ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΚΑΡΟΥΝΗΣ

Η Κατίνα

ΗΤΑΝ Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΟΡΑ που η Κατίνα άνοιγε την σιδερένια αυλόπορτα και χυνόταν σαν το ποτάμι στο δρόμο. Αυλόπορτα φτιαγμένη απο μασίφ σίδερο ποτέ της δεν είχε καταφέρει να την ανοίξει χωρίς βοήθεια. Ετσι λεπτούλα σαν κλαράκι που ήταν, πάντα έμενε στην προσπάθεια. Αυτή τη φορά δεν είχε χρόνο να σκεφτεί καν. Άρπαξε το πορτόφυλλο και το τίναξε πίσω σαν να έστελνε στο διάβολο όσα την τυραννούσαν. Είχε πάρει απόφαση να μην ξαναγυρίσει. Το τί θα πει η γειτονιά ήταν πια το τελευταίο πράγμα που την ένοιαζε κι όμως δεν είχε χρόνο να νιώσει και να χαρεί την ελευθερία που της πρόσφερε το άνοιγμα μιας πόρτας.

Χαμένη έπιασε να τρέχει στην ανηφόρα με τα αίματα να τρέχουν στα πόδια της ”νερό” έτσι ξυπόλυτη που ήταν. Τα μαλλιά της λυτά ανέμιζαν στον αέρα σαν οχιές κι η ανάσα της γινόταν όλο και πιο γρήγορη μέχρι να βγάλει την ανηφόρα και να φτάσει στο πλατύσκαλο της Αγίας Παρασκευής. Έκεί ήταν ήσυχα και μάλλον δε θα την αναζητούσαν. Ποιός να φανταστεί ότι ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι που δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του στην εκκλησία θα πήγαινε να κρυφτεί στο ξωκκλήσι του χωριού!

Μικρό βυζαντινό εκκλησάκι η Αγία Παρασκευή δεν το ανοίγανε ποτέ. Λέγανε ότι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας μια Κυριακή πρωί μπήκαν δυο Τούρκοι μεθυσμένοι βιάσανε μια γυναίκα και σκοτώσαν τον παπά. Απο τότε έμενε αλειτούργητο και κλειστό. Κανείς απ’ το χωριό δεν τολμούσε να περάσει απο το εκκλησάκι και αυτός ο φόβος των χωριανών ήταν που έσπρωξε την Κατίνα να τρέξει προς τα εκεί μέσα στην τρέλα της στιγμής.

Μιά ώρα ποδαρόδρομος ήταν αρκετός για να την φέρει μπροστά στην πόρτα της εκκλησίας. Δίχως να σκεφτεί έσπρωξε την ξύλινη πόρτα και σωριάστηκε μαζί της στο πάτωμα με κλάματα. Δυό χελιδόνια που είχαν χτίσει τη φωλιά τους μέσα στο εκκλησάκι πετάχτηκαν πετώντας με θόρυβο και φύγαν από το φεγγίτη της κόγχης του ιερού, τρομαγμένα από τον αναπάντεχο και απρόσμενο επισκέπτη. Έμεινε ώρα πολλή στο πάτωμα, ξαπλωμένη πάνω στην ξύλινη πόρτα, αρνούμενη να σηκωθεί. Ήταν η πρώτη φορά μετά απο καιρό που ξαπλώνει χωρίς να φοβάται.

Το φώς που έμπαινε από τη σπασμένη πόρτα της φανέρωσε κάτι από τη φρίκη που είδαν στα μάτια τους πριν πολλά χρόνια αυτοί που βρέθηκαν μπροστά στο φονικό. Ενα δισκοπότηρο πεσμένο μπροστά στην μικρή ωραία πύλη, η ιερή λαβίδα, τα καλύμματα από τα άγια και το δισκάριο όλα στο πάτωμα. Δεν τόλμησε κανείς να τα σηκώσει, τα άφησαν εκεί να μαρτυρούν ότι την ώρα που ο παπάς διάβαζε ζώντες και κεκοιμημένους, έμελε να πέσει και αυτός μάρτυρας μπροστα στην ωραία πύλη με φονικό όπλο τη λαβίδα που πριν λίγο λόγχιζε τον τίμιο άρτο και μελετούσε της ψυχές.

Κανένα φόβο δεν ένιωσε η Κατίνα, κάθε άλλο, παρηγορήθηκε για μια στιγμή που υπήρξαν και άλλοι πριν απο αυτήν που γνώρισαν τον πόνο. Γύρω στους τοίχους αγιογραφίες παντού, θολές απο την υγρασία και τέσσερα καντήλια σβηστά κρεμόντουσαν από το τέμπλο. Ένα για την Παναγία, ένα για τον Χριστό, ένα για τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και ένα για την τιμώμενη αγία του ναού, την Παρασκευή.

Κινούσε τα μάτια η Κατίνα κρατώντας το κορμί της ασάλευτο, της άρεσε η αγκαλιά της πόρτας που δεν της ζητούσε τίποτα παρά μόνο να βαστάξει το βάρος του ισχνού κορμιού της. Ετσι ξαπλωμένη, γυρνώντας τα μάτια της δεξιά αριστερά, δεν έμεινε τίποτα που να μην το δεί μέσα στο μικρό εκκλησάκι. Το φώς λιγόστευε ηταν πια απόγευμα, το σκοτάδι δεν το φοβόταν. Γιατί να φοβηθεί κάτι που δεν έχει χέρια για να την πειράξουν; Τα χελιδόνια γύρισαν και γέμισε ο χώρος γλυκά, ήσυχα τιτιβίσματα μέσα στη φωλιά που δεν είχαν ακόμη προλάβει να γεννήσουν τ’ αυγά τους.

Το σκοτάδι δεν άργησε να πέσει πηχτό μέσα στο χώρο, όλα εξαφανίστηκαν, κανείς δεν υπήρχε κοντά της και αυτό την ανακούφιζε. Δεν μπορούσε πια να καταλάβει αν κοιμάται, αν ονειρεύεται ή αν πέθανε. Της αρκούσε η μοναξιά αυτής της στιγμής κι ας ήταν και στην κόλαση. Παντού νύχτα, μέσα και έξω από το εκκλησάκι, στην ψυχή και στα μάτια της. Ούτε η αγία Παρασκευή, που είναι λένε η προστάτιδα τον ματιών, δεν μπορούσε να της δώσει το φώς που ζητούσε.

Παντού σκοτάδι και μια σπίθα, σκοτάδι και μια φλόγα που πλησίαζε. Μάζεψε λίγο τα πόδια της αλλά δεν κρύφτηκε, ένιωσε πως δεν θα της κάνει κακό το πρόσωπο που ήταν πίσω από το φαναράκι με το κερί που πλησίαζε προς το μέρος της.

“Κοπελιά, πώς σε λένε;”

“Κατίνα κύριε…”

“Μπάσκε είδες μια κατσίκα να φέρνει βόλτα εδώ κοντά; Λίγο πιο κάτω είναι το μαντρί μου”.

” Όχι κύριε δεν είδα, αλλά κάτσε να ρωτήσω την Αγία”.

Μπήκε η Κατίνα στο ιερό και σε πέντε λεπτά βγήκε με την απάντηση. Ο τσοπάνης την ευχαρίστησε, πήγε στο μέρος που του είπε η Κατίνα και βρήκε την κατσίκα του. Το θαυμαστό γεγονός δεν άργησε να μαθευτεί στα γύρω χωριά, με αποτέλεσμα πολλοί να τρέχουν στην ”Αγιοκατίνα” να την συμβουλευτούν. Της εμπιστεύονταν όλα τα κρίματά τους. Έγινε βρύση με καθαρό νερό η Κατίνα που έπλενε ό,τι και να βάραινε την ψυχή τους κι ας μη φορούσε πετραχήλι. Ένας απατούσε τη γυναίκα του, άλλος έκλεβε ζώα, μια άλλη χρόνια τώρα έκανε ”ψυχικά” στο χωριό, πολλοί της ζητούσαν να τους βρεί χαμένα αντικείμενα. Σε όλους είχε να πει ένα λόγο η Κατίνα, αφού πρώτα μιλούσε με την ”Αγία”. Αγαπούσε τις αμαρτίες τους, τα απλά καθημερινά ατοπήματα που έκαναν τα δικά της βάσανα να φαντάζουν λίγο πιο μικρά, πιο ασήμαντα. Είδε ότι και άλλοι βασανίζονται, άσχετα αν αυτή δεν είχε μάτια να κοιτάξει τον κόσμο. Όλους τους υποδεχόταν με χαμόγελο φορώντας πια τα μαύρα της ρούχα και μαντήλι στο κεφάλι που άφηνε να φαίνονται μόνο τα μάτια και το στόμα της.

Έτσι χαμογελαστά υποδέχθηκε μια μέρα και έναν άντρα που ήρθε να της μιλήσει. Κάθησε στα γόνατα και άρχισε να κλαίει.

”Μας συζητάει η γειτονιά, με βλέπουν και λένε πίσω από την πλάτη μου πως την έχασα. Σε σένα μπορώ να το μολογήσω. Κακός δεν είμαι, ούτε έχω πειράξει άνθρωπο. Είμαι παντρεμένος, έχω και μια κορούλα. Χθές άνοιξε την πόρτα και έφυγε, θα τρελαθώ αν δεν την βρω. Είμαι τέρας, το παραδέχομαι σε σένα και στο Θεό. Σχεδόν κάθε βράδυ την ανάγκαζα να μου ικανοποιεί τις άρρωστες ορέξεις μου.”

Ξαφνικά το σκοτάδι έγινε φώς και αυτός έπεσε στην αγκαλιά της με το αίμα του να τινάζεται στους τοίχους, στις εικόνες, μέσα στο δισκοπότηρο και πάνω στο σκαλί της ωραίας πύλης. Η λαβίδα με την οποία ο Τούρκος σκότωσε τον παπά τώρα ήταν καρφωμένη στο λαιμό του πατέρα της. Της είχε κάνει κόλαση τη ζωή, όχι όμως και τα όνειρά της. Σηκώθηκε με κόπο μέχρι να ξεθολώσουν τα μάτια της, σήκωσε την ξύλινη πόρτα την έβαλε στη θέση της, τη στέριωσε και έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω. Μαζί πέταξαν και τα χελιδόνια βγαίνοντας σαν σαΐτες από τον φεγγίτη του ιερού. Είχε πια ξημερώσει.

____________________

Ο Ζαχαρίας Καρούνης σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς επίσης βυζαντινή μουσική και κλασικό τραγούδι. Έχει συνεργαστεί, μεταξύ άλλων, με το Εθνικό Θέατρο, την Ορχήστρα των Χρωμάτων, τη Μαρία Φαραντούρη, τη Δόμνα Σαμίου, τη Μαριώ, το Γιώργο Νταλάρα κ.α. Συνεργάστηκε επίσης με το Σταύρο Ξαρχάκο στην παράσταση Αμάν Αμήν και Το Μεγάλο μας Τσίρκο (σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη), στο οποίο ερμήνευσε το ρόλο του τραγουδιστή αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές.
Ο Ζαχαρίας Καρούνης έχει σημαντική παρουσία στη δισκογραφία, έχοντας στο ενεργητικό του προσωπικούς δίσκους αλλά και συμμετοχές σε δουλειές σπουδαίων Ελλήνων συνθετών και ερμηνευτών: Έρωτας Επιούσιος (Ν. Μαμαγκάκης – Ν. Θεοφίλου), Κρήτη-Μεγάλο Ορατόριο των Χρονικών (Ν. Μαμαγκάκης), Μέγα Ορατόριο των Ελλήνων (Ν. Μαμαγκάκης), Κέντρο Διερχομένων (Ν. Μαμαγκάκης – Γ. Ιωάννου), Σμύρνη – Κερί κι Ασήμι (Ν. Μαμαγκάκης), Στεναγμός Ανατολίτης (Ν. Μαμαγκάκης), Της φύσης και του έρωτα και Ιστορικά και κλέφτικα τραγούδια (συλλογές της Δόμνας Σαμίου σε επιμέλεια της ίδιας), Τραγούδια με Ουσίες, Σαν Τραγούδι Μαγεμένο – Αναφοράστο Ρεμπέτικο, Στο περιβόλιτ’ ουρανού, Η ποίηση στο ελληνικότ ραγούδι, Δεύτερη Ακρόαση της Μικρής Άρκτου, Υπ’ ατμόν, Χάρισμα – Η συμμετρία της αρμονίας, Δεξιοτέχνες & ερμηνείες Νο1 – Β.Τρίγκας.


Πηγή: timesnews.gr