• Γράφει ο Κώστας Γ. Τσικνάκης

Έχει χαρακτηριστεί, όχι άδικα κατά τη γνώμη μου, από τις κορυφαίες στιχουργούς του ελληνικού τραγουδιού. Αν για την περίοδο ώς τη Μεταπολίτευση ο Νίκος Γκάτσος κατέχει την πρώτη θέση στο έντεχνο τραγούδι η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου κατέχει ισάξια θέση στο λαϊκό τραγούδι.

Τα πρώτα βήματα και των δυο τους στον πνευματικό χώρο, χρειάζεται να τονιστεί ότι ξεκίνησαν από την ποίηση, την ίδια περίπου περίοδο. Για την αφετηρία του Νίκου Γκάτσου έγινε ήδη λόγος. Σήμερα, έκρινα σκόπιμο να αναφερθώ στην Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου καθώς είναι η επέτειος του θανάτου της, το 1972.

Η Ευτυχία Χατζηγεωργίου-Οικονόμου γεννήθηκε το 1893 στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας. Από μικρή έδειξε ενδιαφέρον για τα γράμματα. Μετά την αποφοίτησή της από το φημισμένο Γυμνάσιο Σμύρνης σπούδασε δασκάλα. Δεν δίδαξε όμως για πολύ. Το 1911, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, παντρεύτηκε τον αρκετά μεγαλύτερό της πλούσιο έμπορο Κωστή Νικολαΐδη, από τον οποίο απέκτησε δύο κορίτσια.

Η μεγάλη οικονομική επιφάνεια, που διέθετε, της έδωσε τη δυνατότητα να διευρύνει τους πνευματικούς ορίζοντές της. Διάβαζε συστηματικά ελληνική λογοτεχνία, δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση για την ποίηση του Κωστή Παλαμά, και φρόντιζε να παρακολουθεί τις θεατρικές παραστάσεις όσων ελληνικών θιάσων επισκέπτονταν τότε τη Σμύρνη.

Οι ανέφελες μέρες, ωστόσο δεν επρόκειτο να κρατήσουν για πολύ. Ύστερα από τη Μικρασιατική Καταστροφή, μαζί με τη μητέρα της και τις δύο κόρες της έφτασαν ως πρόσφυγες στον Πειραιά, όπου ήδη βρισκόταν ο άνδρας της.

Η αμέσως επόμενη περίοδος ήταν δύσκολη για την ίδια. Για να επιβιώσει πρόσφερε μαθήματα κατ’ οίκον ενώ γράφτηκε και παρακολουθούσε φιλολογικά μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ασφυκτιούσε από τη ζωή της, ωστόσο, και ο γάμος της με τον Κωστή Νικολαΐδη έδειχνε να έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του. Τελικά, εγκατέλειψε το σπίτι, μαζί με τη μητέρα της και τη μεγάλη κόρη της.

Η ιδέα να στραφεί στο θέατρο την απασχολούσε έντονα. Έτσι άρχισε να συχνάζει στα καφενεία «Αργολίς» και «Στέμμα» της Ομόνοιας, που αποτελούσαν θεατρικά στέκια. Σύντομα θα συμμετάσχει σε θίασο, που πραγματοποιούσε περιοδείες σε διάφορες ελληνικές πόλεις, παίζοντας μάλιστα πρωταγωνιστικό ρόλο σε ορισμένες παραστάσεις.

Λίγα χρόνια μετά αποχώρησε και, αφού προσέγγισε την ηθοποιό Μαρίκα Κοτοπούλη, προσλήφθηκε στον θίασό της. Κοντά της θα μαθητεύσει κάποια χρόνια, θα επηρεαστεί και θα λάβει μέρος σε δεκάδες παραστάσεις που ανέβασε η γνωστή ηθοποιός τα χρόνια εκείνα τόσο στην Αθήνα όσο και στη Θεσσαλονίκη.

Σημαντική στιγμή είναι ασφαλώς η συμμετοχή της, στις 18 Σεπτεμβρίου 1927, στην ιστορική παράσταση της τραγωδίας του Ευριπίδη «Εκάβη» στο Καλλιμάρμαρο. Σκηνοθέτης της ήταν ο Φώτος Πολίτης με βοηθό τον Φώτη Κόντογλου. Τους βασικούς ρόλους έπαιζαν η Μαρίκα Κοτοπούλη και ο Αιμίλιος Βεάκης. Πλαισιώνονταν από τον Αλέξη Μινωτή και τον Δημήτρη Ροντήρη. Κορυφαία του χορού ήταν η Γεωργία Βασιλειάδου. Στον χορό συμμετείχε επίσης η Ευτυχία Νικολαΐδου. Για την παράσταση δημοσιεύτηκαν εγκωμιαστικές κριτικές στον Τύπο της εποχής. Εξαιτίας της επιτυχίας που γνώρισε, θα επαναληφθεί για λίγες ακόμη παραστάσεις στο θέατρο «Κεντρικόν».

Μετά το 1928, δεν έχει αποσαφηνιστεί πότε ακριβώς, η Ευτυχία έφυγε από τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη. Για τα αμέσως επόμενα βήματά της στο θέατρο δεν διαθέτουμε επαρκή στοιχεία.

Η συμμετοχή της στις θεατρικές παραστάσεις, όλα αυτά τα χρόνια, δεν εμπόδιζε την Ευτυχία Νικολαΐδου να ασχολείται με τη λογοτεχνία και να διαβάζει νεοελληνική ποίηση. Επισκεπτόταν τακτικά την Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, όπου και μελετούσε. Εκείνη την περίοδο, όπως όλα δείχνουν, ξεκίνησε και να γράφει ποιήματα. Έχει ολοκληρωθεί και πρόκειται να δημοσιευτεί σύντομα από τον υποφαινόμενο άρθρο για τις τότε κινήσεις της καθώς και την πρώτη εμφάνισή της στα γράμματα.

Προς τα τέλη της δεκαετίας γνωρίστηκε με τον Γιώργο Παπαγιαννόπουλο που υπήρξε ο αφανής συμπαραστάτης της για καταξίωση τα επόμενα χρόνια. Γεννημένος στο χωριό Άρις της Μεσσηνίας είχε μεγαλώσει ουσιαστικά μόνος αφού, όταν ήταν ακόμη παιδί, τον είχαν εγκαταλείψει οι γονείς του. Πολύ νέος βρέθηκε στην Αθήνα και, αφού ασχολήθηκε με διάφορες εργασίες, εντάχθηκε τελικά στην Αστυνομία Πόλεων. Δείχνοντας μεγάλο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία, διάβαζε τον ελεύθερο χρόνο του στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος. Παράλληλα, σύχναζε στο Βιβλιοπωλείο των Εκδόσεων Γκοβόστη, και είχε συσχετιστεί με διαφόρους λογίους. Αυτός ήταν εκείνος που την προέτρεπε στο γράψιμο και την έφερε σε επαφή με τον λογοτεχνικό κύκλο που γνώριζε.

Το 1931 η ηθοποιός και ποιήτρια, ύστερα από προεργασία αρκετών χρόνων, θεώρησε ότι ήταν πλέον καιρός να τυπώσει την πρώτη ποιητική συλλογή της. Την τιτλοφόρησε «Πνοές», υπογράφοντάς την ως Ευτυχία Νικολαΐδου. Στην ολιγοσέλιδη συλλογή, περιέχονταν δεκατέσσερα ποιήματά της, γραμμένα σε ομοιοκαταληξία. Όπως αναγραφόταν, σε κάποια από τις πρώτες σελίδες, ήταν «Αφιερωμένα στον αγαπημένον μου Γιώργον Παπαγιαννόπουλον». Δημοσιευόταν, επίσης, φωτογραφία της. Παρότι δεν αναφέρεται εκδοτικός οίκος, είναι σχεδόν βέβαιο ότι τυπώθηκε από τις Εκδόσεις Γκοβόστη.

Τα θέματα που κυριαρχούν στα ποιήματα δείχνουν συνηθισμένα: παράφορος έρωτας για τον αγαπημένο· νοσταλγία για προσφιλή πρόσωπα που είχαν χαθεί· απογοήτευση για τις δύσκολες συνθήκες ζωής. Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα, με τον τίτλο «Στη θάλασσα», ήταν αφιερωμένο «στον ποιητή Μαλακάση», ενδεικτικό των τότε διαβασμάτων αλλά και των επιρροών της ποιήτριας.

Αντίτυπο των «Πνοών» εναπόκειται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος. Όλα τα ποιήματα αναδημοσιεύτηκαν και στο βιβλίο του Σπύρου Κουρκουνάκη, «Το παραμύθι της Ευτυχίας» (Αθήνα, Ιανός, 2010). Έτσι, μπορούν να διατυπωθούν αναλυτικότερες κρίσεις για το περιεχόμενό τους.

Δεν γνωρίζουμε αν υπήρξαν αντιδράσεις για την πρώτη αυτή ποιητική συλλογή και θα παρουσίαζε μεγάλο ενδιαφέρον αν εντοπίζονταν σχετικές πληροφορίες. Ορισμένα ποιήματα της συλλογής, πάντως, αναδημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες.

Τέτοια είναι η περίπτωση του ποιήματος «Λενιώ». Δημοσιεύτηκε στις 15 Ιανουαρίου 1932 στη στήλη «Στίχοι Νεοελλήνων» της εφημερίδας «Μακεδονία». Προφανώς είχε βρεθεί τότε η ποιήτρια για παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη και πρόσφερε τις «Πνοές» στους υπευθύνους της εφημερίδας, από τους οποίους επιλέχθηκε να δημοσιευτεί το συγκεκριμένο ποίημα. Σε αυτό ανιχνεύονται οι επιδράσεις της Ευτυχίας Νικολαΐδου από το δημοτικό τραγούδι.

Λίγους μήνες μετά την έκδοση των «Πνοών» πέθανε ο Κωστής Νικολαΐδης και η ποιήτρια παντρεύτηκε τον αστυφύλακα Γιώργο Παπαγιαννόπουλο με τον οποίο ζούσε τα προηγούμενα πέντε χρόνια. Το γεγονός, είναι βέβαιο ότι επέδρασε θετικά στην ψυχολογία της και της έδωσε μεγαλύτερη ώθηση. Έκτοτε, όλα τα ποιήματά της, τα υπογράφει ως Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου.

Για τα επαγγελματικά βήματά της στο θέατρο, το επόμενο χρονικό διάστημα, δεν διαθέτουμε λεπτομερή στοιχεία. Γνωρίζουμε μόνο ότι συνεργάστηκε με τον θίασο Κυριάκου Μαυρέα ‒ Μίμη Κοκκίνη, παίζοντας σε επιθεωρήσεις και κωμωδίες που ανέβαζε εκείνος σε διάφορες πόλεις.

Ούτε για τη συγγραφική δραστηριότητά της συγκεκριμένης περιόδου έχουμε πληροφορίες. Απέφευγε, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, να δίνει ποιήματά της σε λογοτεχνικά έντυπα. Ίσως να αισθανόταν ότι δεν ήταν ακόμη έτοιμη. Μπορεί όμως και να τόλμησε το βήμα και απλώς να απορρίφθηκε η συνεργασία της. Όλα τα ενδεχόμενα είναι πιθανά.

Όλα αλλάζουν για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου λίγα χρόνια πριν από τον Πόλεμο. Το 1939, παρότι δεν είχε δουλέψει αρκετά στο θέατρο, κατάφερε να συνταξιοδοτηθεί ως ηθοποιός. Έχοντας πλέον περισσότερο χρόνο στη διάθεσή της αφοσιώνεται στο γράψιμο. Με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, απευθύνεται σε γνωστά λογοτεχνικά έντυπα της εποχής, διεκδικώντας την παρουσία της στις σελίδες τους.
Από την ποιητική παραγωγή της εκείνης της περιόδου έχουν εντοπιστεί δύο δημοτικοφανή ποιήματά της. Και τα δύο δημοσιεύτηκαν στο δεκαπενθήμερο λογοτεχνικό και βιβλιογραφικό περιοδικό «Πνευματική Ζωή», που εκδιδόταν την περίοδο από τον Οκτώβριο του 1936 ώς στις 10 Απριλίου 1941 από τον γνωστό πεζογράφο Μελή Νικολαΐδη.

Το πρώτο ποίημα, δημοσιεύτηκε στο τεύχος 47, που κυκλοφόρησε στις 10 Μαΐου 1939, στις σελίδες με τον τίτλο «Η ποίηση των νέων»:

ΕΝΥΧΤΩΣΕ ΚΑΙ ΚΑΡΤΕΡΩ

Ενύχτωσε και καρτερώ σαν το στοιχειό στο μώλο.
Οι βάρκες τραβηχτήκανε σ’ απανεμιό σημάδι,
αγέρας δέρνει το κορμί, αγέρας και το νου μου
και μια βροχή θεόλωλη τ’ αυτιά μ’ αγριοδέρνει.
Έγινε το τσεμπέρι μου κατάμαυρη παντιέρα
και το κορμί μου, γιόκα μου, ασάλευτο κοντάρι,
δεν το λυγίζει ο καιρός μηδ’ ο κακός αγέρας·
μαζί μ’ αυτόν μοιρολογώ, μαζί μ’ αυτόνε σκούζω.
Απόψε, γιε μου, που η βροχή τα πέλαγα πλαταίνει
πού νάσαι, πού να δέρνεσαι, πού θαλασσοκτυπιέσαι;
Μην είσαι ναύτης του καιρού, του χάρου καπετάνιος
και κυβερνάς του το σκαρί στη διάτα τη δική του;
Αχ, να τον αποκοίμιζες, αχ να τον ξεγελούσες
νάστρεφες το τιμόνι σου κατά το λιμανάκι…

Το δεύτερο ποίημα, δημοσιεύτηκε στο τεύχος 57 του περιοδικού, που κυκλοφόρησε στις 25 Νοεμβρίου 1939:

ΜΟΝΑΧΑ Ο ΜΟΥΡΓΟΣ

Αχ γιε μου, πώς κατάντησα, λωλή κι’ αναμαλιάρα,
ξετράχειλη, αδιάντροπη, βρεγμένη, γυμνοπόδα,
να γκεζεράω στο γιαλό σαν την κακιά γυναίκα,
να μπαίνω μέσ’ στον καφφενέ, να πιάνω την κουβέντα
με το Στρατή, με το Γκαβό, με τους καπεταναίους,
μη λάχει κι’ ήρτε μήνυμα, μη ξαφνικά γραφή σου.
Μηδ’ ο Στρατής, μηδ’ ο Γκαβός, μηδέ κι’ ο καπετάνιος,
μηδέ κι’ ο μούτσος του Γκαβού μου λένε για τα σένα.
Μονάχα ο Μούργος, γιόκα μου, το μπιστικό σκυλί σου,
με την ουρά πισώσκελα απόκοντα με παίρνει
σαν να μου λέει τ’ άμοιρο «κάτσε κυρά στο σπίτι
κι’ ώς θα τον δω που θάρχεται, θα τρέξω σαν και πρώτα
να φέρω σου το μήνυμα και το γλυκό χαμπάρι».
Αχ γιε μου, να γινότανε, αχ γιε μου, νάχε γίνει.

Δεν πρέπει να αποκλειστεί η περίπτωση, στο ίδιο περιοδικό, να δημοσιεύτηκαν και άλλα ποιήματα της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Δεν διαθέτω, δυστυχώς, πλήρες σώμα του ώστε να μιλήσω με μεγαλύτερη ασφάλεια. Έστω και με βάση τα δύο παραπάνω ποιήματα, πάντως, μπορούν να γίνουν ορισμένα σχόλια για την ποίησή της.

Η ποιήτρια, όπως διαπιστώνουμε, σαφώς επηρεασμένη πλέον από το δημοτικό τραγούδι, έχει υιοθετήσει τον δεκαπεντασύλλαβο για την περιγραφή των συναισθημάτων της. Χρησιμοποιώντας απλές, καθημερινές λέξεις, καταφέρνει να συγκινήσει. Ένα ιδιαίτερα προσφιλές της θέμα, η αγωνία της μάνας για τη ζωή του ξενιτεμένου γιου της και η καθημερινή προσμονή επιστροφής του, αναδεικνύεται κατά τρόπο που γοητεύει τον αναγνώστη. Τον δεκαπεντασύλλαβο, χωρισμένο όμως σε δύο ημιστίχια, οκτώ και επτά συλλαβών, θα χρησιμοποιήσει και στα περισσότερα τραγούδια της των επόμενων δεκαετιών.

Ο μικρασιατικός γλωσσικός πλούτος, που κουβαλούσε μαζί της η ποιήτρια ερχόμενη στον κυρίως ελληνικό χώρο, δημιουργικά επεξεργασμένος, ανιχνεύεται και στα δύο ποιήματα. Στο δεύτερο, χαρακτηριστική είναι η έκφραση «για τα σένα», αντί «για σένα», στον όγδοο στίχο. Θα χρησιμοποιηθεί επανειλημμένα και σε μεταγενέστερους στίχους τραγουδιών της, που μελοποιήθηκαν, γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία. Η έκφραση θα υιοθετηθεί αργότερα και από άλλους.

Οι εμπειρίες που είχε αποκομίσει τα προηγούμενα χρόνια η ποιήτρια από τη συμμετοχή της στα μπουλούκια, που περιόδευαν για παραστάσεις σε διάφορες περιοχές του ελληνικού χώρου, είναι εμφανής. Ενδεικτικά αναφέρεται η τουρκικής προέλευσης λέξη «γκεζεράω», στον τρίτο στίχο, επίσης του δεύτερου ποιήματος. Αποτελεί ιδιωματική μορφή της λέξης «γκιζερίζω» και αναφέρεται σε όποιον τριγυρνά άσκοπα, περιπλανιέται.

Μα αυτήν την έννοια χρησιμοποιούνται και οι δύο λέξεις τόσο από τον Γιάννη Μακρυγιάννη στα «Απομνημονεύματα» όσο και από τον Αντώνη Τραυλαντώνη στο μυθιστόρημά του «Λεηλασία μιας ζωής». Με τη λέξη «γκεζεριό» δηλωνόταν, ιδίως στην Πελοπόννησο, η παρέα με ροπή προς την οινοποσία και τη διασκέδαση. Επίσης, και αυτό είναι το πιο αποκαλυπτικό στην περίπτωση που μας απασχολεί, τα μπουλούκια των ανθρώπων που βολτάριζαν, αναζητώντας με αγωνία δουλειά.

Στο πρώτο ποίημα, μεταξύ άλλων, ξεχωρίζει και το ερωτηματικό ύφος των στίχων δέκα ώς δώδεκα: «πού νάσαι, πού να δέρνεσαι, πού θαλασσοκτυπιέσαι;…» Άρεσε πολύ στην ποιήτρια ο συγκεκριμένος τρόπος γραφής. Θεωρούσε ότι ευαισθητοποιούσε τον αναγνώστη, πράγμα που τον βοηθούσε στην καλύτερη παρακολούθηση της διήγησης. Θα τον επαναλάβει, στους στίχους αρκετών τραγουδιών της, των επόμενων δεκαετιών, επίσης με μεγάλη επιτυχία. Κορυφαία, μπορεί να θεωρηθεί η πρώτη στροφή, από το γνωστότατο τραγούδι της του 1960, με τον τίτλο «Ο γυάλινος κόσμος»: «Ποιος θα μου δώσει δύναμη, τον κόσμο αυτό ν’ αλλάξω…». Αλλά και οι στίχοι «Ποια μοίρα με ζηλεύει, ποιο μάτι φθονερό…», από το επίσης γνωστό τραγούδι της του 1967, με τον τίτλο «Όνειρο απατηλό».

Τέλος, ένα άλλο θέμα που δεν έχει μελετηθεί, στον βαθμό που θα έπρεπε, είναι η επίδραση της ποίησης του Κώστα Κρυστάλλη στο έργο της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Αυτή, όπως παραδεχόταν άλλωστε και η ίδια σε κατά καιρούς συνεντεύξεις της, υπήρξε καταλυτική. Δεν μπορώ να προεκταθώ στο εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτό ζήτημα. Απλώς επισημαίνω ότι η θεματική της επηρεάζει σε αρκετά σημεία το ρεμπέτικο τραγούδι αλλά, κυρίως, τη λαϊκή στιχουργική των δεκαετιών του 1950 και του 1960.

Δεν έχουμε στη διάθεσή μας πληροφορίες για τις αμέσως μετέπειτα κινήσεις της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Η εγγονή της Ρέα Μανέλη, στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της «Η γιαγιά μου η Ευτυχία» (Αθήνα, Άγκυρα, 2003), εκτός από την έκδοση των «Πνοών» το 1931, γράφει ότι το 1940 τυπώθηκε από τις Εκδόσεις Γκοβόστη μία ακόμα ποιητική συλλογή της, με τον τίτλο «Άρπα και Φλογέρα».
Οι προσπάθειες ανεύρεσης της ποιητικής συλλογής δεν έφεραν αποτέλεσμα. Έτσι, μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν για το περιεχόμενό της. Σε αυτή, είναι εύλογο ότι θα εντάχθηκαν τα δύο ποιήματα, για τα οποία έγινε ήδη λόγος. Το γενικότερο κλίμα, προφανώς, θα κινούνταν στα πλαίσια, που ήδη επισημάνθηκαν.

Η ίδια ασάφεια υπάρχει και για τη συγγραφική δραστηριότητά της την περίοδο της Κατοχής και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Είναι βέβαιο ότι, ως προς τον τρόπο γραφής, εξακολούθησε να πειραματίζεται. Ερωτηματικό παραμένει αν, εκείνη την περίοδο, έδωσε για δημοσίευση ποιήματά της σε κάποια έντυπα.

Ένας βιαστικός έλεγχος στα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής υπήρξε αρνητικός. Η έρευνα δεν προεκτάθηκε στα εβδομαδιαία περιοδικά ποικίλης ύλης «Θησαυρός» (1938 κ.έ) και «Ρομάντσο» (1942 κ.έ), που αρχίζουν να γνωρίζουν μεγάλη άνθηση. Τίποτα, επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί.

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, προς τα τέλη της δεκαετίας του 1940, στρέφεται πλέον επαγγελματικά στη στιχουργική. Από την πρώτη κιόλας στιγμή φάνηκε ο μεγάλος πνευματικός οπλισμός της. Βαδίζοντας στα ασφαλή, γνώριμά της βήματα, κατάφερε για εικοσιπέντε χρόνια να χαράξει τη δική της, ξεχωριστή πορεία, σε έναν ιδιαίτερα απαιτητικό χώρο.

Οι επιρροές της από την ποίηση διακρίνονται σε όλους τους στίχους της. Η μεγάλη επιτυχία τους ξεκινούσε από τον ιδιότυπο διάλογο που αναπτύσσει με το κοινό. Αυτός, σε ένα μεγάλο βαθμό, οφειλόταν στην εμπειρία που είχε αποκομίσει από την θητεία της τα προηγούμενα χρόνια στο θέατρο.

Για την τόσο σημαντική περίοδο της ζωής της, των ετών 1947-1972, οι πληροφορίες μας είναι αρκετά περισσότερες. Έχουν διατυπωθεί λεπτομερείς κρίσεις για τους στίχους της από διαφόρους μελετητές. Το τόσο ελκυστικό αυτό ζήτημα, ωστόσο, εξακολουθεί να παραμένει ανοικτό στην έρευνα.

The following two tabs change content below.

ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ

O Kώστας Γ. Tσικνάκης είναι ιστορικός. Εργάζεται στο Iνστιτούτο Ιστορικών Eρευνών του Eθνικού Iδρύματος Eρευνών. Έχει δημοσιεύσει βιβλία, μελέτες και άρθρα για τη μεσαιωνική και τη νεότερη ελληνική ιστορία.


Πηγή: timesnews.gr