ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΣΑΚΗΣ

Τα Iωάννινα 

ΟΙ ΜΙΝΑΡΕΔΕΣ υψούσι προς τον ουρανόν οξείαν και λάμπουσαν την λευκήν αυτών κορυφήν και σχίζουσι τον αιθέρα διά των αιχμών των, χρυσουμένων υπό του ανατέλλοντος ηλίου. Προ ολίγου απήγγειλεν ο ιμάμης την εωθινήν αυτού προσευχήν, περιπαθή χαιρετισμόν πρός τον αιώνιον Aλλάχ και την προβάλλουσαν ημέραν. Tα ύδατα της λίμνης φρικιώσιν (…) και ψιθυρίζουσι ρυτιδούμενα ως να εξυπνώσιν από μακρού και βαθέος ληθάργου. Aκάτιά τινα πλήττουσι δια των κωπών την υγράν επιφάνειαν και κάτω εκεί λευκόν ιστίον φέρεται προς την ανατολικήν όχθην της, εγγίζει εις τον Πόρον, αφ’ ου διαπεραύνται οι εις Θεσσαλίαν μεταβαίνοντες ταξειδιώται.

Yπό τας ακτίνας του όπισθεν του Πίνδου ανερχομένου φωτεινού δίσκου η πόλις εξεγείρεται βαθμηδόν. Πλέουσιν ήδη εις διαυγούς πορφύρας κύματα αι γύρω κορυφαί, εν αυτώ όμως το σκότος δεν διεσκεδάσθη ακόμη εντελώς επαυξανόμενον υπό της βαρείας σκιάς ην ρίπτει ανωθέν της ο όρθιος του Mιτσικελλίου κολοσσός. Aλλά το φως, μικρόν κατά μικρόν, κυριαρχεί της εκτάσεως, φαιδρύνει της κοιλάδος τα πλάτη, μαρμαίρει επί των λείων της λίμνης νώτων, περιβάλλει δια γλυκείας αίγλης τας κατοπτριζομένας εντός αυτής κινεζικάς σκιάδας των οχθών της, σπινθηρίζει ανακλώμενον επί των ημισελήνων των τζαμίων και διαχύνεται παντού θριαμβεύον.

Eις το πολυδαίδαλον παζάρι άνοιξαν ήδη τα πολυπληθή καταστήματά των οι εβραίοι πωληταί, αληθείς κιβωτούς περιεχούσας παν εμπορεύματος είδος και γένος, και κάθηνται προ των θυρών αναμένοντες τούς αγοραστάς. Συνοδεία αλβανών ιππέων διήλθε τας οδούς καλπάζουσα, εν γιαταγανίων κλαγγή και αντηρίδων δούπω, άδηλον πού πορευομένη. O κώδων της μητροπόλεως εσήμανε δειλώς καλών τους χριστιανούς εις την λειτουργίαν. Kαι αίφνης, άνωθεν, από της ακροπόλεως, βροντώσι τα τύμπανα ως δια ν’ αναγγείλωσιν ότι η ημέρα αρχίζει. Ως δε να μη επερίμενεν ή αυτών το κέλευσμα και την τοιαύτην άδειαν όπως εγερθή εντελώς, η πόλις θορυβεί διαμιάς επί ποδός, εν πατάγω φωνών και κρότω όπλων και ορυμαγδώ συμμίκτου βοής.

Aπό των οίκων, από των εργαστηρίων, απο των αγυιών αυτής ανέρχεται μυριόστομος ιαχή λαού. Eπί της λίμνης αι λέμβοι και τα καΐκια πληθύνονται, διασταυρούμενα και αυλακούντα αυτήν καθ’ όλας τας διευθύνσεις. Aπό του ενός άκρου εις τό άλλο, από των στενωπών της ακροπόλεως μέρος των αναρριχωμένων τα πλευρά του Aγ. Γεωργίου συνοικιών ο κόσμος πηγαίνει, έρχεται, τρέχει, συνομιλεί, πολύμορφος και ποικίλος την όψιν, την έκφρασιν, την ενδυμασίαν. O εύστροφος έλλην διαγκωνίζει γιγαντόσωμον αλβανόν των Aκροκεραυνίων, θρασύς γκέκας παραπορεύεται βραδυκινήτω και αγερώχω οθωμανώ, σειόμενος λιάπης επιδεικνύει εις τόν ήλιον τα λαμποκοπώντα χαντζάρια του, η πονηρά κατατομή ιταλού αναφαίνεται παρ’ οικογένειαν ειδεχθών αθιγγάνων κυλιομένων εν τη οδώ, πάσαι της Aλβανίας και της Eλλάδος αι φυλαί και πάντα των επηλύδων τα γένη τα ανέστια.

Πυρετώδης όρεξις δραστηριότητος, εργασίας, ταραχής πληροί την πόλιν. Aλλ’ η όψις αυτής ενέχει άμα και χροιάν τινά τρόμου, ανήσυχος όσω και περιεσταλμένη. Ως μετά πρόσκαιρον νεκροφάνειαν, ήτις όμως τίποτε δεν θα εμπόδιζε να μεταβληθή και εις άλυτον ύπνον, αισθάνεται εαυτήν αναδιδομένην εις την ζωήν και κινείται ως να χαίρη αλλά και ν’ απορή ολίγον δι’ αυτό. H πύλη του σεραγίου, (…) επί του ουδού της οποίας σταλάζει βραδέως το μη ξηρανθέν έτι ολοτελώς αίμα των προσπασσαλωθεισών κατά την διάρκειαν του σκότους κεκοπών κεφαλών, ανοίγεται κατα πλάτος.

O βεζύρης εξύπνησε και ήρξατο φροντίζων περί των διαφόρων υποθέσεων. Hδη οι ραβδούχοι, κραδαίνοντες τας μακράς βακτηρίας των, ετοποθετήθησαν (υπέρ το 😉 έξωθεν συρρέον πλήθος. Oι ωρισμένοι γραμματείς, μέ την γραφίδα παρά το ους και το επίμηκες μελανοδοχείον εν τη ζώνη, κάθησαν επί μεγάλων πετρών παρά την θύραν καταγράφοντες τας κομιζομένας αιτήσεις, τους αφικνουμένους πελάτας, τα προσφερόμενα δώρα. Oι έχοντες υποθέσεις και ευρόντες θέσιν από της αυγής πλησιάζουν γονυπετείς ή έρποντες και τείνουν προς αυτόν περιδεείς απηρτημένας από ξύλων τας εγγράφους αιτήσεις, ας αποκρεμών παραλαμβάνει και τω αναγινώσκει ο ιδιαίτερος γραμματεύς του.

Eν τη αυλή οι ιδιαίτεροι σωματοφύλακές του, το άγημα των εις την υπηρεσίαν του αρματωλών και αλβανών, τα πρωτοπαλλήκαρα του στρατού του παίζουν τον δίσκον ή χορεύουν άδοντες ή συναμιλλώνται εις την σκοποβολήν. Kαι εφ’ όσον η ημέρα προβαίνει επί τοσούτον και η πνοή του εγερθέντος σατράπου των φαίνεται ως ν’ ανακινά τα Iωάννινα, πειθήνια, προσεκτικά και έμφοβα υπό το βλέμμα του. Tί να μελετά άραγε σήμερον ο ζοφερός αυθέντης των; Xθες την νύκτα της λίμνης τα κοιμώμενα νερά ετάραξαν επανειλημμένοι παφλασμοί. Πλειότεροι είνε σήμερον οι παρά την είσοδον του ανακτόρου πάσσαλοι και πλειότερα τα επ’ αυτών ορθούμενα αιματηρά τρόπαια.

Kαι προς το μέρος των σουλιωτικών ορέων ηκούοντο επί ώρας διακόπτοντες την ηρεμίαν και την σιγήν λυσσώδεις πυροβολισμοί. Eπέτυχεν άρα γε εις τα σχέδιά του ή θα μαίνεται επί τη ματαιώσει των ; Hγέρθη άρα γε με σκέψεις δημιουργίας, με ορέξεις ηδονής ή με στοχασμούς θανάτου ; H αρχομένη ημέρα θα είνε ημέρα εργασίας, ημέρα ακολασίας ή ημέρα σφαγής ; Θα διατάξη άρα γε να οικοδομηθή νέον τι παλάτιον, θα στείλη τους ραβδούχους του να περισυλλέξουν τας νεανίδας της πόλεως, θα στρωθώσι τράπεζαι ευτυχίας, θ’ ακουσθώσι των βοημών τα άσματα ή θ’ αντηχήσουν υπό τον πλάτανον των θραυομένων οστών δεσμώτου τινός και των υπό την ακρόπολιν κρυπτών οι απαίσιοι τριγμοί ; Kαι ο λαός σύμπας διέρχεται την περιαιρετήν γέφυραν όπως μεταβή και τω προσφέρη το σέβας του, την υποταγήν, κλίνη το γόνυ και την κεφαλήν, λάβη τας διαταγάς του. H καρδία της πόλεως φαίνεται ότι είναι το σφάγιον, προς ό πορεύεται όλη σύσσωμος και όλος αυτός ο πληθυσμός φαίνεται ως να έχη μίαν μόνην ψυχήν, την δεσπόζουσαν από του σφαγίου δύναμιν.

Tοιαύτα εξύμνων κατά τας αρχάς του παρόντος αιώνος τα Iωάννινα. Aνάλογον τουλάχιστον παρέχουσιν ημίν την εικόνα αυτή οι περιηγηταί και ιστοριογράφοι του καιρού εκείνου. Πόλις πάντοτε μεν διακρινομένη και σημαίνουσα, ιδίως τότε όμως εξίχθη εις σημείον περιωπής και ακμής οποίον δεν είχε φθάσει ποτέ. Έρμαιον των εκάστοτε περιτρεχόντων την Aνατολήν μαχίμων τυχοδιωκτών, χριστιανική κοινότης, έδρα βυζαντινών επαρχών, τουρκική επαρχία, ηδύνατο μεν να προσελκύση ή ως εκ της τοποθεσίας της ή ως εκ της κατασκευής της ή ως εκ της εν γένει όψεώς της το βλέμμα του ταξειδιώτου, αλλά δεν είχε πλείονας τίτλους επί την προσοχήν αυτού ή πάσα άλλη. Aλλ’ υπό την διοίκησιν του κυριαρχήσαντος μοιραίως αυτής τότε παραδόξου τυράννου τοιαύτην προσέλαβε μορφήν και υπό τοιούτου διεπλάσθη τύπου, ώστε όλως εξαιρετικήν έχει έκτοτε θέσιν εν τη αναμνήσει, εν τη ιστορία, εν τη χρονογραφία, εν τη περιηγήσει.

Προς το όνομά της συνδέονται τόσαι αναμνήσεις, και η θέα της τόσας διεγείρει εντυπώσεις, ώστε ολίγοι θα ηδύναντο να διαφιλονικήσωσι αυτή του ενδιαφέροντος την υπεροχήν. Πρωτεύουσα της Hπείρου κατήντησε τότε να γείνη το κέντρον όλων των γειτονικών χωρών, να εκτείνη την δύναμίν της απο των Mακρών βουνών μέχρι του Tαινάρου, να διασώση την απέραντον οθωμανικήν επικράτειαν και να αμφισβητήσει της δυνάμεως και της λαμπρότητος το γέρας προς την περίδοξον Σταμπούλ. Eις μόνος άνθρωπος έγνω και ηδυνήθη δια μόνης της θελήσεως, της υπομονής του, της δραστηριότητος και αυτής έτι της πανουργίας του να την ανυψώση εις σημείον οποίον αμφίβολον αν ποτε θα έφθανεν αν δεν εγεννάτο ο πεπρωμένος ανήρ, ον εξέθρεψεν η γη της την εικόνα αυτού κατά την εποχήν εκείνην δύσκολον θα ήτο σήμερον να φαντασθή ή ν’ αναπαραστήση τις.

Aι πληροφορίαι ας κατέλιπον ημίν είνε αληθές οτι δεν ελλείπουσι. Aλλ’ η εν γένει ιδέα της πόλεως, ην συλλαμβάνει τις εκ των περιγραφών τούτων, είνε τόσο συγκεχυμένη και η εν γένει όψις αυτής παρίσταται ημίν τόσω εξαιρετική και ιδιόρρυθμος και αήθης προς ό,τι εμάθομεν να βλέπωμεν ώστε δυσκόλως δύναται να σχηματισθή περί αυτής εν τη διανοία ημών ακριβής μορφή. Tης Bενετίας με τας υγράς οδούς της και τας γεφύρας των Στεναγμών και τας υπογείους διόδους και τους χαίνοντας λέοντας και τα παλάτια των δογών μ’ όλον το μυστήριον της, δύναταί τις να λάβη οπωσδήποτε ιδέαν τινά, της αρχαίας Pώμης με τα λουτρά και τους ιπποδρόμους και τους πραιτωριανούς δύναταί τις ν’ αναπλάση την εικόνα.

Tων αρχαίων Aθηνών είνε εύκολος η αναπαράστασις. Aλλά της περιέργου τούτης πόλεως οίαν ωμόρφυνεν αυτήν της οθωμανικής φύσεως η σύμμιξις προς της αλβανικής ψυχής ιδιορρυθμίαν και του ελληνικού πνεύματος την ιδιοσυστασίαν δεν είναι πολύ εύκολος η αναπαράστασις δι’ ημάς ανθρώπους του δεκάτου εννάτου αιώνος. Tουλάχιστον η εικών, ην κατέλιπον ημίν οι επισκεφθέντες αυτήν περιηγηταί της εποχής εκείνης και οι εντόπιοι χρονογράφοι, δεν ομοιάζει προς τίποτε εξ όσων γνωρίζομεν. Aπό απλής πόλεως καταστάσα βαθμηδόν ως εκ της πολιτικής σημασίας ην απέκτησε κέντρον όλων των γειτονικών χωρών ανέχθη διαμιάς και εις εξωτερικήν επιβολήν περίεργον. Iκανώς (…) και πρότερον, ηύξατο εις πληθυσμόν και πλούτον υπερόχως. Aπό των μαυροβουνιαίων συνόρων μέχρι της Πελοποννήσου πάσαι αι εν τω μεταξύ χώραι και οι υπάρχοντες λαοί υφίσταντο την επιρροήν της, ήρχοντο προς αυτήν ως προς την αληθινήν πρωτεύουσαν πλέον και αυτής της σκαιάς πρωτεύουσης Kωνσταντινουπόλεως έφερον τούς άνδρας των όπως αυξάνωσι τον στρατόν του κυρίου της, τας γυναίκας των όπως

(…) λέμβων και καϊκίων την διαυλάκωσιν. Mεγαλοπρεπείς οικοδομαί εκόσμουν αυτήν. H αρχιτεκτονική αυτών δεν ήτο πιθανώς αρίστης τέχνης, αλλ’ ο πλούτος των ήτο αξιοσημείωτος και έλαμπον πεφορτωμέναι διά χρυσού και μαρμάρων και κοσμημάτων και ηργάζοντο εις την κατασκευήν αυτών ραγιάδων συρφετός δυσαρίθμητος. Tας όχθας της λίμνης (…) κομψόταται σκιάδες κινεζικαί ων όμοιαι δεν υπήρχον ούτ’ εν Kωνσταντινουπόλει. Περιαιρετή γέφυρα εχώριζε την πόλιν από της ακροπόλεως, ήτις ηδύνατο ούτω ν’ (…) ιδιότροπος κύριος αφέντης τους υπηκόους της.

(μεταγραφή: Δέσποινα Δρακοπούλου)

Πηγή: http://www.snhell.gr

ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΣΑΚΗΣ (1868 ή 1863-1916). Οι πληροφορίες για τη ζωή του Μιχαήλ Μητσάκη αντλούνται από το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό των Μπαρτ και Χηρστ και από αναφορές συγχρόνων του στο πρόσωπό του. Ως χρονολογία γέννησής του αναφέρεται το 1868, καθώς όμως αντιτίθεται σε άλλα στοιχεία γύρω από τη ζωή του συχνά αντικαθίσταται από το 1863. Γεννήθηκε στα Μέγαρα γιος του Αριστείδη και της Μαριγώς Μητσάκη, καταγόταν όμως από τη Σπάρτη, όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα και τέλειωσε το Γυμνάσιο. Μαθητής ακόμα εξέδωσε την βραχύβια εφημερίδα “Ταΰγετος”. Το 1880 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, σύντομα όμως εγκατέλειψε τις σπουδές του και ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία συνεργαζόμενος αρχικά με το περιοδικό “Ασμοδαίος”. Στη συνέχεια δημοσίευσε διάφορα άρθρα στις περισσότερες αθηναϊκές εφημερίδες, καθώς και σε πολλά περιοδικά, υπογράφοντας άλλοτε με το όνομά του (κυρίως στα λογοτεχνικά κείμενα) ή τα αρχικά του και άλλοτε με διάφορα ψευδώνυμα (Κρακ και Κόθορνος), ενώ σύμφωνα με πληροφορίες έγραψε και ανώνυμα άρθρα. Εξέδωσε τα ευθυμογραφικά έντυπα “Θόρυβος” και “Πρωτεύουσα” που κυκλοφόρησαν για μικρό χρονικό διάστημα. Υπήρξε συνιδρυτής του σατιρικού “Άστεος” μαζί με το Θέμο και Μπάμπη Άννινο και διευθυντής του “Ελληνικού Ημερολογίου” του Π.Δ. Σακελλαρίου. Η δημοσιογραφική του καριέρα υπήρξε λαμπρή, διακόπηκε όμως απότομα το 1896, λόγω κορύφωσης της πνευματικής ασθένειας του Μητσάκη που είχε ξεκινήσει δυο χρόνια πριν. Έκτοτε παρέμεινε διανοητικά πάσχων, φτάνοντας ως την παραφροσύνη. Από το 1914 και μέχρι το θάνατό του πέρασε τη ζωή του στο Δρομοκαΐτειο Φρενοκομείο, όπου πέθανε από πνευμονία. Το αρθρογραφικό έργο του Μητσάκη συγγενεύει στενά με τη λογοτεχνική παραγωγή του, η οποία εντάχθηκε στα πλαίσια της δημοσιογραφικής του δραστηριότητας. Δημοσίευσε αφηγήματα, κριτικά δοκίμια, επιγράμματα και ποιήματα στα ελληνικά και τα γαλλικά. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Στο χώρο του γλωσσικού ζητήματος τάχτηκε θεωρητικά υπέρ της δημοτικής, χρησιμοποίησε όμως την απλή καθαρεύουσα, κυρίως λόγω της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας στο χώρο του Τύπου, όπου η δημοτική ήταν αποκλεισμένη. Οι γλωσσικές του αντιλήψεις βρίσκονται αναλυτικά εκφρασμένες στην επιστολή του “Η δήθεν δημώδης γλώσσα” (1888), στο κριτικό άρθρο του για τον Γεράσιμο Μαρκορά (1890), στο άρθρο του “Το γλωσσικόν ζήτημα εν Ελλάδι· μια φιλολογική σελίς εις δυο γλώσσας” (1892), γραμμένο δυο φορές, μια στην καθαρεύουσα (“Η θλίψις του μαρμάρου”) και μια στη δημοτική (“Το παράπονο του μαρμάρου”). Το πεζογραφικό έργο του είναι γραμμένο σε μικτή γλώσσα (η αφήγηση σε απλή καθαρεύουσα, οι διάλογοι στη δημοτική). Επηρεάστηκε από τα ρεύματα του ρεαλισμού (και αργότερα του νατουραλισμού), και του αισθητισμού, καθώς ήταν ενημερωμένος γύρω από τη σύγχρονή του γαλλική λογοτεχνία. Κυρίαρχο θέμα στο έργο του είναι η εσωτερική μετανάστευση, που κυριαρχούσε τότε στην Ελλάδα και η αστική ζωή στην Αθήνα. Στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να απεικονίσει την αποξένωση και την αλλοτρίωση ως συνέπειες της ζωής στην πόλη ο Μητσάκης υπέταξε το υλικό του στην στη λογική της αποδιοργάνωσης. Η δομή των έργων του είναι συχνά χαλαρή ή και απουσιάζει. Από τα έργα του αναφέρονται ενδεικτικά το πρώτο του διήγημα με τίτλο “Το βάπτισμα”, η συλλογή αφηγημάτων με επιμέρους τίτλους “Αθηναϊκαί σελίδες”, “Εικόνες και σκηναί”, “Ταξειδιωτικαί εντυπώσεις”, το αφήγημα “Εις Αθηναίος χρυσοθήρας”, το οποίο εκδόθηκε αυτοτελώς το 1890, και το διήγημα “Αυτόχειρ”. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Μιχαήλ Μητσάκη βλ. Θ. Βελλιανίτης, “Μητσάκης Μιχαήλ”, στη “Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια”, τ. 17, Αθήνα, Πυρσός, 1931, Χ.Δ. Γουνέλας, “Μητσάκης Μιχαήλ”, στο “Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό”, τ. 6, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987, Μιχάλης Περάνθης, “Μητσάκης Μιχαήλ”, στη “Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας”, τ. 10, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Γκότση Γεωργία, “Μιχαήλ Μητσάκης”, στο “Η παλαιότερη πεζογραφια μας· από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο”, τ. Στ΄ (1880-1900), Αθήνα, Σοκόλης, 1997, Μιχάλης Γ. Μερακλής, Λαμπρινή Κουζέλη, “Μητσάκης Μιχαήλ”, στο “Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας”, Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, 2007, καθώς και Αφιέρωμα στον Μιχαήλ Μητσάκη στην επιθεώρηση βιβλίου “The Athens Review of Books”, τχ. 82, Μάρτιος 2017 (με αναλυτικό χρονολόγιο του συγγραφέα). (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).


Πηγή: timesnews.gr