
ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ
Ώς την Άλωση
Ο τόπος μου είναι δικὸς μου, και τίποτα δεν μπορεί
να τον αλλάξει – τα βράχια του, και το γιαλὸ του,
και τα κύματα με τα πυροφάνια, και τα βουνὰ
με τις ορθωμένες τους πλαγιές· ο τόπος μου είναι δικὸς μου,
κι ας τρέχουν γύρω του γύπες και μέσα του σκουλήκια.
Ο τόπος μου είναι δικὸς μου, και αν το θέλησα ή δεν το θέλησα
αυτὸ είναι μια άλλη ιστορία· έπρεπε τάχα να γεννηθώ εδώ
ή έπρεπε να δώσω στα παιδιἀ μου μια καινούρια πατρίδα,
να πώ: πάμε να φύγουμε πριν πέσει η σκεπὴ και μας πλακώσει
και μείνουμε η καταραμένη ράτσα, ερημόσπιτοι, σαν τις νυχτερίδες,
σέρνοντας τις καρδιὲς μας ανήμπορα, ανάμεσα στους ξένους, στα ξένα.
Αυτὸ είναι μια άλλη ιστορία, και χαίρομαι που δεν έτυχε σε μένα·
θα τύχει βέβαια κάποτε, όμως όχι στα χρόνια μας, όχι στα χρόνια του Βαγιαζήτ·
απέχουμε περίπου δυὸ γενιὲς ώς την Άλωση ή τὸ Έδικτο του Μεδιολάνου,
κι ώς τότε ο τόπος μου είναι δικὸς μου, κι ας είναι ένας βρώμικος τόπος,
γεμάτος νησιὰ μ᾽ εξορίστους και πεινασμένα χωριατόπουλα,
καταχραστὲς ανθύπατους και μανιασμένα σκυλόψαρα.
Το μέλλον ανήκει σ᾽ άλλους, σ᾽ εκείνους που μποροὺν και υπνωτίζονται·
το παρὸν ανήκει σ᾽ άλλους, σ᾽ όσους λένε πως πρέπει να πολεμήσουν·
εμένα μου μένει ο τόπος μου, σιχαμερὸς όπως είναι
δεν αξίζει πια μήτε να πολεμήσω γι᾽ αυτόν, μα είναι
το μόνο που μου απόμεινε, κι ας τρίζουν οι γύπες τα νύχια τους,
κι ας πήζει την ἀτμόσφαιρα η αποσύνθεση των σκουλικιών.
Ευτυχισμένε Κωνσταντίνε Δραγάτση, εσένα που σου ᾽τυχε
ν᾽ απαντήσεις στο απλούστατο δίλημμα: πρόδωσε ή πέθανε,
χωρὶς να υπάρχουν σύμμαχοι, που θα ᾽πρεπε ν᾽ αποφύγεις,
ή παρατάξεις, που θα χρησιμοποιούσαν και το πτώμα σου.
(“Ποιήματα“, 1953)
Ο επαναστατημένος Χριστός
I
Τα βράδυα, την ώρα που ξυπνάνε τα παράθυρα
και βγαίνουν στις κορφές των σπιτιών
τα φώτα της προσμονής,
σε συνοικίες λαϊκές,
του κουρασμένου πατέρα που πλένει απ’ τα χέρια του
τον κάματο και την πονηριά της μέρας,
και μπαίνει στο δωμάτιο με τα κοιμισμένα παιδιά
και το τρεμάμενο χαμόγελο της μάνας τους,
κείνη την ώρα, γλιστρώντας από τις χρυσωμένες του εκκλησιές
που τον βαστούσαν φυλακισμένο,
κατεβαίνει ο Χριστός
με ένα τσιγάρο στο αυτί,
με τραγιάσκα ψαρά
και νύχια γεμάτα λάδι της μηχανής
και κοιτά τα σπίτια τούτων εδώ των φτωχών
χαμογελώντας
ΙΙ
Οι συνοικίες συχνά επαναστατούνε.
Θυμωμένες μανάδες χτυπάνε τα στεγνά στήθια τους
και τα παλικάρια ανάβουν τσιγάρο
ή παρακολουθούν αυτούς που παίζουν τρίλιζα
με τ’ όπλο ανάμεσα στα δυο τους πόδια
σε μια γωνιά του οδοφράγματος.
Δεν είναι όμορφες οι συνοικίες.
Δεν είναι όμορφη η επανάσταση.
Κι όταν νικάνε, γίνονται και τούτοι αντιπαθείς
σαν όλους τους άλλους.
Όμως
όταν, την τελευταία νύχτα της ανυποταγής,
ανάψουν ολούθε οι φωτιές
και δουν οι μαχητές πως το τέρμα τους
είναι εδώ, και τους προσμένει
με την επόμενη έφοδο της εννόμου τάξεως
που αναγγέλλουν κιόλας τα μεγάφωνα,
σαν μοιραστεί κι η τελευταία ματιά
μαζί με τα λιγοστά τους βόλια
κι επισημάνουν τις θέσεις τους,
αποδεκατισμένοι επαναστάτες χωρίς αύριο –
τότε
μέσ’ απ’ το σκοτάδι ξεγλιστράει φτωχοντυμένος,
οπλισμένος μ’ ένα μακρύκανο
και παίρνει τη θέση ανάμεσά τους, σιωπηλά,
κι αρχίζει να ντουφεκάει μαζί τους τούς σταυρωτήδες του
ο Ιησούς Χριστός, του Ιωσήφ και της Μαρίας, ξυλουργός,
Κλάσεως 1944.
(“Ποιήματα ΙΙ’, 1956)
Θ. Δ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ (1923 – 1998). Ο Θ. (Θεόφιλος) Δ. Φραγκόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα με καταγωγή από τη Ζάκυνθο. Ο πατέρας του ήταν ανώτερος στρατιωτικός και η μητέρα του καταγόταν από τις οικογένειες Θεοτόκη και Πολυλά. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και τουριστικές και οικονομικές επιστήμες στο Surrey University της Αγγλίας. Γνώστης πολλών ξένων γλωσσών ταξίδεψε σε πολλές χώρες του εξωτερικού, όπως στο Λίβανο και την Τυνησία, όπου εργάστηκε ως τραπεζιτικός υπάλληλος και ως διευθυντής ναυτιλιακής εταιρείας. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου στρατεύτηκε στην Εθνική Αντίσταση, αρχικά ως μέλος της Ενωτικής Νεολαίας Ιερής Ταξιαρχίας και στη συνέχεια των οργανώσεων Ε.Σ.Α.Σ., Ρ.Α.Ν. και ΕΔΕΣ. Από το 1948 ως το 1950 υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός στα Τεθωρακισμένα, ενώ αγωνίστηκε και εναντίον της απριλιανής χούντας του 1967. Το 1950 διορίστηκε υπεύθυνος του τμήματος ξένης διαφήμισης στο ελληνικό Κέντρο Τουριστικών Μελετών. Διετέλεσε επίσης διευθυντής του ΕΟΤ (1959-1964) και πραγματοποίησε διαλέξεις για τη νεοελληνική λογοτεχνία ως επισκέπτης καθηγητής στα πανεπιστήμια Bochum της Δυτικής Γερμανίας και Boston των Ηνωμένων Πολιτειών. Στο χώρο της λογοτεχνίας ασχολήθηκε με το μυθιστόρημα, την ποίηση και το θέατρο, ενώ έγραψε και δοκίμια. Πρωτοεμφανίστηκε το 1943 με τη δημοσίευση του ποιήματος Mantua στο περιοδικό Παλμός και το 1953 κυκλοφόρησε την ποιητική συλλογή Ποιήματα. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Φιλολογικά Χρονικά, Τα Νέα Ελληνικά, Σημερινά Γράμματα, Εποχές, Η Συνέχεια, Τομές, Σταθμοί, την εφημερίδα Καθημερινή κ.α. Μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Θεάτρου για το έργο του Καρτερία, το βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή δοκιμίων Tagliche Ernte και το λογοτεχνικό βραβείο Φρειδερίκου Μάθιους (1995). Κείμενά του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, τα αγγλικά και τα ιταλικά, ενώ ποιήματά του περιλήφθηκαν σε ξένες ανθολογίες. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Θεόφιλου Φραγκόπουλου βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Θεόφιλος Φραγκόπουλος», Η ελληνική ποίηση· Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σ.260-261. Αθήνα, Σοκόλης, 1982. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Πηγή: timesnews.gr