ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΚΑΡΟΥΝΗΣ
Η σπηλιά της Χρυσαΐδας
ΔΥΤΙΚΑ της κωμόπολης των Μολάων, εκεί που καταλήγει το βουνό της περιοχής, η Κουρκούλα, θα βρεις τα Διάσελα. Εκεί βρισκόταν το σπίτι του Μάρκου και τα χωράφια του. Αγροτόσπιτο έξω από το χωριό, πάνω στο δρόμο. Ενα παιδί είχε μόνο ο Μάρκος, πράγμα ασυνήθιστο για εκείνα τα χρόνια. Ο Αντώνης ή Μαρκαντώνης για τους ντόπιους, μιας και ήταν γιος του Μάρκου, είχε βγάλει το σχολαρχείο, αν και γιος αγρότη. Στα 25 παντρεύτηκε με συνοικέσιο τη Χρυσαϊδα. Τον περνούσε τρία τέσσερα χρόνια. Ψηλή, γεροδεμένη, ρούσα (ξανθιά), γαλανομάτα. Αγράμματη. Του γέννησε 7 παιδιά. Το πρώτο το ’χασε μωρό.
”Η Παρασκευούλα μου πέθανε από δυσεντερία το κακόμοιτσο ( κακόμοιρο)” έλεγε, συνοδεύοντας την φράση της με εναν μακρόσυρτο βαθύ αναστεναγμό. Μετά βυθιζόταν για λίγο σε σκέψεις σιωπηρές, αγναντεύοντας ψηλά απέναντι στο βουνό έναν επιβλητικό βράχο. Εκεί όπου εκατομμύρια χρόνια τάρα δεσπόζει η σπηλιά του βουνού.
Αγροτόσπιτο στην ερημιά, στα Διάσελα, με πρόβατα και χωράφια. Δεν τους έλειπε τίποτα. Όποιος είχε ζώα τότε καλοζούσε. Και ποιος δεν έφαγε σε κείνο το σπίτι. Η πόρτα στο δρόμο, με αποτέλεσμα οι περαστικοί να σταματάνε για καφέ, για δροσερό νερό απ’ τη στέρνα, για ένα κομμάτι τυρί. Η Χρυσαϊδα κάθε πρωί άφηνε στον πετρότοιχο μια τέστα (τενεκέ) με νερό και ένα ποτήρι ”μήπως περάσει κανείς αποσταμένος και δε βρει να πιει νερό να ξαποστάσει, ντροπή…”
Σηκωνόταν αχάραγα, έτρωγε καμιά δεκαριά ελιές, λίγο τυρί με ψωμί, ένα ποτήρι κρασί και τραβούσε για τις δουλειές. Πολλή δουλειά, αλλά το χαμόγελο δεν το στερούσε από κανέναν η Χρυσαϊδα, γελούσε δυνατά, τρανταχτά και μιλούσε με φωνή δυνατή, όπως όταν μάβλαγε τα πρόβατα να κατέβουν από το βουνό για να τα ταϊσει. Κατέβαιναν τρέχοντας με θόρυβο από τροκάνια και ποδοβολητό, περνούσαν μπροστά από τη σπηλιά για να καταλήξουν στα χέρια της Χρυσαϊδας να φάνε και να πιούνε.
Το σπίτι του Αντώνη βούιζε σαν μελίσσι. Φωνές παιδιών, ήχοι από πιάτα και μαχαιροπίρουνα, γέλια, τσακωμοί, γαυγίσματα, βελάσματα. Όλα τ’ άκουγε η Χρυσαΐδα αν τύχαινε να βόσκει τα πρόβατα στη σπηλιά. Ήταν το παρατηρητήριό της, στη σιωπή. Η σπηλιά μπορούσε ακόμα και τον παραμικρό ψίθυρο να τον παγιδεύει στα σπλάχνα της και να τον επιστρέφει στον αέρα μεγαλύτερο. Λέγανε πως οι σπηλιές είναι πύλες για τον άλλο κόσμο.
Αν το θές πολύ και το ζητήσεις μπορείς να περάσεις αλλα μετά μη γυρέψεις γυρισμό. Πόρτα εξόδου δεν θα βρεις. Κι αν ποτέ σε σπαχνιστεί ο αφέντης του κάτω κόσμου και σου δώσει άδεια να βγεις στο φως, το τίμημα θα είναι να ζήσεις μακριά από αυτούς που αγάπησες. Τη σεβόταν τη σπηλιά η Χρυσαϊδα, τη σιωπή της, το γεγονός ότι πολλοί σε καιρούς ανάγκης είχαν βρει καταφύγιο στα σπάχνα της. Σαν τότε που κρύφτηκαν εκεί πολλοί για να σωθούν από τα γερμανικά αεροπλάνα. Λίγα χρόνια μετά ένας αντάρτης βρήκε καταφύγιο στο σκοτάδι της, πριν φύγει για το βουνό.
Το πρωί η Χρυσαΐδα γέμιζε την μπροστοποδιά της με κριθάρι και μέσα έκρυβε λίγο τυρί και μια σφελίδα (φέτα) ψωμί. Ανηφόριζε προς τη σπηλιά τάχα για να ταΐσει της κότες και κάτω απο μια πέτρα άφηνε το φαγητό. Δεν το έκανε απο ιδεολογία, από αυτά δεν ήξερε, από ανθρωπιά το έκανε. Με τον ίδιο τρόπο έσωσε και το Νικόλα, ξάδερφο του άντρα της. Κυνηγημένος κι αυτός, τον κρύψανε στο αμπέλι μέσα σε μια γούβα που σκάψανε και επάνω βάλανε κλαριά.
Μέσα από το λάκο, σύριζα στον μαντρότοιχο του χωραφιού, ο Νικόλας έβλεπε ανάμεσα από τις πέτρες κάθε κίνηση στον καροτσόδρομο. Εκεί έβαζε και μια καρέκλα ο Αντώνης έπινε τον καφέ του και συζητούσαν για να περνάει η ώρα. Αυτός στο φώς και ο Νικόλας στο σκοτάδι της γούβας.
Απο εκείνο το σπίτι δεν έφυγε ποτέ. Ακόμα και όταν ο Αντώνης πέθανε, αυτή με δυσκολία πήγαινε στο χωριό που έμεναν τα παιδιά της. Κάποια στιγμή την έπεισαν. Μάζεψε τα πράγματά της, έδεσε το μαύρο μαντίλι μαγουλίκι, να καλύπτει όλο το κεφάλι και το μισό πρόσωπο, σήκωσε το βλέμμα, είδε τη σπηλιά και τράβηξε με το γιο της για το χωριό. Απο τότε τα λόγια της λιγόστεψαν. Καθόταν στο μπαλκόνι αγναντεύοντας σιωπηλή.
“Γιαγιά τί κάνεις;”
“Εδώ, μοναχιά παιδάκι μου”, έλεγε και έβαζε τα ζαρωμένα χέρια της κάτω από τη μαύρη μπροστοποδιά. Αναστέναζε βαθιά καμιά φορά, κοιτώντας τα χέρια της που γίνονταν μέρα με τη μέρα ίδια με τα άγρια τοιχώματα της σπηλιάς στα Διάσελα. Σαν να επικοινωνούσαν αμίλητες πια κι οι δυο για χρόνια, πολλά χρόνια, 94 νομίζω. Καμία σημασία δεν έχουν τα χρόνια για τη σπηλιά. Μήπως όμως είχαν για τη Χρυσαΐδα;
“Παναΐα μου, ούλος ο κόσμος και τα παιδιά μου και τα ‘γγόνια μου να ‘ναι καλά και μένα να με πάρει ο Θεός.”
Πύλες είναι οι σπηλιές για τον άλλο κόσμο, περνάς όταν το θες πολύ και η ίδια το ήθελε πια. Ήξερε πως να της το ζητήσει, φίλες ήταν αχώριστες. Έκλεισε τα μάτια της και δεν ξαναμίλησε για επτά ημέρες. Τόσο φαίνεται πως ήθελε για να πάει με τα γέρικα πόδια της στα Διάσελα. Όλα μέσα στη σιωπή έγιναν. Την ήξεραν και οι δύο καλά τη σιωπή, εκεί που κρύβονται όλες οι φωνές του κόσμου. Έλυσε το μαύρο της μαντίλι και της έδειξε τα πέτρινα χέρια της με καμάρι. Είχε καταφέρει να κλέψει έναν από τους αιώνες της, κάτι από τη δική της γνώση. Χαμογέλασε. Μαζί της πια θα είναι όλα όσα θα συμβούν και όσα συνέβησαν πριν απο αυτήν. Μεγάλο δώρο για μια αγράμματη… Έγινε πύλη η σπηλιά για τη Χρυσαΐδα. Το ήθελε πολύ κι ας μην έχει γυρισμό.
____________________
Ο Ζαχαρίας Καρούνης σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς επίσης βυζαντινή μουσική και κλασικό τραγούδι. Έχει συνεργαστεί, μεταξύ άλλων, με το Εθνικό Θέατρο, την Ορχήστρα των Χρωμάτων, τη Μαρία Φαραντούρη, τη Δόμνα Σαμίου, τη Μαριώ, το Γιώργο Νταλάρα κ.α. Συνεργάστηκε επίσης με το Σταύρο Ξαρχάκο στην παράσταση Αμάν Αμήν και Το Μεγάλο μας Τσίρκο (σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη), στο οποίο ερμήνευσε το ρόλο του τραγουδιστή αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές.
Ο Ζαχαρίας Καρούνης έχει σημαντική παρουσία στη δισκογραφία, έχοντας στο ενεργητικό του προσωπικούς δίσκους αλλά και συμμετοχές σε δουλειές σπουδαίων Ελλήνων συνθετών και ερμηνευτών: Έρωτας Επιούσιος (Ν. Μαμαγκάκης – Ν. Θεοφίλου), Κρήτη-Μεγάλο Ορατόριο των Χρονικών (Ν. Μαμαγκάκης), Μέγα Ορατόριο των Ελλήνων (Ν. Μαμαγκάκης), Κέντρο Διερχομένων (Ν. Μαμαγκάκης – Γ. Ιωάννου), Σμύρνη – Κερί κι Ασήμι (Ν. Μαμαγκάκης), Στεναγμός Ανατολίτης (Ν. Μαμαγκάκης), Της φύσης και του έρωτα και Ιστορικά και κλέφτικα τραγούδια (συλλογές της Δόμνας Σαμίου σε επιμέλεια της ίδιας), Τραγούδια με Ουσίες, Σαν Τραγούδι Μαγεμένο – Αναφοράστο Ρεμπέτικο, Στο περιβόλιτ’ ουρανού, Η ποίηση στο ελληνικότ ραγούδι, Δεύτερη Ακρόαση της Μικρής Άρκτου, Υπ’ ατμόν, Χάρισμα – Η συμμετρία της αρμονίας, Δεξιοτέχνες & ερμηνείες Νο1 – Β.Τρίγκας.
Πηγή: timesnews.gr