ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΛΙΕΡΑΚΗΣ

Στην οδό Αιόλου

Αναδρομή

ΤΟ ΟΝΟΜΑ και μόνο αυτού του δρόμου του εξήπτε τη φαντασία, τον ταξίδευε στον άφρακτο χρόνο, τον στροβίλιζε σε άτακτες μνήμες, του χάιδευε το πρόσωπο, τον ξεσήκωνε, κινητοποιούσε την ενεργητικότητά του, δοκίμαζε τις αντοχές του και ποτέ δεν τον στρίμωχνε στους τοίχους. Κάθε φορά που του προσφερόταν η ευκαιρία να τον περιδιαβεί, την καλοδεχόταν σαν περιπετειώδες ταξίδι σε παρατηρήσεις, δρώμενα, σκέψεις κι όταν βρισκόταν κατάλληλη παρέα, και σε συζητήσεις. Απολάμβανε, κατά κανόνα, τους περιπάτους του με ένταση γιατί όλο και κάτι γινόταν που τον συνάρπαζε.

Πολύ συχνά συνέβαινε να είναι μαζί του η Ναυσικά και τότε η απόλαυσή του άγγιζε την ευτυχία· ένιωθε σα να πετούσε όταν, φευγαλέα, της έσφιγγε το χέρι, όχι βέβαια για να μη φθείρει τον θησαυρό του, όπως πολιτικάντικα απαντούσε στο παράπονό της, αλλά γιατί ντρεπόταν, στην ηλικία τους, να εκτίθεται δημόσια σε νεανικά φερσίματα.

Με τη Ναυσικά δε δίσταζε να γίνεται και σπάταλος, προτείνοντας στάσεις για καφέ στην πλατεία της Αγίας Ειρήνης ή για λουκουμάδες στον “Κρίνο”, παρόλο που απεχθανόταν, όσο τίποτε άλλο, να απασχολεί τη σκέψη του με πράξεις διαχείρισης των κουτσουρεμένων συντάξεών τους, που δεν ξοδεύονταν μόνο για τους δυο τους και τις δόσεις του σπιτιού τους, αλλά και για τα ημιεργαζόμενα παιδιά τους. Χώρια που όλο και ξεφύτρωναν κάποιες απρόβλεπτες δαπάνες και η όποια αποταμίευση από τα “εφάπαξ” τους, για μια ώρα ανάγκης, είχε, σχεδόν, καταντήσει απολεσθέν όνειρο.

Ο δρόμος ήταν ο γνώριμος φίλος και άγνωστος μαζί, στο πλαίσιο μιας εν εξελίξει διερεύνησης. Αλλά όμως, για τ’ όνομα του Θεού, και φίλοι φίλοι! Ποτέ δεν γινόταν αδιάκριτος, αν και, κατά βάθος, πολύ το ήθελε να αφουγκράζεται τους ψιθύρους του. Ποτέ δεν θ’ απαιτούσε, λόγου χάρη, να μάθει το περιεχόμεενο του θησαυροφυλακίου της Εθνικής Τράπεζας ή τα τσιλιμπουρδίσματα του ιδιοκτήτη κάποιου καταστήματος, ενώ, αντίθετα νοιαζόταν ειλικρινά για την εξουθενωμένη κυρούλα με τα τριμμένα ρούχα που καθόταν, με σκυμμένο κεφάλι, ακίνητη σαν άγαλμα, στο πέτρινο παγκάκι. Δεν κάπνιζε· είχε, όμως, πάντοτε στην τσέπη του ένα πακέτο τσιγάρα, όπως και κάποια κέρματα για όποιον δυστυχή του ζητούσε. Στα πρεζόνια και στα μικρά παιδιά δεν έδινε χρήματα ποτέ, τους αγόραζε, όμως, κάτι φαγώσιμο. Συστηματικά, άφηνε και σημεία ή καταστάσεις που κέντριζαν το ενδιαφέρον του, για μελλοντική διερεύνηση. Δεν είχε προσφέρει, για παράδειγμα, στη Ναυσικά ένα γεύμα στο “Καλντερίμι”, που στη μυθολογία του είχε πάρει θέση τόπου όπου θα γιόρταζαν ένα εξαιρετικά χαρμόσυνο γεγονός.

Ήταν και φορές που τον διακατείχε ένα είδος άγχους, καθώς διαπίστωνε ότι τα χρόνια περνούσαν και αυτός είχε πολλές εκκρεμότητες στη σχέση του με τον δρόμο. Ήταν ακλόνητη η βεβαιότητά του για το ογκώδες περιεχόμενό του. Κάθε μνημείο τροφοδοτούσε γενναιόδωρα αυτή του την πεποίθηση. Ό,τι φτιαγμένο από ανθρώπινα χέρια, που άντεχε στον χρόνο πάνω από πεντηκονταετία, χωρίς βεβαίως να εξαιρεί και ό,τι νεότερο έκρινε σημαντικό, ήταν γι’ αυτόν μνημείο και εντασσόταν στις καταγραφές του, με προφανή τα πρωτεία του ιερού βράχου και των ναών του. Ποτέ δεν χόρταινε η ματιά του τη θέα τους. Στις πολύ διαυγείς μέρες, συχνά αποξεχνιόταν καθισμένος σε κάποιο πεζούλι, παρατηρώντας λεπτομέρειες, με τη βεβαιότητα ότι για πρώτη φορά του αποκαλύπτονταν. Όταν βυθιζόταν σε τούτη την, χωρίς άλλο, ερωτική σχέση έχανε την επαφή μ’ όλο τον κόσμο γύρω του, ως και με τη Ναυσικά. Τότε, κανενός είδους υλική ύπαρξη δεν βρισκόταν ανάμεσα στα μάτια και το αντικείμενο της λατρείας του. Τα πάντα διαφανή, αόρατα, αθόρυβα… όσα αγαπούσε, όσα πολυαγαπούσε, αλλά κι όσα τον πονούσαν και τον θύμωναν. Οταν τον καταλάμβανε αυτή η έκσταση η Ναυσικά έδειχνε συγκινητική κατανόηση και παντελή απουσία ζήλιας· απομακρυνόταν διακριτικά και πήγαινε στο σπίτι να τον περιμένει, ετοιμάζοντάς του κάποιο από τα αγαπημένα του φαγητά. Ευτυχία της ήταν να τον βλέπει να επιστρέφει χαρούμενος και όχι ταλαιπωρημένος από μια νέα επιδρομή των βασανιστικών πονοκεφάλων του.

Η επιθυμίαα της Ναυσικάς να τον βλέπει χαρούμενο δεν άλλαξε ούτε για μια στιγμή, από τότε που πρώτη φορά κοιτάχτηκαν οι ψυχές τους. Ήταν στις μέρες του ξεσηκωμού του Πολυτεχνείου, που και οι δυο τους, μες στο πλήθος, έξω από την κλειστή πύλη, συμπαραστέκονταν στους επαναστατημένους φοιτητές και αγωνιούσαν για τ’ αδέλφια τους που ήταν εκεί μέσα. Γνωριζόντουσαν ήδη. Εργαζόντουσαν στο ίδιο υπουργείο, εκείνη μαθηματικός στο μηχανογραφικό κέντρο κι εκείνος στην οικονομική υπηρεσία. Συναντιότουσαν πολύ συχνά κατά τις ώρες της προσέλευσης και της αποχώρησης, χωρίς να έχουν ποτέ ανταλλάξει κουβέντα. Απέναντι στην πύλη του Πολυτεχνείου κοιτάχτηκαν στα μάτια και πιάστηκαν χέρι-χέρι. Εκεί, στον ζόφο και τον ξεσηκωμό, γεννήθηκε η δική τους παραδοσιακή οικογένεια και από τότε δεν χωρίστηκαν ποτέ. Οι πρώτοι τους ρομαντικοί περίπατοι είχαν για αφετηρία τους “Αέρηδες”. Γρήγορα της είχε εκμυστηρευτεί τη λατρεία του για την οδό Αιόλου και τους οραματισμούς του για την ανάδειξη του μεγαλείου της, από τη μελλοντική Ελλάδα της Δημοκρατίας και του πολιτισμού.

Εκεί, στον δρόμο του, ήταν κι εκείνα που τον πονούσαν και τον θύμωναν. Ανάκατα, χωρίς σειρά, χωρίς βαθμολογική κατάταξη, όλα σε σημείο κόκκινου συναγερμού. Οι σπασμένες πλάκες· τις είχε καταγράψει μία προς μία. Τη λάτρεψε στα νιάτα της ετούτη την πλακόστρωση· συγχώρησε, προς χάρη του οράματός του, ακόμη και τις ατασθαλίες, που ήταν απολύτως βέβαιος πως έγιναν κατά την κατασκευή της, αλλά δεν κατανοούσε ούτε τους βάνδαλους που την κατάστρεφαν, ούτε τις υπηρεσίες του δήμου που δεν την προστάτευαν και δεν την επισκεύαζαν. Είχε ετοιμάσει μια λεπτομερώς τεκμηριωμένη καταγγελία, στην οποία είχε συμπεριλάβει και δικές του προτάσεις. Σκέφτηκε όμως την υποδοχή της από τη γραφειοκρατία, που γνώριζε απ’ την καλή και την ανάποδη, και δεν συνέχισε. Η διαρκής παρουσία των κουπιδιών τον απέλπιζε και τον συνέτριβε. Μα και σ’ αυτό τον δρόμο! Και ο Κερδώος Ερμής· μ’ αυτόν τα τσούγκριζε ασταμάτητα. Τον διακατείχε, μάλιστα, η απόλυτη βεβαιότητα πως αυτός ο πονηρός είναι υπεύθυνος για την αφαίρεση τριών ολόκληρων μέτρων από το πλάτος που είχε ο δρόμος του στο πολεοδομικό σχέδιο του Σταμάτη Κλεάνθη. Τον παρηγορούσε, εντούτοις η σκέψη πως και ο Λόγιος Ερμής δηλωνε την παρουσία του.

Κυριακή 23 Οκτώβρη του 2010

Το Σαββατόβραδο, μια απόκοσμη πανσέληνος είχε ραντίσει χρυσόσκονη το σύμπαν του, αφανίζοντας με τα φίλτρα της κάθε ασχήμια. Μαγεμένος ακόμα, φορώντας τα καλά του, με την καλή του αγκαζέ και ψηλά το κεφάλι, παίρνει το δρόμο απ’ την αρχή, με σκοπό να πάνε να λειτουργηθούν στην Αγία Ειρήνη, αφού προηγουμένως ανάψουν το κεράκι τους στη Χρυσοσπηλιώτισσα. Έξω από την κλειστή είσοδο του πρώτου πολυκαταστήματος, ένας νέος, στην ηλικία του γιου του, που μόλις έχει πάρει τη δόση του, μετεωρίζεται στον προθάλαμο του Άδη. “Ένα ακόμα θύμα πολέμου” σκέπτεται και σχεδόν το μουρμουρίζει. Η σύντροφός του δεν τον ρωτά τι είπε. Τη σκέψη του την ξέρει, όπως και την άποψή του για τους ναρκομανείς, παγιωμένη από την εποχή που συνδικαλιζόταν. “Θύματα του πιο βρόμικου και πιο ύπουλου πολέμου, με στόχο την εξουδετέρωση των πιο ανυπότακτων μελών της κοινωνίας, σε συνδυασμό με τεράστια κέρδη. Οι διώξεις των εμπόρων, θέατρο. Τα μεγάλα αφεντικά, στο απυρόβλητο, μας κυβερνάνε”.

Καθώς παρατηρεί τον μελλοθάνατο, θορυβημένος από αυθόρμητους συνειρμούς που έφταναν ώς τα παιδιά του, βλέπει να ξεπροβάλλει, μέσα από τα βρόμικα αχτένιστα μαλλιά του, μια κατσαρίδα, ασυνήθιστα μεγάλη. Ασυναίσθητα σφίγγει ένα μικρό μήλο που έχει στην τσέπη του για μετά το αντίδωρο. Τραβάει το μπράτσο της Ναυσικάς και απομακρύνονται βιαστικά.

Στην πλατεία Κοτζιά θυμάται –και οργίζεται– την ιστορία του απόντος κομψοτεχνήματος του Δημοτικού Θεάτρου, που ήταν έργο του Τσίλερ· έζησε μόλις μισό αιώνα, ωσότου το εξαφανίσουν από προσώπου της γης στενόθωρα μυαλά μιας εποχής άκρατου αυταρχισμού. Με δανεικό σκηνικό το σύγχρονο κιγκλίδωμα της Αχαρναϊκής οδού και τους αρχαίους τάφους, μια άνεργη καλλιτέχνισσα αγωνίζεται για την επιβίωσή της, παριστάνοντας το άγαλμα της θεάς Αθηνάς. Κρατά ένα αστείο πλαστικό δόρυ, λυγισμένο από το μικρό της βάρος, που ρίχνει πάνω του η αδυναμία της να σταθεί ακίνητη για πολλή ώρα. Εκείνος προσπαθεί να ηρεμήσει, ρίχνοντας στο δισάκι της αγωνίστριας ένα κέρμα.

Στην κρυστάλλινη είσοδο του νέου κτηρίου της Εθνικής καθρεπτίζεται ένας επαίτης, απαθής, χωρίς ν’ απλώνει χέρι. Έχει σταυρώσει τους βραχίονες κάτω από το πεσμένο στο πλάι πρόσωπό του, με το βλέμμα απλανές, σα να θέλει να σωθεί από αποτρόπαιο θέαμα. Η θωριά του και τα αχνόχρωμα ράκη του τον κάνουν να μοιάζει με φάντασμα του παρελθόντος, που ξέμεινε να στοιχειώνει τον τόπο όπου το πρώτο θέατρο-παράπηγμα της νεότερης Αθήνας διαλύθηκε από ανεμοστρόβιλο. Τον συμπονά και του αφήνει ένα ολόκληρο ευρώ. Πριν του γυρίσει την πλάτη, τον παρατηρεί εμβρόντητος. Είναι ο Νίκος Μαύρος… αγνώριστος και τυφλός! Συνάδελφός του κάποτε· τα γραφεία τους δίπλα-δίπλα, για πολλά χρόνια. Τόσο πολύ είναι αλλαγμένος που η Ναυσικά δεν τον καταλαβαίνει. Αυτός τον αναγνώρισε από το χαρακτηριστικό εξόγκωμα στο κέντρο του μετώπου του και από τη βίαιη ώθηση ενός απωθημένου αισθήματος ενοχής που πάλεψε για χρόνια να βολέψει στα βάθη της συνείδησής του, ανασυρμένου τώρα, από τη μυρουδιά τάφου που έστελνε το σώμα του επαίτη.

Θύμα σκευωρίας ο Νικόλας, κατηγορήθηκε για “βαριά αμέλεια”. Μια σημαντική προμήθεια είχε αστοχήσει, με αποτέλεσμα μεγάλη οικονομική ζημιά για την υπηρεσία. Ο Νικόλας κρίθηκε μοναδικός υπαίτιος, επειδή δεν αντιλήφθηκε την πλαστότητα των πιστοποιητικών ποιότητας που του είχαν αναθέσει να ελέγξει. Οι διαμαρτυρίες του έπεσαν στο κενό, μια και κανείς δεν βρέθηκε να στηρίξει τους δικούς του ισχυρισμούς. Απολύθηκε, φορτωμένος προσβολές και ταπείνωση, με το παρατσούκλι “στραβούλιακας”. Κι όμως, υπήρχε ακούσιος μάρτυρας που σιώπησε. Ήταν αυτός ο ίδιος. Χωρίς να γίνει αντιληπτός από κανέναν, είχε παραστεί στη σκηνή του εκβιασμού του απολυμένου από ανώτερό του: “Να αλλάξεις την έκθεσή σου, για να μη βρεθείς στο δρόμο και πεινάσουν τα παιδιά σου”.

Έχουν πια φθάσει στη Χρυσοσπηλιώτισσα, όταν ξεσπά ξαφνικά μια κοσμοχαλασιά, ένα μπουρίνι δυνατό, σα να σταυρώνεται ο Χριστός, που τον στριμώχνει στον τοίχο της εκκλησιάς κι από το βάθος βάθος του δρόμου, από τους “Αέρηδες”, ξεπηδά άρμα τρομαχτικό που το τραβούν πτερωτά τρωκτικά και αναβάτες ποιοι!… Με φτερά κοράκων, οι αδίστακτοι καιροσκόποι, αναρριχητές, διεφθαρμένοι κερδοσκόποι που στοιχειώνουν την ύπαρξή του, γιατί αδράνησε μπροστά στην έκταση του θράσους και τη δύναμη της διαπλοκής τους και δεν τους αντιπαρατέθηκε και δεν τους κατάγγειλε, όπως οι καταιγιστικές αποκαλύψεις της μέρας αυτής του υποδεικνύουν, στερώντας του το προσχηματικό του καταφύγιο: “Δεν θα έχει χαθεί ο Νικόλας· έχει ο Θεός για τους αδικημένους” που το είχε καλά στεριώσει, αταλάντευτο, στην οδό Αιόλου. Τέτοιος εφιάλτης στο φως μιας τέτοιας μέρας! Όχι, δεν θα το αφήσει! Δεν αντέχει πια τον φόβο, υποδόρια, να τον κυβερνά. Αυτός, στο κάτω-κάτω, είχε μια οικογένεια να φροντίσει. Με εξαντλητική προσπάθεια ξεκολλάει από τον τοίχο και βγαίνει μπροστά στο άρμα. Μα ποιο άρμα; Είναι όλα ήσυχα. Παρατηρεί πως ο δρόμος είναι πεντακάθαρος, χωρίς ούτε ένα σκουπίδι και χωρίς σπασμένες πλάκες!…

– Δεν είναι τίποτε… μια μικρή αδιαθεσία… πάει, πέρασε· καθησυχάζει την έντρομη Ναυσικά.

Έχω πρόβλημα με τον ήρωα της ιστορίας μου. Ζητά να αποχωρήσει και δεν μπορώ να ξέρω αν κουράστηκε ή αν αμφισβητεί την ακρίβεια ή το νόημα των περιγραφών μου. Σε κάθε περίπτωση, αφού σας έφερα ώς εδώ, πρέπει να πω πως έλεγα να συνεχίσω. Το έβρισκα ρεαλιστικό και ανθρώπινο να τον υποβάλω σε μια ακόμα δραματική δοκιμασία σύγκρουσης με τις αβέβαιες δοξασίες του. Είχα την πρόθεση να αντιμετωπίσω καλοπροαίρετα το επιχείρημά του· “αυτός στο κάτω-κάτω είχε μια οικογένεια να φροντίσει”· θα τον στερούσα από τη διακριτικότητά του για τα θησαυροφυλάκια των τραπεζών και τα φερσίματα των αφεντικών και θα τον έστελνα στην πλατεία Συντάγματος, όπου, εν μέσω διαδηλωτών κατά της λιτότητας, διαδηλωτής και ο ίδιος, θα αγκάλιαζε τη Ναυσικά και θα τη σήκωνε όσο ψηλά μπορούσε, αποδεχόμενος τους πόνους της μέσης του και προσκαλώντας την για γεύμα στο”Καλντερίμι”. Καθώς απομακρύνται προ την πλατεία Συντάγματος, κρατώντας τη Ναυσικά του σφικτά από το χέρι, γυρίζει το κεφάλι και σχηματίζω την εντύπωση πως χαμογελά. Μα δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα για τη χροιά αυτού του χαμόγελου. Πικραμένο μου φάνηκε, σα να μου έλεγε: “Η λύση σου δεν περιλαμβάνει τον Νικόλα, δεν διορθώνει την δική μου”.

Σάββατο του θερμού Μάη του 2013

Η Ναυσικά ολομόναχη και μαυροφορούσα περνά την Ευριπίδου· περπατά σκυφτή, με βήματα διστακτικά κι αβέβαια, κρατώντας με τα δυο της χέρια επάργυρο δίσκο σκεπασμένο με χρυσόχαρτο και άσπρη κεντητή πετσέτα. Σκοντάφτει σε μια αποκολλημένη πλάκα· ταλαντεύεται στα χέρια της ο δίσκος, αλλά τον συγκρατεί. Έξω από το αίθριο που στο βάθος του το “Καλντερίμι” έσφυζε από ζωή άλλοτε, σκουπίζει ένα δάκρυ της. Φτάνει, κάποτε, στην Αγία Ειρήνη και ανεβαίνει αργά-αργά τα σκαλιά με το κεφάλι της σκυφτό και τη σκιά του στ’ αριστερά της.

____________________________

Η πρώτη, από τις 6 ανθρώπινες ιστορίες που πραγματεύεται ο συγγραφέας στο βιβλίο του, ξεκινάει στην Κρήτη των αρχών του 20ού αιώνα (κι έτσι απολαμβάνουμε διαλόγους σε άψογη ντοπιολαλιά) και εξελίσσεται στην προπολεμική και κατοχική Αθήνα. Οι υπόλοιπες πέντε διαδραματίζονται με κέντρο την πρωτεύουσα σε μεταγενέστρες ιστορικές συγκυρίες που διακριτικά αναφέρονται και ενσωματώνονται στην πλοκή, ως χαρακτήρες της. Θέατρο δράσης των πρωταγωνιστών, η οδός Αιόλου με τους Αέρηδες και τη Χρυσοσπηλιώτισσα, το προδικτατορικό Μπουρνάζι, η Επίδαυρος, μια εκτεθειμένη στα καιρικά φαινόμενα γειτονιά στην Αθήνα της κρίσης. Οι ήρωες, μαχητές, γείτονές μας, με την αφήγηση να συλλαμβάνει τις στιγμές που διαγράφουν φαινομενικά συνθήκες παγιωμένες με αγώνα, όραμα, ιδρώτα και αίμα ατόμων και γενεών, που αποκαλύπτουν καταχωμένα «κοινά μυστικά», χωρίς να έχει προετοιμάσει την εμφάνισή τους, χωρίς να τους προσδίδει χαρακτηριστικά ειμαρμένης αλλά και χωρίς περιθώρια αναστροφής της δραματικής κατάληξής τους.

Ιστορίες βαθιά ανθρώπινες, που παρουσιάζονται από τον συγγραφέα με ευφυή και ποιητικό τρόπο και γλώσσα λιτή και βατή. Ιστορίες που αφήνουν μια γλυκόπικρη γεύση στον αναγνώστη. Γλυκόπικρη γιατί είναι σαν να μας μιλάει κάποιος στο αυτί συγκινημένος, ψιθυριστά, απ’ τη μια για τις ανισότητες και τις αδικίες που επιφυλάσσει η ζωή, απ’ την άλλη για την έμφυτη καλοσύνη που ποτέ δεν εκλείπει από την κοινωνία στην ιστορική εξέλιξη του κόσμου μας.

“Μ”

Ο Aπόστολος Παλιεράκης γεννήθηκε στους Aγίους Aναργύρους Aττικής το 1943 και κατάγεται από την Kρήτη. Σπούδασε στη Θεσσαλονίκη και άσκησε το επάγγελμα του Πολιτικού Μηχανικού ως ελεύθερος επαγγελματίας και ως υπάλληλος του ΟΣΕ. Ποιήματα και διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ιστότοπους.Ήδη από τις εκδόσεις Μανδραγόρας κυκλοφορούν 5 ποιητικές συλλογές του [Ενήμερα-εφήμερα-αν…, 2010· Μεταποίηση σε στιγμές διαρκείας (IMITELEIS), 2011· Bραχύσωμες πτήσεις παρεκκλίνουσες, χαϊκού, 2017· Ανέτοιμος σε τρικυμία, 2018· Τριλογία σιωπών, 2020] και 2 συλλογές διηγημάτων [Υδάτινος Ταξιδιώτης, 2013· Φύλλα δάφνης, 2015]

*  Απόστολος Παλιεράκης, Οι κοράκοι, Διηγήματα, έργο εξωφύλλου Άννα Παλιεράκη, εκδ. Μανδραγόρας, (σειρά Σύγχρονη Ελληνική Πεζογραφία), Αθήνα, Ιούλιος 2020, σελ. 64, 15Χ21, αριθμ. έκδοσης: 321, ISBN 978-960-592-103-3, τιμή 8,48 ευρώ.


Πηγή: timesnews.gr