ΗΛΙΑΣ ΗΛΙΟΥ

Νίκος Καζαντζάκης, ο μεγάλος μας πεζογράφος

[…] ΓΙΑ ΜΕΝΑ ο Καζαντζάκης είναι ένα φαινόμενο τελείως αμφιλεγόμενο στη λογοτεχνία μας και στη διανόηση της Χώρας μας. Η εκτίμηση και ο θαυμασμός μου γι’ αυτόν συνυπάρχουν με πολλή αμφιβολία, αμφισβήτηση, άρνησή του. Στενός φίλος του αξέχαστου Βάσου Δασκαλάκη, που εκτός από την αξιολογώτατη πρωτότυπη πνευματική του εργασία έγινε ιδίως γνωστός στον τόπο μας για τις αριστουργηματικές μεταφράσεις του τού Κνουτ Χάμσουν, είχα, δια μέσου της Γαλάτειας και του Αυγέρη, γνωριστεί με το έργο του Καζαντζάκη και ακόμα με το κουτσομπολιό γύρω από το έργο του και τις συνεχώς μεταβαλλόμενες απόψεις του, πριν ακόμα γνωρίσω προσωπικά τον ίδιο. Ο στερεός αντιμεταφυσικός πνευματικός μου προσανατολισμός, η απουσία κάθε ιδεαλιστικής σκέψης, μου δημιουργούσαν πολλές φορές απωθήσεις προς το έργο του κι ακόμα μια ασεβή (όπως τώρα εκτιμώ) σκωπτική διάθεση απέναντι σ’ αυτό.

Έτσι όταν γύρω στο 1936 δημοσίεψε για πρώτη φορά την “Οδύσσειά” του -που ακόμα και τώΡα τη θεωρώ σαν εγκεφαλικό έργο μεγάλου πνευματικού μόχθου πιο πολύ παρά ποιητικής έμπνευσης- και η έκδοση έγινε σ’ έναν επιβλητικά ογκώδη τόμο, τυπωμένο μόνο σε 300 αντίτυπα, στην πανάκριβη για την εποχή εκείνη τιμή των 1100 δραχμών, σε 33333 δεκαεπτασύλλαβους στίχους, είχα γράψει και κυκλοφορήσει σε περιορισμένο αριθμό δακτυλογραφημένων αντιτύπων τις Κριτικές (όχι Κρητικές) μαντινάδες, δηλ. εικοσιτέσσερα δίστιχα, όσες ήταν και οι ραψωδίες της “Οδύσσειας” για τη διασκέδαση των φίλων. Μέσα σ’ αυτές έβαζα τον ίδιο τον ποιητή κι ένα σωρό άλλα φανταστικά πρόσωπα να συνδιαλέγονται. Το σκωπτικό αυτό εργάκι έχει χαθεί και μπόρεσα, με κάποια προσπάθια, να ανακαλέσω περίπου στη μνήμη μου μόνο τα ακόλουθα 11 δίστιχα:

Ο ποιητής

Είναι τρακόσιοι διαλεχτοί και δίχως άλλο πλούσιοι
όπου να μ’ αγρικήσουσι μονάχα αυτοί μετρούσι.

Ο κριτικός

Ο δεκαεφτασύλλαβος μακρύς, και δεν μπορούνε
παρά όσοι έχουνε μακριά αυτιά να τον ακούνε.
ώστε δεν είναι δα ντροπή, παρά μεγάλη τύχη
που μοναχά σε λίγα αυτιά χωράνε τέτοιοι στίχοι.

Ο αρνητής

Απλοϊκώτατε Όμηρε, που χάσκεις μπρος στην πλάση
και παίρνεις για θεούς βουνά, δεντρά, λαγκάδια, δάση
για κοίτα, ο υπεράνθρωπος με το τρανό τσερβέλο
τη γης κλωτσάει, φορεί στραβά τον ήλιο για καπέλο.

Ο καβαλιστής

Τρανό το τρία μυστήριο! του τόμου αυτού οι αράδες
Είναι τρακόσες τριαντατρείς και τριαντατρείς χιλιάδες.

Ο αισιόδοξος

Πολλές να μη σου φαίνονται, μόν’ χρώστα του και χάρη
Για σκέψου αν είχε ο ποιητής γουρλίτικο το εννιάρι!

Ο Οδυσσέας

Άμποτε στου Πολύφημου να ‘λειωνα το στομάχι
ή χοίρο ή Κίρκη ας μ’ έκανε, που μου κρατούσε αμάχη.
Ας μ’ έτρωγεν η Χάρυβδη, ας με ρουφούσε η Σκύλλα
ή, τότε που η σχεδία μου στο κύμα εκατρακύλα
ο Ποσειδών ας μ’ έπνιγε στης θάλασσας τα βάθη.
Απ’ όλα τούττα τα δεινά χειρότερα έχω πάθει,
εγώ, που κανενός κακό δεν έκανα στο Θιάκι –
κι ούτ’ έδωσα καμμιά αφορμή ποτέ του Καζαντζάκη.

***

Είναι φανερό ότι, αφού δέχθηκα να συνεργασθώ στο αφιέρωμα της “Νέας Εστίας”, δεν μπορώ να ξοφλήσω με την αναφορά μου στα παραπάνω σκωπτικά στιχουργήματα. Ο Καζαντζάκης είναι πολύ μεγάλος καθώς και το έργο του και πρέπει να προχωρήσω σε μια σοβαρή εκτίμησή του.

Πρώτα-πρώτα η πολυγνωσία του, η érudition του, είναι από τις σπάνιες στον αιώνα μας. Δουλεύοντας, δεν ξέρω αν στην αρχή για να πορίζεται τα μέσα για τη συντήρησή του, σκληρά, με μόχθο μεγάλο, άρχισε να μεταφράζει έργα της ξένης σοφίας και τέχνης. Η βιβλιοθήκη Γ. Φέξη, συγχρονισμένη με το αστικοδημοκρατικό ξύπνημα της εποχής ανάμεσα στα 1897, το Γουδί και τους Βαλκανικούς πολέμους, με τον ακαταστάλαχτο μεγαλοϊδεατισμό ανάμικτο με ακατάστατο άνοιγμα παραθύρων προς τις νέες ιδέες, υπήρξε ένας από τους συντελεστές του νεοελληνικού διαφωτισμού της πρώτης δεκαετίας του αιώνα μας. Στη βιβλιοθήκη αυτή ακάματος συνεργάτης, ο Ν. Καζαντζάκης, φέρνει στη γλώσσα μας το έργο του Ντάρβιν για τη γέννηση των ειδών, το “Τάδε Έφη Ζαρατούστρας”, έργα του Μπέρξον, του Σοπενάουερ, του Γκαίτε το Φάουστ, (αργότερα και τη “Θεία Κωμωδία” του Ντάντε ολόκληρη σε αψεγάδιαστους ενδεκασύλλαβους, κατόρθωμα πνευματικό και μαζί έργο μόχθου υλικού πελώριο). Μεταφράζει επίσης τις συνομιλίες του Έκκερμαν με τον Γκαίτε, μένω με την εντύπωση -και κάτι πλέον από απλή εντύπωση, μου λείπει όμως ο καιρός να το τεκμηριώσω- ότι στην καθημερινή γεμάτη μόχθο αναστροφή του με παντοδαπά, αλλά πάντοτε σημαντικά έργα της ανθρώπινης διάνοιας, μορφώνει και την κοσμοθεωρία και το δημιουργικό του ταλέντο που, στο ξεκίνημα, δεν φανέρωνε μεγάλες διαφορές και μεγάλη απόσταση από το έργο άλλων της παρέας του, της Δεξαμενής και του Ηρακλείου της εποχής πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.

Σε συνέχεια η γνωριμία του με το μαρξισμό και τη ρωσική επανάσταση του 1917, η εναγώνια αναζήτηση της αλήθειας και του ωραίου σε πρωτεϊκές μεταμορφώσεις και μεταβολές γνωμών, ο ασκητισμός του, ο μηδενισμός του, η αναζήτηση λυτρωμού πότε στη θρησκεία, με ανοίγματα στο Χριστό, στο Βούδα, στο θεοσοφισμό και πότε στις πολιτικές λύσεις των προβλημάτων -ξεκινώντας από το βενιζελισμό της πρώτης περιόδου που επιβιώσεις του σημειώνονται και στη μετέπειτα ζωή του (ανώτατος υπάλληλος στο υπουργείο Περιθάλψεως το 1919 και υπουργός άνευ Χαρτοφυλακίου στην Κυβέρνηση Σοφούλη το 1945).

Σταθμός στην πνευματική του δημιουργία η “Ασκητική” (Salvatores dei), πρωτοδημοσιευμένη, αν θυμάμαι καλά, στην Αναγέννηση του Δ. Γληνού. Από κει και πέρα, κυλάει, ποτάμι, η πνευματική παραγωγή του σ’ όλα τα είδη του λόγου, τραγωδία, μυθιστόρημα, έπος, ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Ένα leit-motiv στο έργο αυτό είναι το πρόβλημα του Θεού, η άρνησή του, η κατάφαση, η ανάγκη σωτηρίας του Θεού από τον άνθρωπο. Είχε τάξει τη ζωή του στο να κάνει “να λυτρωθεί ο Θεός που πλαντάζει μέσα στον άνθρωπο”. Ζήτησε, με μια εναγώνια έκκληση “Θεέ μου, κάνε με θεό”. Φράση του και στην “Οδύσσεια”  και στον “Τελευταίο Πειρασμό”. Τόνισε “Όχι, ο Θεός δεν θα μας σώσει, εμείς θα σώσουμε το Θεό…” Στον τάφο του πατέρα του Καπετάν Μιχάλη, γράφει το Επιτάφιο “Ε, ρε, θάνατε, δε σε φοβούμαι”. Στο υστερνό έργο του, “Αναφορά στο Γκρέκο”, εξακολουθεί να προβληματίζεται με τη σχέση Θεού και ανθρώπου. Φυσικά όλη αυτή η “θεολογία” του δεν εναρμονίζεται με τις επίσημες απόψεις της Ορθόδοξης Χριστιανικής θρησκείας – με σύμφωνη γνώμη και ης καθολικής. Το 1953-54 ζήτησαν τη δίωξή του και την απαγόρευση των βιβλίων του. Άλλη θύελλα μετά τη δημοσίεψη του “Καπετάν Μιχάλη”, του “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται” και του “Τελευταίου Πειρασμού”. Τελικά, όταν πέθανε ο Καζαντζάκης, η Εκκλησία απαγορεύει τη χριστιανική ταφή του. Ο Καζαντζάκης ζητάει να χαραχθεί στο μνήμα του μια φράση από το έργο του”Δεν φοβάμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι λεύτερος.”

Εγκόλπιά του είναι Βίβλος, ο Ντάντε, ο Όμηρος, ο Νίτσε και ο Σπέγκλερ. Αλλά διακήρυττε ότι δεν ανήκει σε καμιά ιδεολογία.

Ο έρωτας, η γυναίκα (παρά τη φήμη της σεξουαλικής του ανεπάρκειας ή, έστω, εθελούσιας αποχής) και ο θάνατος είναι κείνα τα θέματα γύρω από τα οποία περιστρέφεται. “Άλλο δεν είναι στον κόσμο τον απάνω, άλλο δεν είναι από τη γυναίκα”, λέει ο Καπετάν Μιχάλης.

Ταξιδεύει σ’ όλον τον κόσμο και διαβάζει από πρώτο χέρι στο βιβλίο της ζωής. Το πνεύμα του επίσης είναι ένα μεγάλο χωνευτήρι που απορροφά, χωνεύει, ξαναπλάθει ή απορρίπτει γνώσεις και ιδέες, από το Ντάρβιν έως το Νίτσε, από τον Πλάτωνα και τον Πλωτίνο έως το Ντάντε. Θαύμασε το Χριστό, το Βούδα, το Λένιν. Λέει ότι δεν αναζητεί υπεράνθρωπο, αλλά Μεσσία, λυτρωτή.

Ο κύκλος των Τρωικών γυρίζει και ξαναγυρίζει στο έργο του. (Έπος η “Οδύσσεια”, τραγωδία ο Οδυσσέας, μετάφραση της Ιλιάδας του Ομήρου.)

Τον χαρακτηρίζει, σε μια αέναη μεταβολή, η απαισιοδοξία, ο πνευματικός μεσσιανισμός, μια ακατάπαυτη αγωνία ν’ αποκαλύψει το υψηλό, το ωραίο και το αληθινό.

Βενιζελικός και ύστερα σοσιαλιστής, πνεύμα ανήσυχο, φτάνει ταξιδεύοντας σ’ όλες τις χώρες, μεταφράζεται σε τριάντα και πλέον γλώσσες. Γράφει εννιά τραγωδίες έμμετρες, αντιθεατρικές, δέρνεται ανάμεσα σε ασκητισμό, σε μυστικισμό, σε εθνικισμό, φιλελευθερισμό, μαρξισμό, χριστιανισμό, επανάσταση, θεοσοφισμό.

Πριν από τα πεζογραφήματά του της τελευταίας περιόδου το έργο του είναι εγκεφαλικό. Οι ήρωές του είναι κατασκευάσματα εργαστηρίου.

Παύω να έχω επιφυλάξεις για το έργο του, το δέχομαι ανεπιφύλαχτα, ό,τι αμφιλεγόμενο για μένα υπήρχε σ’ αυτό παύει πια να μ’ εμποδίζει να τον χαρώ, μετανιώνω και για τη σκωπτική διάθεση με την οποίαν είχα αντικρύσει το έργο του, όταν, το ένα ύστερ’ από τ’ άλλο γεννιοβολιούνται τα αριστουργήματά του σε πεζό λόγο -γιατί αλήθεια είναι ένας έξοχος παραμυθάς αλλά και πέραν τούτου, είναι ο μεγαλοφυής μυθιστοριογράφος που πλάθει και ζωντανεύει πλαστικά τύπους και χαρακτήρες, το Ζορμπά, τη μαντάμ Ορτάνς, τους ήρωες του “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται” και τόσους και τόσους άλλους.

Αυτοχαρακτηρίζεται σαν “ένας ακροβάτης πάνω από το χάος”.

Σαν κορύφωμα της πνευματικής του παραγωγής, σαν αριστούργημά του, θεωρώ τον Καπετάν Μιχάλη. Την ίδια γνώμη είχε κι ένας, θερμός αυτός κι ανεπιφύλακτος θαυμαστής του και φίλος του, ο Γεώργιος Παπανδρέου.

Και με συγκίνηση αναπολώ κάποιο δείλι, πριν είκοσι περίπου χρόνια, που είχα ανεβεί στο σπίτι του, στο Καστρί,, για κάποια υπόθεση που σχετιζόταν με την τότε πολιτική κατάσταση και, αντί γι’ αυτό, ο πολιτικός εκείνος ηγέτης και μαζί πνευματικός άνθρωπος, έστρεψε κατάλληλα την κουβέντα, ανέσυρε από τη βιβλιοθήκη του τον “Καπετάν Μιχάλη” και με το γνωστό ταλέντο του -ταλέντο μεγάλου ηθοποιού- άρχισε να διαβάζει, ή ακαλύτερα ν’ απαγγέλλει, ώρες πολλές κομμάτια από το υπέροχο αυτό έργο, ώσπου σιγά-σιγά σουρούπωσε, και παράγγειλε να του ανάψουν τα φώτα για να συνεχίσει ακόμα το διάβασμα. Γι’ αυτό, όπως επιγράφω το άρθρο μου τούτο, από το έργο του Καζαντζάκη ξεχωρίζω το πεζογραφικό.

  • Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τεύχος 1211, Αθήναι, Χριστούγεννα 1977

Πηγή: timesnews.gr