βασάνιζε πάντα η μοίρα των ανθρώπων και αναζητούσε τη λύτρωση. “Κάθε άνθρωπος άξιος να λέγεται γιος του ανθρώπου, σηκώνει το σταυρό του”, γράφει στην “Αναφορά στον Γκρέκο”, “κι ανεβαίνει το Γολγοθά του, που είναι η κορφή του χρέους του”. Αυτή την Ανάβαση, αυτόν τον “Ανήφορο” προς το Γολγοθά θέλει με τα έργα του να παραστήσει ο Καζαντζάκης. Εδώ βρίσκεται η ουσία του έργου του.

***

Ο Καζαντζάκης, ακάματος, δούλευε και ξαναδούλευε τα έργα του. Έγραφε και ξανάγραφε, γιατί είχε το πάθος της τελειότητας. “Όταν έχω μια ιδέα, γράφει, τη δουλεύω πάρα πολύ, αμίλητα, με υπομονή, μ’ εμπιστοσύνη, με αγάπη, και όταν ανοίγω το στόμα η ιδέα βγαίνει παραμύθι”. Την “Οδύσσεια” την είχε γράψει επτά φορές, ώσπου να της δώσει  την οριστική της μορφή και να φτάσει στους 33333 στίχους που επιζητούσε. Όταν σε λίγο η γυναίκα μου του απάγγειλε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την “Οδύσσεια” που τα είχε αποστηθίσει, γιατί τα είχε διαβάσει και ξαναδιαβάσει στην περίοδο της Κατοχής, κλεισμένη και αμπαρωμένη στο σπίτι του κοινού μας φίλου, του ζωγράφου Τάκη Καλμούχου, ο Καζαντζάκης ένιωσε αφάνταστη συγκίνηση. Γιατί η “Οδύσσεια”, το μεγάλο επικό έργο της ωριμότητάς του, είναι ο ίδιος ο εαυτός του που παλεύει με το πεπρωμένο και αγωνίζεται για τη νίκη. Στην αναζήτηση του εξωτικού του οραματισμού θέλει να βλέπει τον κόσμο με την “Κρητική Ματιά”, όπως την ονομάζει. Είναι η προαιώνια πάλη του ανθρώπου με τον Ταύρο, που σήμερα τον λέμε Θεό. Ο Οδυσσέας έτσι κοιτάζει την ‘Αβυσσο, “χωρίς ελπίδα και φόβο, όρθιος όμως στην άκρα του γκρεμού” και από το αντίκρυσμα αυτό αντλεί “υπερηφάνεια και δύναμη και κέφι για ενέργεια”.

Το έργο αυτό, που έδωσε αφορμή σε πλήθος παρρμηνείες και σ΄ έντονες κριτικές, χαρακτηρίζεται από πολλούς από μια άρνηση, μια μανία ανατροπής και αυτοκαταστροφής. Η νιτσεϊκή φιλοσοφία της “λύσσας της καταστροφής” και της “αλαζονείας” έχουν επηρεάσει τον Καζαντζάκη στην “Οδύσσεια”. Αλλά ο Καζαντζάκης προχωρεί περισσότερο και σε θετικούς οραματισμούς. “Αγωνίζουμουν, γράφει (“Αναφορά”, σελ. 570), να δημιουργήσω μια μεγάλη ιδέα που να μπορεί να δώσει κάποιο νόημα στη ζωή, καινούργιο νόημα στο θάνατο και να παρηγορήσει τους ανθρώπους”. Είναι ένα έργο αμφισβήτησης των κρατούντων, είναι η έκφραση του παράπονου για την αδικία και την ανισότητα στον κόσμο. Ο Οδυσσέας, όπως σωστά παρατηρεί ο Πρεβελάκης, είναι “ένας αντάρτης, ένας ξεριζωμένος, και μάλιστα ένας desperados” (Βλ. Θεώρηση του Νίκου Καζαντζάκη, Τετράδια “Ευθύνης” 3. Αθήνα 1977, σελ. 34). Είναι ο σύγχρονος αμφισβητίας της κοινωνίας. Είναι εκείνος, που, όπως ο ίδιος ο Καζαντζάκης λέει, “ξέρει καλά πως δεν έχει να πιαστεί από τίποτα, που τίποτα δεν πιστεύει και μην πιστεύοντας, κυριεύεται από λύσσα”. Ο ντεσπεράντος, αυτός ο ήρωας της “Οδύσσειας”, θέλει τα πάντα ν’ ανατρέψει αναζητώντας τη λύτρωση, την ελευθερία. Είναι η “προετοιμασία” για τη μελλοντική πορεία που έχει διατυπώσει στην “Ασκητική” του:

“Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου και την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Αυτό θέλω. Δεν θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελευθερία”.

Και στην αναζήτηση αυτή ο Οδυσσέας ανατρέπει τα πάντα. Αναζηττά, σε νέες ηπείρους, νέους κόσμους, αφήνοντας πίσω του συντρίμμια. Έτσι η τεράστια αυτή εποποιία της “Οδύσσειας”, “δεν ισοδυναμεί, όπως μας λέει ο Πρεβελάκης, με ναό, αλλά με βουνό χαλάσματα”.

Όμως στην όλη πορεία της πνευματικής ζωής του Καζαντζάκη, η “Οδύσσεια” είναι μια φάση,  ένα πέρασμα από μια εποχή που αποτελεί ένα “σκαλοπάτι”, σε μιαν άλλη εποχή εξίσου δημιουργική. Το πέρασμα αυτό θ’ αποτελέσει την υποδομή για το χτίσιμο της κατοπινής φιλοσοφίας του,  που είναι πιο ανθρώπινη και πιο κοινωνική. Έτσι ο “ηρωικός μηδενισμός” της “Οδύσσειας” δεν είναι απόλυτα αρνητικός. Όλος αυτός ο υπεράνθρωπος μόχθος τείνει στην αναζήτηση του “μελλούμενου”. Είναι ο Γολγοθάς του για να φτάσει στην κορυφή της ελπίδας για τον κόσμο που οραματίζεται. Και είναι ένας σταθμός στην πορεία του, που είναι γεμάτη αντινομίες και υπερβολές, που ίσως δικαιολογεί το μεγαλεπήβολο και απείθαρχο πνεύμα του ποιητή στην προσπάθεια της ατέρμονης ονειροπόλησης να ξεπεράσει την ανθρώπινη τόλμη.

Αργότερα, με την πάροδο του χρόνου, ο Καζαντζάκης θα αισθανθεί την ανάγκη κάποιας “απολογίας”, για την αυθάδεια της φαντασίας του. Στην “Αναφορά” του (σελ. 575, όταν βρίσκεται μπροστά  στον αόρατο Κριτή, θ’ αφήσει την καρδιά του να δείξει τον εαυτό του:

“Αυθαδίασα να ξεπεράσω τον άνθρωπο, λέει. Να κάμω ό,τι δεν μπόρεσες ή δε θέλησες να κάμεις. Συνωμότησα με όλες τις σκοτεινές και φωτερές δυνάμεις που είχα στη διάθεσή μου, για να σε ρίξω από το θρόνο σου, να καθίσω εγώ και να βάλω καινούργια τάξη στον κόσμο -λιγότερη αδικία και πείνα, πιο γλυκομίλητη αρετή, πιο στρατευόμενη αγάπη”.

Οι τελευταίες του αυτές λέξεις -“λιγότερη αδικία και πείνα, πιο γλυκομίλητη αρετή, πιο στρατευόμενη αγάπη”- είναι ο σπόρος για τον καινούργιο του προσανατολισμό, για τη νέα του πιο ανθρώπινη φιλοσοφία. Είναι αυτό που χαρακτηρίζει τα έργα του στη νέα φάση της ζωής του, στα μυθιστορήματα που έγραψε εδώ στην Αντίπολη: “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”, “Ο Καπετάν Μιχάλης”, “Ο τελευταίος πειρασμός”, “Ο φτωχούλης του Θεού”, “Οι Αδερφοφάδες”, “Η αναφορά στον Γκρέκο”.

Είναι αλήθεια ότι ο Καζαντζάκης αφήνει την εντύπωση μιας ασυνέπειας στην πορεία των ιδεών του. Το λέει, και το αναγνωρίζει και ο ίδιος:

“Οι απιστίες μου στις μεγάλες ιδέες που διαδοχικά με γοήτευσαν, με απογοήτευσαν και τις παρατούσα, όλες μαζί αποτελούσαν ακλόνητη πίστη στην ουσία. Και τώρα μονάχα κατάλαβα πού με οδηγούσε και τι ζητούσε από μένα η Μοίρα: ν’ ακούσω την Κραυγή του μελλούμενου, να πασκίσω να μαντέψω τι θέλει, γιατί φωνάζει και κατά πού μας καλνάει να πάμε”. (“Αναφορά”, σελ. 565).

Αυτή η αναζήτηση του “μελλούμενου’, που είναι η ουσία της ζωής και που εκφράζει την αδιάκοπη αγωνία του ανθρώπου, είναι εκείνο που διέπει ακόμη περισσότερο τα έργα του της ύστερης αυτής περιόδου. Στα έργα αυτά βλέπει κανείς τη διαρκή πάλη του ανθρωπου για ένα δύσκολο και πολλές φορές απελπισμένο αγώνα. Αλλά αγώνα με πίστη και επιμονή για κάτι πιο ανθρώπινο και πιο δίκαιο. Στα έργα αυτά, που κυκλοφόρησαν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου και στερέωσαν την παγκόσμια αναγνώρισή του, θαυμάζει κανείς την τέχνη στο λόγο του μεγάλου δημιουργού σε όλες της τις μορφές. Ερευνά, αναλύει, διαμορφώνει τα κοινωνικά προβλήματα της εποχής μας με το δικό του γοητευτικό ύφος, με τη δική του ακόρεστη μανία της αδιάκοπης διάπλασης του λόγου και της γλώσσας σε όλες τις μορφές και προς όλες τις κατευθύνσεις.

“Ανάμεσα στα δάχτυλά μου κρατούσα και ζύμωνα, γράφει ο Καζαντζάκης, ένα σκληρό σβώλο λάσπη, το μελλούμενο, του ‘δινα μια φόρμα, άνθρωπο, θεό, δαίμονα, τη χαλνούσα, έφτιανα άλλη· έτρεχαν από τα ακροδάχτυλά μου οι μορφές, στερεώνονταν μια στιγμή στον αέρα και ξαναχύνουνταν στο χάος. Μην πεις πως έπαιζα· δεν έπαιζα, αγωνιζόμουνα, μοχτούσα να δώσω το πρόσωπο της ψυχής μου στη λάσπη”.

Καθισμένοι γύρω του στο μικροσκοπικό του πύργο, τον ακούμε να μας μιλάει για πολλά θέματα και να μας αναλύει τις απόψεις του πάνω στα σύγχρονα προβλήματα, ελληνικά και διεθνή.  Η κουβέντα του έχει δύναμη και χάρη. Γεμάτος πραότητα και καλοσύνη, σαγηνεύει με τα εκφραστικά του μάτια και πείθει με τη διαλεκτική του. “Βρισκόμαστε σε μια κοσμοχαλάστρα και κοσμογονική στιγμή”, μας έλεγε. “Γι’ αυτό πρέπει κανείς να μπορεί να βλέπει και να κρίνει όλα τα προβλήματα με ψυχική και πνευματική ανεξαρτησία”. “Κάθε πνευματικός άνθρωπος σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, πρόσθεσε σηκώνοντας τον τόνο της φωνής του, έχει μεγάλη ευθύνη. Γιατί μέσα στο σημερινό παγκόσμιο παραλήρημα ο πνευματικός άνθρωπος πρέπει ν’ αγωνιστεί και να επιστρατευθεί για τη δημιουργία του μελλούμενου πολιτισμού”

Η φυγή για τον Καζαντζάκη είναι “άνανδρη λιποταξία”. Τον απασχολούσε πάντα η μοίρα του ανθρώπου. “Θα πρέπει να πλάσουμε, μας έλεγε, ένα πιο δίκαιο και πιο ηθικό κόσμο, όπου η υλική ευημερία θα είναι το μέσο μονάχα για την ψυχική και πνευματική χειραφέτηση του ανθρώπου.” Γύρω από το αίτημα αυτό περιστρέφεται η σκέψη του Καζαντζάκη, που γίνεται ο κεντρικός άξονας στα έργα του και στις πνευματικές και πολιτικές του εκδηλώσεις. (Για τη γενικότερη πολιτική δράση του Καζαντζάκη βλ. το πολύ ενδιαφερον δίτομο έργο του Νίκου Πουλιόπουλου, “Ο Νίκος Καζαντζάκης και τα παγκόσμια ιδεολογικά ρεύματα”, Αθήνα 1972 και 1975).

Αν και με τον Καζαντζάκη συναντηθήκαμε πολλές φορές από τότε, η πρώτη μας εκείνη συνάντηση άφησε τις πιο βαθιές εντυπώσεις και γίνηκε η απαρχή της πραγματικής μας γνωριμίας και φιλίας, που συνεχίστηκε μέχρι το θάνατό του. Όταν ήρθε στη Γενεύη το 1956 για να πάρει μέρος στις “Διεθνείς Συναντήσεις”, θα μας γράψει στην “Οδύσσειά” του την ακόλουθη αφιέρωση: “Στους αγαπημένους φίλους, σύντροφους και συναθλητές και συμπλωρίτες στο καράβι του Οδυσσέα. Ο Θεός μαζί σας!”.

Τον επόμενο χρόνο θα φύγει για την Κίνα, και το ταξίδι του αυτό θα αποβεί μοιραίο για τη ζωή του. Στο γυρισμό τον περίμενε ο χάρος για να τον πάρει πάνω στη δράση του ακόμα, στον “πρωτανθό της νιότης”, όπως γράφει η Ελένη Καζαντζάκη. Γιατί εκείνος λογάριαζε δέκα χρόνια ζωής και δράσης ακόμα για ν’ αποτελειώσει το έργο του. Είχε πάντα στο νου του να γράψει τον “Τρίτο Φάουστ”, που θα ήταν, όπως έλεγε σ’ ένα γράμμα του, έργο θεμελιακό, έργο μακράς πνοής, ένα αντίστοιχο της “Οδύσσειας”. “Αυτό θα είναι, έγραφε, το τελευταίο μου έργο, που θα σημαδεύει το εφήμερο πέρασμά μου από την αγαπημένη φλούδα της Γης”.

Το έργο του Νίκου Καζαντζάκη, και δίχως τον “Τρίτο Φάουστ” που δεν πρόλαβε να τον γράψει, είναι έργο μεγάλο, πολύμορφο, επιβλητικό, πραγματικός κολοσσός σε όλες τις λογοτεχνικές του μορφές. Κορυφαίος συγγραφέας της εποχής μας, μεγάλος διανοητής με πλούσιο πνευματικό δυναμικό, φιλόσοφος με βαθιές ρίζες στον αρχαίο και το νεότερο κόσμο, στοχαστής και οραματιστής με αστείρευτη φαντασία και με ακόρεστη πολυμάθεια, και ταυτόχρονα ωμός ρεαλιστής, ο Καζαντζάκης αγωνίζεται με πάθος και με πίστη για τον άνθρωπο και για το “μελλούμενό’ του.

Τ’ αναρίθμητα συγγράμματά του γεμίζουν και κυριαρχούν επί μισόν αιώνα στη λογοτεχνική ζωή της χώρας μας, θεμελιώνουν το νεοελληνικό πολιτισμό και τον ανυψώνουν στην παγκόσμια σκηνή. Η διεθνής αναγνώριση του έργου του, με τις πολυάριθμες μεταφράσεις των βιβλίων του σε όλες τις γλώσσες, του δίνουν την αίγλη και τη δόξα μιας εξαιρετικής προσωπικότητας και φέρνουν το όνομά του, μαζί με τ’ όνομα της Ελλάδας, στα πέρατα της Γης. Είναι μια από τις ανεκτίμητες υπηρεσίες που προσφέρει στη σύγχρονη Ελλάδα.

Οι ιδέες του, παρ’ όλες τις συχνές παλινωδίες του, θα διαπλάσουν τελικά μια φιλοσοφία και μια κοσμοθεωρία με κέντρο τον άνθρωπο. Το όλο του έργο είναι μια Κραυγή για την Ελευθερία, την Ειρήνη, τη Δικαιοσύνη και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Είναι ένα κήρυγμα για τη δικαίωση του ανθρωπιστικού, κοινωνικού, πολιτικού και πολιτιστικού αιτήματος της εποχής μας.

Αυτός ήταν ο Νίκος Καζαντζάκης.

  • Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τεύχος 1211, Αθήναι, Χριστούγεννα 1977

Πηγή: timesnews.gr