ΑΦΙΕΡΩΜΑ

  1. Έρνεστ Χέμινγουεϊ : συγγραφέας, πολεμιστής, πολεμικός ανταποκριτής, κυνηγός λιονταριών, διάσημος ψαράς, τρανός πότης και μανιώδης ταξιδευτής
  2. Έρνεστ Χέμινγουεϊ: «Ο καλύτερος τρόπος για να δεις εάν μπορείς να εμπιστευθείς κάποιον είναι…»timesnews.gr/έρνεστ-χέμινγουεϊ-συγγραφέας-πολεμι
  3. Ταυτοποιήθηκε ύστερα από 100 χρόνια ο στρατιώτης που έσωσε τον Ερνεστ Χέμινγουεϊ
  4. Έρνεστ Χέμινγουεϊ: Ρήσεις για την Ανθρώπινη Φύση, τη Συγγραφή και τα Πάθη
  5. Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ στην Κούβα

Ο ξένος ανταποκριτής Χέμινγουεϊ

Οι ανταποκρίσεις του μεγάλου συγγραφέα, ανάμεσά τους κι αυτές που έστειλε από το μικρασιατικό μέτωπο και την Ανατολική Θράκηαποκαλύπτουν ότι ήταν και δημοσιογράφος πρώτης γραμμής

«Mπήκα στη δημοσιογραφία για να γίνω συγγραφέας» είχε πει κάποτε η Οριάνα Φαλάτσι. Δεν ήταν ασφαλώς η πρώτη, και η παγκόσμια λογοτεχνία είναι γεμάτη ανάλογα παραδείγματα. Και από τα χαρακτηριστικότερα, θα λέγαμε, υπήρξε η περίπτωση του Ερνεστ Χέμινγουεϊ. Η έκδοση των αντιπροσωπευτικότερων δημοσιογραφικών του κειμένων δεν πιστοποιεί μόνο τη στενή σχέση ανάμεσα στη δημοσιογραφική και στη λογοτεχνική γραφή, αλλά και αποδεικνύει ότι ένα κατ΄ εξοχήν δημοσιογραφικό είδος (το ρεπορτάζ) μπορεί να διαθέτει λογοτεχνικές αρετές, δηλαδή, κατά τον αφορισμό του Εζρα Πάουντ, να είναι «είδηση που παραμένει είδηση» και αν υπάρχει το αντίστοιχο ταλέντο, να αξιοποιείται στην πεζογραφική αφήγηση κατά τον καλύτερο δυνατόν τρόπο.

Τα κείμενα του τόμου που φέρουν τον τίτλο Με υπογραφή Χέμινγουεϊ γράφτηκαν στη διετία 1920-1922 και δημοσιεύτηκαν στην καναδική εφημερίδα Τoronto Star Weekly. O μελλοντικός κορυφαίος συγγραφέας είχε αρχίσει τη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία στα 18 του χρόνια, στην εφημερίδα Τhe Κansas City Star. Ηταν η αρχή της συγγραφικής του περιπέτειας- που συνοδεύτηκε κι από την αντίστοιχη περιπέτεια ζωής- η οποία θα του χάριζε την παγκόσμια φήμη όταν, ώριμος πλέον, θα έδινε τα μεγάλα του έργα Για ποιον χτυπά η καμπάνα, Ο γέρος και η θάλασσα, Αποχαιρετισμός στα όπλα, Θάνατος το απομεσήμερο και μαζί μ΄ αυτά πλήθος αξεπέραστων διηγημάτων.

Τα θέματα που καλύπτει ο Χέμινγουεϊ είναι ευρείας γκάμας: από το πώς ζούσαν οι ρώσοι εμιγκρέδες αριστοκράτες στο Παρίσι και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις ως τα απεριτίφ, τις πωλήσεις χαλιών, τα σπίτια στον Σηκουάνα και το ψάρεμα. Τα πιο ενδιαφέροντα κείμενα ωστόσο είναι αυτά των τελευταίων 100 σελίδων. Αφενός επειδή αναφέρονται στη μικρασιατική καταστροφή, στον ξεριζωμό των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και το κλίμα που επικρατούσε τότε, και αφετέρου διότι σε αυτά ακριβώς διαπιστώνει κανείς πόσο βαθιά επηρέασε το ρεπορτάζ τον κατοπινό πεζογράφο.

Αν δεν ξέραμε πως πρόκειται για δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις, πολλά θα τα χαρακτηρίζαμε μικρά διηγήματα. Πραγματικά, όσοι γνωρίζουν τα διηγήματα του Χέμινγουεϊ- κάποια από τα οποία είναι όντως λακωνικά αριστουργήματα- μπορούν τώρα, διαβάζοντας τις ανταποκρίσεις του, να συμπεράνουν πως η δημοσιογραφική γραφή μετεξελίχθη- κε σε αφηγηματική τεχνική υψηλού επιπέδου και ότι ο Χέμινγουεϊ κατάφερε να προεκτείνει το ρεπορτάζ στο διαχρονικό πεδίο της ανθρώπινης συνθήκης.

Ο ίδιος δεν θεωρούσε τα δημοσιογραφικά του κείμενα συγκρίσιμα με το πεζογραφικό του έργο- και ήταν φυσικό. Η αμεσότητα της εμπειρίας μεταλλάσσεται διαφορετικά στο ρεπορτάζ, που πρέπει να γραφτεί αμέσως μετά το συμβάν, και διαφορετικά στην αφήγηση, η οποία υπακούει στους κανόνες της μυθοπλασίας. Αλλά στον ικανό συγγραφέα η αμεσότητα της εμπειρίας μπορεί να προσδίδει διάρκεια και στα πιο επικαιρικά κείμενα.

Οι σκηνές που περιγράφει από την Ανατολική Θράκη όταν την εγκαταλείπει ο ελληνικός πληθυσμός έχουν μία επιπλέον ιδιαιτερότητα για εμάς. Η φυγή των Ελλήνων από την περιοχή περιγράφεται με τέτοια δύναμη και αποτυπώνεται τόσο ακαριαία που είναι αδύνατον να σε αφήσει ασυγκίνητο. Βαριά κατάθλιψη κυριαρχεί στην τελευταία ανταπόκριση με τίτλο Πρόσφυγες από τη Θράκη, με την οποία κλείνει το βιβλίο. Η κατάθλιψη είναι του ίδιου, όταν στην Αδριανούπολη, την οποία παρουσιάζει σχεδόν σαν μια πόλη-«φάντασμα», περνάει μια άθλια βραδιά σε ένα εξίσου άθλιο ξενοδοχείο γεμάτο ψείρες.

Ο νεαρός ρεπόρτερ συμπαθεί φανερά τους Ελληνες, όχι επειδή είναι οι χαμένοι και οι διωγμένοι, αλλά επειδή, κατά τη γνώμη του, ο ελληνικός στρατός δεν θα είχε ηττηθεί αν δεν τον πρόδιδαν, αν δηλαδή η απομάκρυνση των ικανών βενιζελικών αξιωματικών και η αντικατάστασή τους με «κουραμπιέδες» της βασιλικής Αυλής δεν τον άφηνε ουσιαστικά αδιοίκητο στην πιο κρίσιμη περίοδο του πολέμου της Μικράς Ασίας. Υποστηρίχθηκε- εκ των υστέρων βέβαια- ότι η μικρασιατική εκστρατεία δεν θα είχε αίσια έκβαση για αντικειμενικούς λόγους. Πρόκειται για ζήτημα επί του οποίου οι σύγχρονοι ιστορικοί εκφράζουν διιστάμενες απόψεις. Εν τούτοις, το ότι μιλάει ανοικτά για «προδοσία» ένας συγγραφέας ο οποίος είχε άμεση γνώση των συνθηκών του πολέμου (αφού είχε συμμετάσχει στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και είχε τραυματιστεί σοβαρά, με κίνδυνο να χάσει τη ζωή του) είναι εξαιρετικά σημαντικό.

Το βιβλίο συνοδεύεται από ενδιαφέρουσα εισαγωγή του Ηλία Μαγκλίνη και χρήσιμη εργοβιογραφία του συγγραφέα.

Ο Χεμινγουέι με τον Φιντέλ Κάστρο

  • ΞΥΣΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ

Τα ξημερώματα της 2ας Ιουλίου του 1961 ο Ερνεστ Χέμινγουεϊ, ο «Πάπα»,όπως τον αποκαλούσαν η οικογένεια και οι στενοί του φίλοι, κατέβηκε στο υπόγειο του σπιτιού του στο Κέτσαμ του Αϊνταχο, πήρε ένα κυνηγετικό όπλο,ανέβηκε στο ισόγειο, στήριξε το κεφάλι του στην κάννη και τράβηξε τη σκανδάλη. Ηταν 62 ετών, ευκατάστατος, διάσημος σε όλο τον κόσμο και έχοντας γνωρίσει όλες τις τιμές που θα ονειρευόταν κάθε συγγραφέας, περιλαμβανομένης και της μεγαλύτερης, του βραβείου Νομπέλ που του απονεμήθηκε το 1954, το οποίο μάλιστα αποκαλούσε «αυτό το σουηδικό πράγμα».

Τι είχε συμβεί; Γιατί ένας άνθρωπος που έζησε σχεδόν τα πάντα, που ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, που γνώρισε το σφαγείο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στον οποίο έλαβε μέρος ως εθελοντής τραυματιοφορέας και πέρασε ξυστά από τον θάνατο, που έζησε τον Ισπανικό Εμφύλιο, πολέμησε και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο συμμετέχοντας μάλιστα στη μάχη της Νορμανδίας, που γλίτωσε αργότερα παρά τρίχα από αεροπορικό δυστύχημα αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή του; Ηταν άραγε μοιραίο επειδή ήταν κληρονομικό; (Ας θυμίσω πως πριν από αυτόν είχε αυτοκτονήσει ο πατέρας του και ύστερα από τον ίδιο,η εγγονή του Μαργκό.) Ή μήπως αποτέλεσμα της βαριάς μανιοκατάθλιψης που τον είχε καταλάβει τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν δεν μπορούσε πλέον να γράψει ούτε αράδα; Οι όποιες ερμηνείες δεν έχουν ίσως νόημα σχεδόν 50 χρόνια μετά τον θάνατό του. Το έργο που άφησε πίσω του ο Χέμινγουεϊ φτάνει για να τον κατατάξει κανείς στους τρεις μεγαλύτερους αμερικανούς πεζογράφους του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, μαζί με τον Ντος Πάσος και τον Φόκνερ. Θα τολμούσε μάλιστα να υποστηρίξει ότι συγκριτικά η δική του επίδραση στο ύφος και στη γραφή των μεταπολεμικών συγγραφέων είναι μεγαλύτερη.

ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ | ΤΟ ΒΗΜΑ | Κυριακή 20 Ιουνίου 2010

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΙ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Ερνεστ Χέμινγουεϊ: Η αισθητική του κυνηγού, η ασκητική του πυγμάχου

Μια διαλεκτική του τραύματος και της επούλωσης

  • ΑΝΤΟΝΙ ΜΠΕΡΤΖΕΣ
  • Ερνεστ Χέμινγουεϊ: Μια ζωή σαν μυθοπλασία
  • Μετάφραση: Κωστής Καλογρούλης
  • Εκδόσεις: Καστανιώτης, Σελίδες 151

Ο Άγγλος Άντονι Μπέρτζες (1917-1993) δεν είναι γνωστός τόσο ως καθηγητής της αγγλικής λογοτεχνίας όσο ως συγγραφέας πολλών μυθιστορημάτων, ανάμεσα στα οποία και «Το κουρδιστό πορτοκάλι», που του πρόσφερε διεθνή φήμη. Καρπό του συνδυασμού των ιδιοτήτων του ως καθηγητή της λογοτεχνίας, από το ένα μέρος, και ως μυθιστοριογράφου, από το άλλο, αποτελεί η συγγραφή της βιογραφίας τού Ερνεστ Χέμινγουεϊ. Στη βιογραφία ο κριτικός και ερμηνευτής των ξένων μυθοπλασιών οφείλει να καθορίσει και να ελέγξει τη σχέση του με τον μυθοπλάστη: θα περιορίσει ο καθηγητής τον μυθιστοριογράφο ή θα τον αφήσει ελεύθερο και δεν θα φοβηθεί τη συνεργασία του με αυτόν; Σε συνέντευξη που ο Μπέρτζες έδωσε μέσω ανταλλαγής επιστολών με τον Τζον Κάλιναν έξι χρόνια πριν γράψει τον «Χέμινγουεϊ», δίνεται μια έμμεση σχετική απάντηση μέσα από τη διαπίστωση πως «Η βιογραφία αποτελεί πολύ δύσκολο έργο, επειδή δεν αφήνει περιθώριο για επινόηση».

  • Η φαντασίωση του ελέγχου της μυθοπλασίας

Όποια, πάντως, από τις δύο και αν είναι η επιλογή του, η εμπλοκή του μυθοπλάστη στο έργο του κριτικού είναι αναπόφευκτη, αφού ακόμη και η πιο καθαρή από περιγραφικά -άρα αφηγηματικά- στοιχεία κριτική ανάγνωση αποτελεί μια δευτερογενή μυθοπλασία, μια περιγραφή της αρχικής μυθοπλασίας σε μια γλώσσα διαφορετική από εκείνη με την οποία έχει γίνει η εκφορά της αρχικής: αυτή η (επανα)περιγραφή ουσιαστικά αποτελεί μια αφήγηση που χρησιμοποιεί διαφορετική γλώσσα και συγκροτεί τα σχήματα της πλοκής της στο επίπεδο της αλληλεπίδρασης όχι προσώπων, πράξεων και σκηνικών, αλλά εννοιών.

Στο συγκεκριμένο, ωστόσο, βιβλίο του Μπέρτζες δεν έχουμε μια κριτική ανάγνωση του έργου τού Χέμινγουεϊ, αλλά μια βιογραφία του, δηλαδή μια κριτική ανάγνωση όχι ενός έργου αλλά μιας ζωής που περιλαμβάνει αυτό το έργο. Είναι, επομένως, αυτονόητο πως η αναπόφευκτη ροπή της κριτικής ανάγνωσης του λογοτεχνικού έργου προς μια (δευτερογενή) μυθοπλασία είναι δραματικά ισχυρότερη στην προσπάθεια ανάγνωσης της ζωής του λογοτέχνη. Από αυτή την άποψη, η επιτυχία μιας βιογραφίας στην πραγματικότητα αποτιμάται σύμφωνα με τον βαθμό στον οποίο η παρουσίαση του βίου συγκροτεί μια μυθοπλασία αξιόπιστη και συνεπή ως προς την αξιοποίηση των δεδομένων, και ολοκληρωμένη ως προς την οργάνωσή τους σε μια ιστορία που διεκδικεί τη σημασία της πέρα από την εξασφαλισμένη παρουσία μιας γέννησης κι ενός θανάτου.

Η βιογραφία, επομένως, είναι ένα κράμα κριτικής και μυθοπλασίας. Σε αυτό το κράμα υπάρχει κάποιος από τους δύο συντελεστές που κυριαρχεί; Και αν υπάρχει, ποια από τις δύο φωνές ακούγεται δυνατότερα; Ποιος από τους δύο λόγους αποδεικνύεται πιο αποτελεσματικός στην παρουσίαση της ζωής ενός πεζογράφου που έφτιαχνε μυθοπλασίες όχι μόνο στο έργο του αλλά και στη ζωή του;

  • Οι μυθοπλασίες της ζωής και οι μυθοπλασίες της λογοτεχνίας

Ο Μπέρτζες οργανώνει και αναπτύσσει τη βιογραφία του στη βάση του εντοπισμού δύο αξόνων στη μυθοπλαστική δραστηριότητα του Χέμινγουεϊ: πρόκειται για τη μυθοπλασία του έργου του και για τη μυθοπλασία της ζωής του. Αυτή η οργανωτική αρχή παρουσιάζεται ήδη με τον υπότιτλο («Μια ζωή σαν μυθοπλασία») και αποδεικνύεται λειτουργική σε δύο επίπεδα: (1) στη νομιμοποίηση της χρήσης βιογραφικών πληροφοριών που δεν προκύπτουν από αρχειακή έρευνα, αλλά από μαρτυρίες του βιογραφούμενου (οι οποίες συχνά ανταγωνίζονται σε μυθοπλαστική τόλμη τα αφηγήματά του), και (2) στην αιτιολόγηση και νομιμοποίηση της βιογραφικής κράσης κριτικής και μυθοπλασίας που περιγράψαμε προηγουμένως.

Ο άνθρωπος Χέμινγουεϊ δεν είναι γνωστός από επιστολές και ημερολόγια, αλλά από ιστορίες που ο ίδιος έλεγε και στη συνέχεια ανακυκλώνονταν από τρίτους. Με αυτές τις ιστορίες ήθελε να δώσει στην εικόνα του μεγαλύτερες μυθικές διαστάσεις από εκείνες που είχε ήδη δημιουργήσει, όχι με τις φανταστικές αλλά με τις πραγματικές δραστηριότητές του ως εξαιρετικού κυνηγού (σαφάρι στην Αφρική), ψαρά (στις θάλασσες της Κούβας), πυγμάχου (ερασιτέχνη, αλλά μαχητικού), αντάρτη (Εμφύλιος Ισπανίας), άφοβου πολεμικού ανταποκριτή (Β’ Παγκόσμιος). Οτι διέφερε από την τυπική εικόνα του λογοτέχνη -ή ότι από μια άποψη την υπερέβαινε- ήταν γεγονός: ήταν σωματώδης, δυνατός, ωραίος, ριψοκίνδυνος. Η προσπάθειά του, όμως, να διευρύνει αυτή τη διαφορά και να την προεκτείνει προς την κατεύθυνση του μύθου με καυχησιολογίες (όπως εκείνη της ερωτικής του περιπέτειας με τη Μάτα Χάρι) δεν ήταν απλώς περιττή αλλά και λανθασμένη, επειδή τελικώς είχε το αντίθετο αποτέλεσμα, καθώς συχνά τον εμφάνιζε ανασφαλή και γραφικό.

Ο Μπέρτζες, αξιολογώντας τους καρπούς των δύο δραστηριοτήτων του Χέμινγουεϊ ως μυθοπλάστη του έργου του αλλά και της ζωής του, εκτιμά πως το δημιούργημα της δεύτερης είναι κατά πολύ κατώτερο από εκείνο της πρώτης. Απέναντι στη μυθοπλασία του έργου είναι θετικός, ενώ απέναντι στη μυθοπλασία της ζωής δείχνει αρνητικός. Η διαφορά οφείλεται στο κριτήριο που επιλέγει, που είναι υφολογικό -το ύφος αποτελεί την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στις δύο μυθοπλασίες: σε εκείνη του έργου είναι άμεσο, απερίτεχνο, λιτό, κάνοντας την αφήγηση ένα εκφραστικό μέσο, όχι εγκεφαλικό και πομπώδες, αλλά φυσικό. Αντιθέτως ή αντίστοιχα, το ύφος της μυθοπλασίας της ζωής το θεωρεί υπερβολικό και άξεστο.

Ο Μπέρτζες δεν κατόρθωσε ή, μάλλον, δεν προσπάθησε, άρα δεν θέλησε να γεφυρώσει τις δύο μυθοπλασίες και με τον τρόπο αυτόν να γράψει μια βιογραφία που θα ισοδυναμούσε με μια αποκατάσταση της ενότητάς τους. Αν το επιχειρούσε, ίσως κατέληγε σε μια ολική περί Χέμινγουεϊ μυθοπλασία, οπότε θα συνέχιζε και θα ολοκλήρωνε εκείνο που ο ίδιος ο βιογραφούμενος θέλησε να κάνει με το έργο, αλλά κυρίως με τη ζωή του. Αυτό θα αποτελούσε μια υπέροχη επινόηση – αλλά ο Μπέρτζες δεν ήθελε να αφήσει περιθώρια στην επινόηση… Κάποιος, ωστόσο, που αυτό το περιθώριο δεν το φοβάται, αλλά το διεκδικεί, θα μπορούσε να δώσει ένα περίγραμμα της ένωσης των δύο μυθοπλασιών, όπως το παρακάτω:

Τραυματισμοί και λογοτεχνικά έργα ή, αλλιώς, τραύματα και επουλώσεις: αυτές ήταν οι δύο κατηγορίες των γεγονότων της ζωής του – μοιραία συνέπεια της επικίνδυνης ζωής και της ροπής προς την αφήγηση. Το τραύμα -ως έμβλημα της οριακής εμπειρίας- τροφοδοτούσε τη μυθιστορηματική μυθοπλασία, και αυτή επούλωνε το τραύμα. Αν όμως ο ψυχισμός του δεν ήταν αυτός που τόσο προκλητικά δειχνόταν, δεν αποκλείεται -από ένα σημείο, τουλάχιστον, και μετά- να συνέβαινε και το αντίστροφο: η μυθοπλασία να προετοίμαζε το τραύμα, και το τραύμα να «άνοιγε» τη μυθοπλασία, δηλαδή ως εμπειρία να την έκανε λιγότερο διανοητική και περισσότερο σωματική.

Και στις δύο φάσεις η διαλεκτική τραύματος και μυθοπλασίας εξελίχτηκε ως διαδοχή των δύο καταστάσεων, για να καταλήξει στη σύμπτωση/ταύτισή τους, κάτι που εξωτερικά εκδηλώθηκε με το γεγονός της αυτοκτονίας με κυνηγετικό όπλο σε ηλικία 62 ετών. Με την ιδέα της αυτοκτονίας και με την εκτέλεσή της, για πολύ λίγο και λίγες στιγμές πριν από το θάνατο, οι δύο μυθοπλασίες του Χέμινγουεϊ έφτασαν -όχι μάλλον ως συνειδητοποίηση αλλά ως πράξη ή, έστω, ενέργεια, δηλαδή ως κίνηση συμβολική- στη μεγαλύτερη δυνατή σύγκλισή τους.

(Ηξερε πως χρωστούσε στη ζωή έναν θάνατο, και προσπάθησε να είναι συνεπής σε αυτήν, τουλάχιστον, την οφειλή. Πέρα όμως από τον αυτόβουλο θάνατό του, πρόλαβε να δώσει στη ζωή τις αντίστοιχες πληγές και ιστορίες του.)

  • ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
  • [ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ] ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ – 21/07/2006

Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Μια ζωή σαν μυθοπλασία

  • Άντονι Μπέρτζες
  • Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Μια ζωή σαν μυθοπλασία
  • Μετάφραση: Κώστας Καλογρούλης
  • Εκδόσεις: Καστανιώτης, 2006, Σελίδες: 151

Σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς που έμειναν στην ιστορία της λογοτεχνίας μόνο λόγω των βιβλίων τους (έχοντας να επιδείξουν μια συνήθως άχαρη, μονότονη και τετριμμένη ζωή), ο Χέμινγουεϊ είναι εξίσου γνωστός και για την έντονη ζωή του. Στη βιογραφία που έγραψε ο Άντονι Μπέρτζες, συγγραφέας του περίφημου μυθιστορήματος “Το κουρδιστό πορτοκάλι”, η ζωή και ο θάνατος του νομπελίστα συγγραφέα βρίσκονται σε πρώτο πλάνο. “Ο Χέμινγουεϊ δεν αρκούνταν στο να είναι απλώς εξαιρετικός ως κυνηγός, ψαράς, πυγμάχος και αρχι-αντάρτης. Έπρεπε να μετατρέψει τον εαυτό του σε ομηρικό μύθο, κάτι που συνεπάγεται πως έπρεπε να προσποιείται και να λέει ψέματα, αντιμετωπίζοντας τη ζωή σαν μυθοπλασία”, γράφει ο Μπέρτζες. Ως βιογράφος δεν περιορίστηκε σε επίσημες αρχές, σε ιστορικά στοιχεία, σε επιστολές και ημερολόγια, αλλά μελέτησε και τις ιστορίες που έλεγε ο ίδιος ο Χέμινγουεϊ σε μπαρ, σε πλοία, σε σαφάρι, ιστορίες που με τη σειρά τους εμπλουτίζονται από αναμνήσεις άλλων, και που εξακολουθούν, τόσα χρόνια μετά το θάνατό του, να βγαίνουν στην επιφάνεια.

Εργα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ στα ελληνικά

  • Για ποιον χτυπά η καμπάνα
  • Μυθιστόρημα
  • Μετάφραση: ‘Αννα Παπασταύρου
  • Εκδόσεις: Καστανιώτης, 2006, Σελίδες: 584

Bασισμένο στις εμπειρίες του από τον Iσπανικό Eμφύλιο, το Για ποιον χτυπά η καμπάνα θεωρήθηκε από τους βιβλιοκριτικούς ως το κορυφαίο έργο του συγγραφέα και ένα από τα καλύτερα πολεμικά μυθιστορήματα όλων των εποχών. Περιγράφει τέσσερις μέρες από τη ζωή του ήρωα και πρωταγωνιστή Ρόμπερτ Τζόρνταν, ενός Αμερικανού που έχει σταλεί με την ιδιότητα του δυναμιτιστή, για να ανατινάξει μια στρατηγικής σημασίας γέφυρα. Τέσσερις μονάχα μέρες, στα τέλη της άνοιξης του 1937 στην Ισπανία, και συγκεκριμένα στα δάση γύρω από τη Σεγκόβια. Στη διάρκεια αυτών των κρίσιμων ημερών, ο Τζόρνταν βιώνει συγκλονιστικά τον έρωτα στο πρόσωπο της πανέμορφης και βασανισμένης Μαρίας, το φόβο και την αγωνία σε μια σπαρασσόμενη από τον Eμφύλιο χώρα, την αφοσίωση και τη φιλία, αλλά και τη δεισιδαιμονία στα πρόσωπα των Ισπανών ανταρτών. Παντού γύρω του ελλοχεύει ο θάνατος, που δίνει σε όλα τα συναισθήματα μια ολότελα διαφορετική διάσταση και ένταση. «Το καλύτερο βιβλίο που έγραψε ποτέ ο Χέμινγουεϊ» (New York Times). «Ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα που γέννησε ο αιώνας μας» (Observer).

  • Με υπογραφή Χέμινγουεϊ. 1920-1922: Ιταλία, Βαλκάνια, Μικρασιατική καταστροφή
  • Μετάφραση: Κώστας Καλογρούλης, Ηλίας Μαγκλίνης
  • Σύνθεση εξωφύλλου: Αντώνης Αγγελάκης
  • Εκδόσεις: Καστανιώτης, 2010, Σελίδες: 384

Ο Χέμινγουεϊ ανδρώθηκε λογοτεχνικά μέσα από τη δημοσιογραφία και η δημοσιογραφία του χάρισε τις πρώτες δυνατές εμπειρίες, τα πρώτα του χρήματα και τα πρώτα του μεγάλα ταξίδια. Ωστόσο, παρότι ο ίδιος έβλεπε τα δημοσιογραφικά του κείμενα ως κάτι που δεν μπορεί να συγκριθεί με το λογοτεχνικό του έργο, ο ενθουσιασμός και η φαντασία του κατέστησαν αυτό το υλικό κάτι περισσότερο από διαχρονικό. Στον πρώτο αυτό τόμο των δημοσιογραφικών του κειμένων περιέχονται οι ανταποκρίσεις που έγραψε στην περίοδο 1920-1922 και έχουν, βεβαίως, ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Έλληνα αναγνώστη, αφού περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, όλα τα κείμενα που ο Χέμινγουεϊ έγραψε για τη Μικρασιατική καταστροφή.

  • Ο γέρος και η θάλασσα
  • Μετάφραση: Φώντας Κονδύλης
  • Εκδόσεις: Καστανιώτης, 2009, Σελίδες: 120

O Σαντιάγκο, ένας γέρος ψαράς μοναχικός, θα δώσει τη μεγαλύτερη κι ίσως την τελευταία μάχη του με το μεγάλο ξιφία στα βαθιά νερά. Θα χρησιμοποιήσει τη μαστοριά, το μυαλό και την τέχνη. Τρεις μέρες θα κρατήσει η μάχη κι ο Σαντιάγκο θα νικήσει. Όταν μπαίνει στο λιμάνι, αργά την τρίτη νύχτα, δίπλα στο βαρκάκι πλέει μονάχα το άσπρο κόκκαλο από το τεράστιο ψάρι που καταβρόχθισαν στη διαδρομή τους οι καρχαρίες. Μια μεγάλη στιγμή στην παγκόσμια λογοτεχνία, ένας αξεπέραστος σταθμός. Γραμμένο απλά, μεταδίδει ένα πανανθρώπινο μήνυμα πέρα από τόπο και χρόνο: ο άνθρωπος μπορεί να καταστρέφεται, ποτέ όμως δε νικιέται.

  • Στην εποχή μας
  • Διηγήματα
  • Μετάφραση: Ηλίας Μαγκλίνης
  • Εκδόσεις: Καστανιώτης, 2008, Σελίδες: 208

Η συλλογή αυτή είναι το πρώτο βιβλίο που εξέδωσε στις ΗΠΑ ο Χέμινγουεϊ μετά την επιστροφή του από την Ευρώπη (1925). Στις περισσότερες ιστορίες, ήρωάς του είναι ο Νικ Άνταμς, ένα είδος alter ego του συγγραφέα, τον οποίο γνωρίζουμε τραυματισμένο από τον πόλεμο και τον αποχαιρετάμε με μια σκηνή ψαρέματος σε αμερικάνικη λίμνη. Γραμμένα στην πιο γόνιμη περίοδο του Χέμινγουεϊ, τα διηγήματα αυτά συγκαταλέγονται στις καλύτερες δουλειές του νομπελίστα συγγραφέα και χαρακτηρίζονται από μια μορφική και θεματολογική ενότητα, ενότητα που έσπρωξε πολλούς κριτικούς να χαρακτηρίσουν το Στην εποχή μας «σπονδυλωτό μυθιστόρημα», «μυθιστόρημα μύησης» ή «ενότητα διηγημάτων». Από τα βιβλία που άλλαξαν τη μορφή της αμερικανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.

  • Αληθινό με το πρώτο φως
  • Μυθιστόρημα
  • Μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος
  • Εκδόσεις: Καστανιώτης, 2008, Σελίδες: 464

«Είμαι μυθιστοριογράφος, άρα είμαι κι εγώ ψεύτης και επινοώ απ’ ό,τι ξέρω κι απ’ ό,τι έχω ακούσει. Είμαι ένας ψεύτης και η δικαιολογία μου είναι ότι, επινοώντας την αλήθεια, την κάνω πιο αληθινή απ’ όσο θα ήταν. Αυτό κάνει ένα συγγραφέα καλό ή κακό. Αν γράψω στο πρώτο πρόσωπο, δηλώνοντας ότι είναι μυθιστορία, οι κριτικοί θα εξακολουθήσουν εντούτοις να προσπαθούν να αποδείξουν ότι αυτά τα πράγματα ποτέ δεν μου συνέβησαν. Είναι τόσο ανόητο όσο το να προσπαθείς να αποδείξεις ότι ο Ντεφόε δεν ήταν ο Ροβινσώνας Κρούσος, κι επομένως το βιβλίο είναι κακό». Το Αληθινό με το πρώτο φως, με θέμα το ταξίδι του Χέμινγουεϊ στην Κένυα το 1953-1954, είναι ένα μυθιστόρημα με έντονα τα αυτοβιογραφικά στοιχεία, γραμμένο κι αυτό, όπως και οποιοδήποτε άλλο του βιβλίο, με το απαράμιλλο ύφος του. Εκδόθηκε μετά θάνατον από το γιο του Πάτρικ, ο οποίος αναφέρεται σε αυτό ως ένα «παιδικό αρκουδάκι» που θέλει να παίρνει μαζί του στο κρεβάτι, κάθε νύχτα, πριν κοιμηθεί…

  • Θάνατος το απομεσήμερο
  • Αφήγημα
  • Μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος
  • Εκδόσεις: Καστανιώτης, 2007, Σελίδες: 448

«Με το που δέχεσαι για το θάνατο το “Oυ φονεύσεις”, είναι εντολή που εύκολα και αυθόρμητα υπακούς. Όταν όμως ένας άνθρωπος είναι ακόμη εξεγερμένος ενάντια στο θάνατο, απολαμβάνει το να υιοθετεί ένα από τα θεϊκά χαρακτηριστικά, δηλαδή το να θανατώνει ο ίδιος. Είναι από τα βαθύτερα συναισθήματα όσων απολαμβάνουν το να σκοτώνουν. Είναι κάτι που γίνεται με περηφάνια, και φυσικά η περηφάνια είναι χριστιανικό αμάρτημα και ειδωλολατρική αρετή. Αλλά η περηφάνια γεννά την ταυρομαχία και την αληθινή απόλαυση της θανάτωσης, που πλάθει τον μεγάλο ματαδόρ». Το Θάνατος το απομεσήμερο είναι από τα πιο σημαντικά βιβλία που γράφτηκαν ποτέ για τις ταυρομαχίες, αλλά δεν είναι αυτό μόνο. Με γλώσσα καθαρά λογοτεχνική, ο Χέμινγουεϊ βρίσκει εδώ την ευκαιρία να μιλήσει όχι μόνο για την Ισπανία και τους ανθρώπους της αλλά και για τη λογοτεχνία, την τέχνη, την τιμή, την ανδρεία, το θάνατο, με τρόπο ευθύ και ωμό, συχνά συγκινητικό, κάποτε προκλητικό ή και εξοργιστικό ακόμη. Κάποιες από τις ιστορίες των ταυρομάχων είναι από τις πιο σπαρακτικές που έγραψε ποτέ αυτός ο μεγάλος λογοτέχνης, που εδώ, ίσως περισσότερο απ’ όσο σε οποιοδήποτε άλλο βιβλίο του, αποδεικνύει τη συγγραφική δεινότητά του.

  • Ο κήπος της Εδέμ
  • Μυθιστόρημα
  • Μετάφραση: Άννα Παπασταύρου
  • Εκδόσεις: Καστανιώτης, 2007, Σελίδες: 336

O Kήπος της Εδέμ είναι μια ιστορία έρωτα και ασίγαστου πάθους ενός Αμερικανού συγγραφέα και της γυναίκας του στις μεσογειακές ακτές της Γαλλίας και της Ισπανίας, κατά τη διάρκεια ενός ατέλειωτου μήνα του μέλιτος, που σημαδεύεται καταλυτικά από την παρουσία μιας νεαρής γυναίκας για την οποία νιώθουν και οι δύο μια ακατανίκητη έλξη. Εξιστορώντας την πορεία αυτού του ερωτικού τριγώνου και καταμετρώντας θύματα και επιζώντες, ο Χέμινγουεϊ αποκαλύπτει ένα τρυφερό και ευάλωτο κομμάτι του χαρακτήρα του, ενώ η Κάθριν Μπορν είναι από τις πιο περίπλοκες και πειστικές ηρωίδες του. O Χέμινγουεϊ άρχισε να γράφει τον Κήπο της Εδέμ το 1946 και τον επεξεργαζόταν κατά διαστήματα και με μεγάλα διαλείμματα για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια, ενώ στη διάρκεια της ίδιας περιόδου έγραφε, μεταξύ άλλων, τα O γέρος και η θάλασσα και Μια κινητή γιορτή. Εδώ η ερμηνεία που δίνει στον έρωτα και στην τέχνη είναι σκοτεινή και βαθιά, η φαντασία του είναι ζωντανή και ενθουσιώδης, το γράψιμό του αριστοτεχνικό. O Κήπος της Εδέμ, που εκδόθηκε είκοσι πέντε χρόνια μετά το θάνατο του συγγραφέα, είναι ένα ιδιαίτερα τολμηρό και εντυπωσιακά σύγχρονο έργο.

  • Μέσα απ’ το ποτάμι και στα δένδρα
  • Μυθιστόρημα
  • Μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος
  • Εκδόσεις: Καστανιώτης, 2006, Σελίδες: 320

O πόλεμος μόλις έχει τελειώσει. Στη Βενετία, μια πόλη που εδώ περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια και με αγάπη, ο Ρίτσαρντ Kάντγουελ, ένας Αμερικανός συνταγματάρχης, ερωτεύεται με πάθος τη Ρενάτα, μια νεαρή Ιταλίδα κόμισσα με ένα «προφίλ που μπορούσε να ραγίσει τη δικιά σου την καρδιά, αλλά και οποιουδήποτε άλλου». O Kάντγουελ είναι ένας άντρας σημαδεμένος από τον πόλεμο, που θα μπορούσε να είναι πατέρας της. Όμως τον έχει κατακυριεύσει αυτός ο ανυπόκριτος και δροσερός έρωτας που του προσφέρει η Ρενάτα. Δεν βρισκόμαστε όμως μπροστά σ’ ένα παραμύθι. O πόλεμος μπορεί να έχει τελειώσει, αλλά οι πληγές του δεν έχουν επουλωθεί. Και για μερικούς η πολυπόθητη ειρήνη έρχεται πολύ αργά. Ένα από τα πιο δυνατά και σπαρακτικά μυθιστορήματα που έγραψε ο Χέμινγουεϊ, με κύριο θέμα την ανικανότητα του ανθρώπου να αιχμαλωτίσει τα χαμένα του νιάτα, το πρώτο που έγραψε μετά το Για ποιον χτυπά η καμπάνα, το οποίο είχε εκδοθεί δέκα χρόνια πρωτύτερα.

  • Να έχεις και να μην έχεις
  • Μετάφραση: Σταύρος Παπασταύρου
  • Εκδόσεις: Καστανιώτης, 2005, Σελίδες: 272

O Χάρυ Μόργκαν είναι ένας σκληρός άντρας. Έχει θάρρος, είναι αυτάρκης, ξέρει από αλκοόλ και όπλα και πιστεύει, όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζει ο ίδιος, ότι «δεν υπάρχει κανένας νόμος που να λέει ότι πρέπει να ζεις πεινασμένος». Ναυτικός, με δικό του σκάφος, ο Μόργκαν αναγκάζεται να θρέψει την οικογένειά του περνώντας παράνομα από τα σύνορα λαθρομετανάστες ή εγκληματίες κάθε είδους και αποφεύγοντας άλλοτε τις αδέσποτες σφαίρες της Ακτοφυλακής και άλλοτε τις αναπάντεχες προδοσίες. Η πορεία του όμως μοιάζει προδιαγραμμένη, αφού σε αυτόν τον κόσμο ούτε οι «σκληροί» μπορούν να επιβιώσουν ατιμωρητί. Mυθιστόρημα που αν και έμεινε στη σκιά των άλλων, πιο διάσημων έργων του μεγάλου νομπελίστα συγγραφέα, το Να έχεις και να μην έχεις κρύβει μέσα του στιγμές μοναδικής αναγνωστικής συγκίνησης και καταδεικνύει, ίσως όσο κανένα άλλο, την κοσμοθεωρία του Χέμινγουεϊ αλλά και την ικανότητά του να δημιουργεί στον αναγνώστη αγωνία για την τύχη των ηρώων του. «Συναρπαστικό και συγκινητικό. Ξεκινά μ’ έναν καταιγισμό πυρών και φτάνει στο αποκορύφωμά του κρατώντας τον αναγνώστη σε αμείωτη ένταση από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα». (Times Literary Supplement).

  • Οι πράσινοι λόφοι της Αφρικής
  • Αφήγημα
  • Μετάφραση: Άννα Παπασταύρου
  • Εκδόσεις: Καστανιώτης, 2005, Σελίδες: 312

Σ’ αυτό το γεμάτο λυρισμό και πάθος χρονικό, ο Χέμινγουεϊ περιγράφει στιγμές και συναισθήματα από ένα αλησμόνητο σαφάρι που έζησε το Δεκέμβριο του 1933 στις αχανείς εκτάσεις της Ανατολικής Αφρικής μαζί με τη δεύτερη γυναίκα του, Πωλίν Φάιφερ. Μέσα από πραγματικές ταξιδιωτικές εντυπώσεις, που διανθίζει με στοιχεία μυθιστορήματος (ο ίδιος μάλιστα αποκάλεσε το βιβλίο του «μυθιστόρημα βασισμένο σε πραγματικά πρόσωπα και σε πραγματικά γεγονότα»), ο Χέμινγουεϊ μοιράζεται μαζί μας όσα τον δίδαξε αυτή του η εμπειρία για την Αφρική αλλά και για τον ίδιο του τον εαυτό. Πάντα εγωκεντρικός, βρίσκει στο κυνήγι των άγριων ζώων το ιδανικό περιβάλλον για να διαδηλώσει την ανταγωνιστικότητά του, να αποδείξει ότι είναι ο πιο άξιος σκοπευτής, ο ικανότερος κυνηγός. Περιγράφει με τρόπο συγκλονιστικό τα τοπία, τους ιθαγενείς, τους κυνηγούς, αλλά πάνω απ’ όλα τα μεγάλα θηράματα, τη γοητεία του κυνηγιού τους, την αγριότητα της θανάτωσής τους. Ωστόσο, βρίσκει την ευκαιρία να μοιραστεί με τους συντρόφους του τις σκέψεις του για τη ζωή, τον πόλεμο, τη μοίρα, τη λογοτεχνία, κι έτσι κάποια στιγμή το κυνήγι παύει να είναι αυτοσκοπός και λειτουργεί ως μέσο για μια βαθιά εσωτερική αναζήτηση.

  • Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο
  • Μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος
  • Εκδόσεις: Καστανιώτης, 2005, Σελίδες: 416

Η πλειονότητα όσων είναι εξοικειωμένοι με το συνολικό έργο του Χέμινγουεϊ υποστηρίζουν ότι μόνο στα διηγήματά του άγγιξε την τελειότητα. O ίδιος ακολουθούσε αυτό που ονόμαζε «αρχή του παγόβουνου», παραλείποντας λεπτομέρειες που ο ίδιος γνώριζε καλά, με την πεποίθηση πως ο αναγνώστης θα τις συμπέραινε διαβάζοντας προσεκτικά την επιφανειακή πλοκή. Αυτή η τεχνική του χαρίζει στα διηγήματά του μια σαγηνευτική αίσθηση άρρητου βάθους. Σε πολλά από αυτά, πρωταγωνιστής είναι το μυθιστορηματικό alter ego του Χέμινγουεϊ, ο Νικ Ανταμς, τον οποίο γνωρίζουμε πρώτα ως αγόρι, όταν ζούσε κοντά σε καταυλισμό Ινδιάνων, ύστερα ως στρατιώτη στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και, στο τελευταίο διήγημα, το Πατέρες και γιοι, ως πατέρα. Από τα διηγήματα αυτής της συλλογής κάποια διδάσκονται στα σχολεία και τα πανεπιστήμια ή έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο, όπως τα Oι φονιάδες και Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο. Μέσω της σοφής απλότητας των καλύτερων απ’ αυτά, όπως το Ένα καθαρό, καλοφωτισμένο μέρος ή το Λόφοι σαν άσπροι ελέφαντες, μας μιλάει ολοζώντανη μια από τις σπουδαιότερες λογοτεχνικές φωνές του περασμένου αιώνα.

  • Αποχαιρετισμός στα όπλα
  • Μετάφραση: Σταύρος Παπασταύρου
  • Εκδόσεις: Καστανιώτης, 2004, Σελίδες: 400

Το 1918 ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ πήγε «στον πόλεμο που θα έβαζε τέλος σε όλους τους πολέμους». Κατατάχθηκε ως εθελοντής τραυματιοφορέας στα ασθενοφόρα, τραυματίστηκε και παρασημοφορήθηκε. Από τις εμπειρίες του αυτές γεννήθηκε αυτό το μυθιστόρημα, που πολλοί θεωρούν ως το αριστούργημά του. Σ’ αυτό αναπλάθει με τρόπο απόλυτα πειστικό το φόβο, τη συντροφικότητα, το θάρρος του νεαρού Αμερικανού εθελοντή και των ανδρών και γυναικών που γνωρίζει στην Ιταλία. Όμως το Αποχαιρετισμός στα όπλα δεν είναι μονάχα ένα πολεμικό μυθιστόρημα. Σ’ αυτό ο Χέμινγουεϊ πλάθει μια ιστορία αγάπης βαθιά τραγική, παθιασμένη και ασυμβίβαστη – η συνισταμένη των τριών μεγάλων ερώτων του συγγραφέα στα χρόνια 1918-1929. Πέρα όμως και ανεξάρτητα από τα καθαρά αυτοβιογραφικά στοιχεία που περιέχονται στο βιβλίο του αυτό, το μυθιστόρημα σφύζει από πάθος και συγκλονιστικά συναισθήματα, που βρίσκουν το ιδεώδες σκηνικό τους στην Ιταλία, στα ταραγμένα και αδυσώπητα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

  • Μια κινητή γιορτή
  • Αφήγημα
  • Μετάφραση: Σταύρος Παπασταύρου
  • Εκδόσεις: Καστανιώτης, 2004, Σελίδες: 224

Oι αναμνήσεις του Χέμινγουεϊ από την περίοδο της παραμονής του στο Παρίσι τη δεκαετία του ’20, όταν ακόμα ήταν ένας άγνωστος δημοσιογράφος, είναι το βασικό θέμα αυτού του βιβλίου-χρονικού που ο νομπελίστας συγγραφέας έγραψε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Εκτός όμως από αυτοβιογραφικό χρονικό, το Μια κινητή γιορτή είναι ταυτόχρονα και χρονικό μιας ολόκληρης (ανέμελης αλλά και εξαιρετικά γόνιμης από λογοτεχνική άποψη) εποχής, στο οποίο παρελαύνουν μεγάλα λογοτεχνικά ονόματα όπως αυτά του Τζέιμς Τζόις, του Έζρα Πάουντ, του Σκοτ Φιτζέραλντ, της Γερτρούδης Στάιν. Από τους αναγκαστικούς σταθμούς στη μελέτη και την κατανόηση του έργου του μεγάλου Αμερικανού λογοτέχνη.

  • Κι ο ήλιος ανατέλλει (Φιέστα)
  • Μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος
  • Εκδόσεις: Καστανιώτης, 2004, Σελίδες: 288

O Τζέικ Μπαρνς, Αμερικανός δημοσιογράφος που κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου είχε τραυματιστεί στα γεννητικά του όργανα, ζει στο Παρίσι περνώντας τις μέρες του με μια παρέα ευκατάστατων συμπατριωτών του. Στις γεμάτες αλκοόλ και αψέντι εφόδους τους σε ποικίλα μπαρ και κλαμπ, αλλά κυρίως με την εκδρομή τους στην Παμπλόνα της Ισπανίας με αφορμή μια μεγάλη τοπική γιορτή, οι σχέσεις της παρέας θα οδηγηθούν μέσα από μια ανεξέλεγκτη υποβόσκουσα ένταση σε μια εξαιρετικά λεπτή ισορροπία στο κέντρο της οποίας θα είναι η γοητευτική αλλά και νυμφομανής Μπρετ, μήλο της έριδος για τρεις άντρες της παρέας, με καταστροφικές συνέπειες. Το πρώτο σπουδαίο μυθιστόρημα του μεγάλου νομπελίστα συγγραφέα, που έκανε αμέσως πασίγνωστο το όνομά του και δεν έπαψε να γοητεύει το αναγνωστικό κοινό όλου του κόσμου εδώ και περίπου ογδόντα χρόνια, σε νέα μετάφραση.


Πηγή: timesnews.gr