ΣΠΥΡΟΣ ΜΕΛΑΣ

Ματωμένα μερόνυχτα

(Από το “Γέρο του Μωριά”)

Παντού φόβος και τρομάρα
και φωνές και στεναγμοί.
Παντού κλάψες, παντού αντάρα
Και παντού ξεψυχιμοί.

Ήταν τόσοι! πλέον το βόλι
Εις τ’ αυτιά δεν τους λαλεί.
Όλοι χάμου εκείτοντ’ όλοι
Εις την τέταρτην αυγή.

Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη
και κυλάει στη λαγκαδιά
Και τ’ αθώο χόρτο πίνει
Αίμα αντίς για τη δροσιά…

Διονύσιος Σολωμός (Από τον Ύμνο της Ελευθερίας)

ΜΑΥΡΕΣ ΤΥΨΕΙΣ κυρίεψαν την ψυχή των Αρβανιτάδων, να βλέπουν την Τρίπολη να καίγεται και ν’ ακούν τα ξεφωνητά των θυμάτων· κάποιος αναβρασμός ακολούθησε στο πρόχειρο στρατόπεδό τους, στα καταράχια του Μύτικα. Τι θα γινόταν, αν άξαγνα φούντωνε μέσα τους ο μουσουλμανικός φανατισμός, αν ορμούσαν κατά των Ελλήνων που ήταν σκορπισμένοι στην πολιτεία; Αποφάσισαν, λοιπόν, να τους ξεστείλουν πρωί-πρωί. Τους έδωσαν όμηρους το Γιάννη Κολοκοτρώνη, το Χρήστο Κολοκοτρώνη και το Βασίλη Δημητρακόπουλο. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης αρνήθηκε να δώσει κι αυτός όμηρο τον αδερφό του, όπως είχε συμφωνηθεί· έτσι άρχισε η έχθρα του με τον Πλαπούτα, που τον πρόσταξε ο Κολοκοτρώνης να συντροφέψει τους αρβανιτάδες ώς τη Βοστίτσα. Ο αρχηγός τους έστειλε τα εικοσιέξι “φούρτσια” με τα γρόσια και τα πολύτιμα πράματά τους, στο χωριό Μπετένι. Οι Αρβανιτάδες άφηκαν κι αυτοί ομήρους στα χέρια των Ελλήνων, το ΧαΛιρεδήν αγά κ’ ένα χότζα. Με το σώμα του Πλαπούτα ενώθηκαν να συντροφέψουν τώρα τους Αρβανιτάδες ο Γκίκας Θεοδώρου Γκίκας κι ο Μαρκέζης με τους Υδραίους. Όταν φτάσαν στα Σουδενά, Καλαβρυτινοί στρατιώττες περικύκλωσαν τους Αρβανιτάδες και θέλαν να τους σκοτώσουν. Ο Πλαπούτας τους γλύτωσε και πάλι. Μα στη Βοστίτσα τους περίμενε ταραχή μεγάλη· ο Αντρέας Λόντος ήθελε να χαλάσει τη συνθήκη, να χτυπήσει και ν’ αρπάξει. Στο κόμμα των κοτζαμπάσηδων κι αυτός, από τους πρώτους, ήθελε να εκθέσει τον Κολοκοτρώνη. Ο Πλαπούτας του μίλησε άγρια:

-Αν εσείς θέλετε να χαλάσετε τη συνθήκη που κάμαμε και να ντροπιάσετε την υπογραφή μας και την τιμή του έθνους, ενωνόμαστε και μις με τους Αρβανιτάδες και καθόμαστε μουσαφιραίοι στην επαρχία σας· και τότε βλέπετε τι σόι πράμα είμαστε.

Είχαν όμως απομακρύνει όλα τα πλοία. Οι Υδραίοι επεσαν στη θάλασσα με τα μαχαίρια στο στόμα κι άρχισαν μ’ αυτό τη μεταφορά των Αρβανιτάδων στη Ρούμελη. Οι αρχηγοί τους, που ‘χαν μείνει τελευταίοι, υπόγαψαν χαρτί, για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους στον Κολοκοτρώνη που φύλαξε πιστά τη μπέσα.

Την ώρα που ‘φυγαν οι Αρβανιτάδες για τη Βοστίτσα οι σφαγές στην Τρίπολη ξακολουθούσαν πιο άγριες δεύτερη μέρα τώρα. Μάταια οι αρχηγοί και μάλιστα ο αντιπρόσωπος του Υψηλάντη Αναγνωστόπουλος τοιχοκόλλησαν ένα χαρτί αμνηστίας των νικημένων κι έβαλαν τελάλη να το διαλαλήσει στην πολιτεία. Μάταια, ύστερα πάλι, αφού το είδαν πως δεν κάνουν τίποτα, διαλάλησαν πως πρέπει να σφάζουν τους τούρκους έξω από τα τείχη, για να γλυτώσει ο στρατός από αρρώστιες φοβερές. Ούτε σ’ αυτό τους άκουσαν· όταν ο ερεθισμός των Ελλήνων κατακάθιζε λιγάκι, τον άναβαν οι νικημένοι. Γυναίκες, παιδιά, που ‘χαν χάσει τους δικούς τους, απομεινάρια της σφαγής, από τη λύσσα της απελπισίας τυφλωμένα, έβριζαν, προκαλούσαν:

-Σκυλιά, γκιαούρηδες!

Οι φοβερές δεινοπάθειες κι ο θάνατο τόσων δεσποτάδων και προεστών, που ‘ ταν φυλακισμένοι στο μπουδρούμι του σαραγιού, έγιναν κι αυτές προζύμι που φούσκωνε την ορμή για εκδίκηση. Οι συγγενείς τους γύρευαν να ξεσπάσουν. Το πλήθος δε σεβάστηκε ούτε τ’ άσυλα του θανάτου. Νεκροί ξεθάφτηκαν· αναποδογυρίστηκαν μνήματα· ώς και κει απλώθηκε το χέρι της οργής και της αρπαγής. Τα πλιάτσικα σωριάζονταν σ’ άδεια σπίτια· οι στρατιώτες έκοβαν ένα κομμάτι πανί άσπρο,  έγραφαν απάνω με κάρβουνο ένα σταυρό και σήκωναν το πρόχειρο τούτο μπαϊράκι στο σπίτι που ‘πιαναν. Μα κι έτσι ακόμα δεν είχαν καμιάν ασφάλεια πως δε θα ‘ρθουν άλλοι να τους τα πάρουν και σπίτι και πλιάτσικα. Γι’ αυτό ταμπούρωναν τα σπίτια. Άλλα μπουλούκια δυσαρεστημένων, που δε μπόρεσαν να κάμουν πλιάτσικο της προκοπής, έπιασαν τις πόρτες του κάστρου και γύμνωσαν αυτούς που πήγαιναν να βγουν, φορτωμένοι για τα χωριά τους. Τούτοι για να μπορέσουν πάλι να γλυτώσουν τα πλιάτσικά τους, δε βγαίναν από πόρτες μα καβαλίκευαν τα τείχη· όσοι μάλιστα είχαν πάρει άλογα και ζώα κατάφεραν ν’ ανοίξουν, νύχτα, τρύπς και να τα βγάλουν. Ωστόσο το κανονίδι και το τουφεκίδι δεν έπαυαν: Η μεγάλη τάπια και τα τρία σπίτια, που ταμπουρωμένοι πολεμούσαν οι “εσπέχηδες” Καντράγας Τράσιτας, οι Λασταίοι και ο Αλή Τσεκούρας, κρατούσαν. Οι Έλληνες, τη δεύτερη τούτη μέρα, πολιόρκησαν λυσσασμένοι τα δυο πρώτα σπίτια. ο πόλεμος ήταν αδιάκοπος και πεισματικός. Τέλος οι πολιορκημένοι, στενοχωρημένοι, γύρεψαν τους Δεληγιανναίους και παραδόθηκαν σ’ αυτούς. Για το Αλή Τσεκούρα όμως, που ‘χε κάμει τόσα κακά, δε γίνηκε κανένα έλεος· τον πολιόρκησαν στενά την άλλη μέρα· ο Θανάσης Δαγρές, ο Μεσσήνιος καπετάνιος, τον έζωσε με τα παλικάρια του· σαν είδε πως πολεμούσε με μεγάλη απόφαση, θέλησε να βάλει φωτιά στα γύρω σπίτια· από ένα παράθυρο του ‘ριξαν, η μπάλα τον βρήκε στο κεφάλι, σωριάστηκε. Έτσι χάθηκε ο καπετάνιος που ‘χε υπηρετήσει πιστά την επανάσταση, μέλος της Φιλικής Εταιρείας, φίλος κι οπαδός του Κολοκοτρώνη, από τους καλύτερους πολεμιστές του Βαλτετσιού. Ο θάνατός του φανάτισε τα παλικάρια· ο πόλεμος άναψε άγριος. Ο Αλή Τσεκούρας βλέποντας τα στενά, έσφαξε με τα ίδια του χέρια τα χαρέμια του και τα παιδιά του, έβαλεε φωτιά στο σπίτι και χάθηκε κι αυτός. Έτσι ξεπλήρωσε τ’ ανομήματά του.

Λίγο πιο κάτου πλήρωνε την προδοσία του ο προεστός Σωτήρος Κουγιάς. Ο Γιαννάκης Δαγρές μπήκε στο σπίτι του, θεριό μονάχο. Λένε μερικοί πως στην αρχή του γύρεψε γρόσια· κι άμα δεν του ‘δωσε του φώναξε:

-Εσύ δεν είσαι, βρε, που φόρεσες το μπισίνι σου κι έτρεξες στο κονάκι να προδώσεις την εταιρεία, μόλις σου χάραξαν λόγο;

Ο άλλος μ’ όλο το αίμα του φευγάτο, πάσχισε κάτι να πει. Ο Δεγρές τράβηξε το γιαταγάνι, του ‘κοψε το αυτί:

-Φάτο! Φάτο σου λέω, αν θέλεις να μη σου πάρω το κεφάλι!

Και με το γιαταγάνι από πάνω από το κεφάλι τον υποχρέωσε να μασήσει το ματωμένο του αυτί. Το μάγουλό του και το στόμα του είχαν γίνει δυο μεγάλες πληγές. Οι άνθρωποί του πρόσπεσαν με κλάματα στον Δαγρέ, μα δε μπόρεσαν να τον μαλάξουν. Τέλος στείλαν κρυφά στους Δληγιανναίους να ρθουν να τον γλυτώσουν. Άργησαν όμως να φτάσουν. Ο Δαγρές τον είχε ξεκάμει.

-Αυτόν γυρεύατε να φυλάξετε; τους φώναξε: Ήταν Τούρκος· ένα “σουνούτεμα” μονάχα τον χώριζε απ’ τους Τούρκους.

Η μεγάλη τάπια έπεσε, την άλλη μέρα, τελευταία. Είχαν μαζωχτεί από κάτω πλήθος παλικάρια και στρίμωγναν τώρα για καλά τους Τούρκους. Είχαν μπάλες και μπαρούτι κάμποσο. Άρχισαν όμως να τους λείπουν τα τρόφιμα και το νερό. Ο Κολοκοτρώνης τους έστειλε άνθρωπο να παραδώσουν τ’ άρματα· δέχτηκαν· ο αρχηγό ανέβηκε με μερικούς δικούς του, τους ξαρμάτωσε κι τους ασφάλισε με φρουρά. Ως τόσο το μακελιό απλώθηκε κι έξω από το κάστρο. Είδαμε, ότι πριν η Τρίπολη πέσει, βγήκαν ώς τέσσερες χιλιάδες γυναικόπαιδα τω ν Τούρκων κι έμεινααν στο ριζό του κάστρου: όσα ήταν από το Φανάρι και την Καρύταινα, στον Άγιο Βλάση· κι όσα ήταν από το Μιστά και τα Μπαρδουνοχώρια, στο λεγόμενο “ψηλόν ώμο”, κατά την πόρτα του Μιστρά. Το θέμα ήταν φρικαλέο· οι περισσότερες γυναίκες, άρρωστες απ’ τον τύφο, παραλλαγμένες από την αγωνία και τη στέρηση, φαντάσματα μισόγυμνα κ’ ελεεινά, περνούσαν τις νύχτες εκεί, γυρεύοντας με κλάματα, λίγο ψωμί, νερό, κανένα ρούχο να σκεπαστούν ή να τις λυπηθούν και να τις σκοτώσουν. Γύρω τους είχε γίνει κύκλος από περίεργους· αυτοί που ‘χαν σπλάχνα λυπόντουσαν που δε μπορούσαν να τις βοηθήσουν κ’ έφευγαν γιατί δε βαστούσε η ψυχή τους να τις βλέεπουν. Άλλοι λέγαν πως, αλήθεια, προτιμότερο θα ‘ταν γι’ αυτές να τις σκοτώναν· άλλοι λέγαν πως αν τις στέλναν στα χωριά θα ‘ταν κίντυνος να μεταδώσουν την αρρώστια σ’ όλο το Μωριά· κι άλλοι άλλα. Άξαφνα ένας στρατιώτης, που θα ‘χε χάσει κάποιον δικό του στην έδοσσο ή τσακάλι χωρίς τίποτα το ανθρώπινο, έμπηξε μια φωνή μέσ’ από τ’ αρματωμέενα  μπουλούκια που ‘μεναν στον Άγιο Βλάση.

-Μεριάστε! Τι τις φυλάτε; Ξεμπερδεύτε τις!

Μια ντουφεκιά· κ’ ύστερα μια, δυο μπαταριές, και τα φαντάσματα μείνανε κάτου σωρός. Το ίδιο έγιν, σε μια ώρα, και με τ’ άλλα γυναικόπαιδα που ‘ταν στον “ψηλόν ώμο” κατά την πόρτα του Μιστρά. Απ’ αυτά τα γυναικόπαιδα όσα δεν ήταν άρρωστα και μπορούσαν να περπατούν τα είχαν πάρει άλλοι, με την απόφαση να τα πνίξουν στο ρέμα του Αλφειού. Μα δεν είχαν ούτε την υπομονή να φτάσουν ώς εκεί· τα σκότωσαν στο στενό που πάει για τη Βυτίνα· και, για χρόνια πολλά, οι διαβάτες βλέπουν σωρούς άταφα κόκκαλα, που τα ‘χαν ασπρίσει βροχές του χειμώνα και ήλιοι του καλοκαιριού.

Τρεις μέρες και τρεις νύχτες βάσταξε η λαγρια σφαγή στην Τρίπολη. Ο Κολοκοτρώνης που ‘ταν σε τέτοια κίνηση που μόλις μετά είκοσι ώρες από το πρώτο γιουρούσι μπόρεσε να βάλει μια μπουκιά στο στόμα του, λογαριάζει σε τριανταδυό χιλιάδες τους νεκρούς. Ο αριθμός όμως είναι υπερβολικός. Λογαριασμός πιο σωστός κατεβάζει τα θύματα σε δώδεκα χιλιάδες. Έσφαξαν μ’ άλλα λόγια τέσσερες χιλιάδες την ημέρα. Η πολιτεία έμοιαζε απέραντο χασαπιό. Απ’ άκρη σ’ άκρη όλο της το χώμα είχε βαφφεί από το αίμα· σε πολλά μέρη το αίμα είχε γίνει αυλάκι. Καθώς τα σπίτια ξακολουθούσαν να καίγονται, τα δοκάρια να πέφτουν, οι καπνοί ν’ ανεβαίνουν, ο καθένας νόμιζε πως είναι απάνω σε ηφαίστειο. Άταφα πτώματα, π’ άρχισαν κιόλας να μυρίζουν, σκέπαζαν τις αυλές, τους δρόμους, τις πλατείες. Ανάμεσα στους Τούρκους, εδώ κι εκεί, αραιοί Έλληνες: Είχαν σκοτωθεί τρακόσοι. Όταν ο Κολοκοτρώνης είδε πως δεν κάνει τίποτε με τους τελάληδες, για να πάψουν οι σφαγές, διόρισε οπλαρχηγούς με αρκετή δύναμη. Περιπολίες σκορπίστηκαν τέλος στην πολιτεία, να προλαβαίνουν την αιματοχυσία. Ένας απ’ αυτούς και ο Νικήτας μ’ εκατόν πενήντα  στρατιώτες, ζυγώνοντας στα ρημάδια του σαραγιού, άκουσε ξεφωνητά τρομάρας:

-Αμάν καπετάν! Αμάν! Χριστιάν! Χριστιάν!

Ήταν τέσσεροι Βούλγαροι στην υπηρεσία των χαρεμιών του Χουρσίτ-πασά· πλήθος χωριάτες, που δεν καταλάβαιναν τη γλώσσα, τους πέρασαν για Τούρκους, τους είχαν κυκλώσει κ ετοιμάζονταν να τους σκοτώσουν. Ο Νικήτας έτρεξε και τους γλύτωσε. Ένας απ’ αυτούς τους τέσσερες ήταν ο Χατζη-Χρήστος· ο Νικήτας τον έκαμε αρχηγό των Βουλγάρων, γιατ’ ήταν άνθρωπος γενναίος και τίμιος· να υπάρχει ένα σώμα, μακάι και μικρό από Βουλγάρους, ήταν μια καλή και πολιτικότατη γνώμη· ο Νικήτας υποστήριξε από τότε το Χατζη-Χρήστο και τον βοήθησε, όταν οι Βούλγαροι θέλησαν να τον καθαιρέσουν και δυο φορές πήγαν να τον δολοφονήσουν. Όταν τέλος έπαψαν οι σφαγές στην πολιτεία, ο Αντρέας Παπαδιαμαντόπουλος κι άλλοι, μ’ εξακόσιους στρατιώτες, πήραν να φυλάξουν τις τάπιες και να παστρέψουν τους δρόμους από τα πτώματα που ‘χαν αρχίσει να σαπίζουν κι από την άλλη ανυπόφερτη ακαθαρσία. Γιατί το θανατικό, θεριεμένο, αποτέλειωνε τώρα την καταστροφή στην Τρίπολη, μα κι απλωνόταν σ’ όλο το Μωριά. Από τα βρωμισμένα ρούχα που ‘χαν πάρει με τα λάφυρα κι απ’ τους αρρώστους που γύριζαν στα χωριά η επιδημία φούντωνε και θέριζε παντού. Από τα πλιάτσικα λίγοι, πολύ λίγοι ωφελήθηκαν υπερβολικά. Οι αγάδες συνήθιζαν να τοκίζουν τα γρόσια τους στους χωριάτες· τα πλούτη των Τούρκων ήταν τα διαμάντια τους, τα ρουμπίνια τους, τα μαργαριτάρια τους, τα χρυσαφικά, κι ασημικά τους, τα γουναρικά τους. Τα παλικάρια όμως δεν ήξεραν να τα εχτιμήσουν· γούνες θαυμάσιες πουλήθηκαν για γιδόκαπες και το μαργαριτάρι με την οκά, σα φασόλι. Έπρεπε να πάρουν οι Έλληνες ακόμα δυο-τρία κάστρα για να μάθουν απάνω κάτω την αξία των πετραδιών. Έτσι από τα πλιάτσικα ωφελήθηκαν περισσότεροι μεταπράτεες. Ό,τι μπόρεσαν να γλυτώσουν από τα λάφυρα του σαραγιού το ‘καμαν τέσσερα μερίδια για τους στρατιώτες  που ‘λειπαν με τον Υψηλάντη. Το μερίδιο των Μανιατών το πήρε ο Πετρόμπεης, των Καρυτινών ο Πάνος Κολοκοτρώνης κι ο Απόστολος Κολοκοτρώνης, των Φαναριωτών ο Τζανέτος Χριστόπουλος και των Λιονταριτών ο Αναγνωσταράς. Ο στρατός όμως του Υψηλάντη λιποτάκτησε κι έφτασε στην Τρίπολη, όταν κατακάθιζε το πανηγύρι. Έγινε τότε κι άλλη, καινούργια έφοδο, άλλη σφαγή. Οι νεοφερμένοι άρπαζαν τα πλιάτσικα όσων δεν είχαν προφτάσει να παν στα σπίτια τους να τα σιγουρέψουν. Άρπαζαν και τα λάφυρα των ντόπιων της Τρίπολης κι έγδυναν τα σπίτια τους. Οι Τριπολιτσιώτες από τότε δεν χώνευαν πια τον Κολοκοτρώνη· κ’ ήταν εναντίον του και στον εμφύλιο πόλεμο κ’ επί αντιβασιλείας. Για την πατρίδα, για το ταμείο του πολέμου, δεν απόμεινε τίποτα. Πού ήταν αυτό το ταμείο; Και ποιος το κρατούσε; Όταν ο Υψηλάντης γύρισε στην Τρίπολη, ο Κεφάλας του παρουσίασε δέκα γαβάθες χαλκωματένιες, για το ταμείο της λευτεριάς. Μονάχα ο Νικηταράς, ο ατρόμητος κι άσπιλος ήρωας, δεν είχε καταδεχτεί να λερώσει το χέρι του με πλιάτσικα. Τα ρούχα του κρεμόντουσαν κουρέλι απάνω του: “Ο κακομοίρης ο Νικηταράς” λέγαν όταν περνούσε. Ο Υψηλάντης αγόρασε δυο πιστόλες και του τις χάρισε, για να ‘χει κι αυτός ένα ενθύμιο από το πάρσιμο της Τρίπολης.

  • Ο γέρος του Μωριά· Βιογραφία, τόμοι 1-2. Αθήνα, Σαλίβερος, 1931.

ΣΠΥΡΟΣ ΜΕΛΑΣ (1882 – 1966). Ο Σπύρος Μελάς γεννήθηκε στη Ναύπακτο γιος πταισματοδίκη. Μετά το θάνατο του πατέρα του εγκαταστάθηκε, παιδί ακόμη, στον Πειραιά, όπου τέλειωσε το γυμνάσιο. Φοίτησε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, εγκατέλειψε όμως τις σπουδές του καθώς από νωρίς τον τράβηξαν η δημοσιογραφία και η τέχνη. Ήδη στα είκοσί του χρόνια ήταν τακτικός συνεργάτης του Άστεως και αργότερα στην Ακρόπολη, όπου δημοσίευσε και λογοτεχνικά πρωτόλεια, επηρεασμένα από τη γαλλική επιφυλλιδογραφία.

Συντάκτης σε πολλές αθηναϊκές εφημερίδες (Εμπρός, Ημερήσια Νέα, Ημερήσιος Τηλέγραφος, Καθημερινή, Έθνος, Ελευθερία, Αθηναϊκά Νέα κ.α.), χρονογράφος, ανταποκριτής σε ευρωπαϊκές χώρες, τις Η.Π.Α. και την Αίγυπτο και εκδότης των περιοδικών Ιδέα (1933-1934) και Ελληνική Δημιουργία (1948-1954), ασχολήθηκε παράλληλα με το θέατρο, ως σκηνοθέτης, ηθοποιός και καθηγητής δραματολογίας. Σημαντικό ρόλο στη στροφή του στο θέατρο διαδραμάτισε η εμπειρία του από το Παρίσι, όπου έζησε κατά καιρούς για μεγάλα χρονικά διαστήματα.

Η πολυποίκιλη δραστηριότητά του κάλυψε χρονικά το πρώτο μισό του αιώνα μας και ο συγγραφέας πήρε ενεργό μέρος στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις της εποχής του. Με αφετηρία την προοδευτική πολιτική παράταξη οδηγήθηκε γύρω στο 1910 στο χώρο του σοσιαλισμού, στη συνέχεια στο κόμμα του Βενιζέλου και τέλος μέσω του περιοδικού Ιδέα στο χώρο του ελληνοκεντρικού ιδεοκρατισμού που ακολούθησε μια μερίδα της γενιάς του Τριάντα, όπου ανήκε και ο Γιώργος Θεοτοκάς. Ακαδημαϊκός από το 1935 στράφηκε προς την ιδεολογική συντήρηση, γεγονός που προκάλεσε αντιφατικές γνώμες των συγχρόνων του για το πρόσωπό του. Τις εμπειρίες του από τα ταξίδια του και την περίοδο που ήταν πολεμικός ανταποκριτής και λοχίας στο Βαλκανικό μέτωπο, κατέγραψε στους τόμους Από τα ταξίδια μου, Αμερική και Πολεμικές σελίδες.

Το θεατρικό έργο του παρουσιάζει έντονα τα σημάδια από τη δραματουργία του Ίψεν και τη φιλοσοφία του Νίτσε, ενώ ο προσανατολισμός της γραφής του είναι σαφώς κοινωνικός. Ιδρυτής του Θεάτρου Τέχνης (1925) και της Ελευθέρας Σκηνής (1929 με τη Μαρίκα Κοτοπούλη και το Δημήτρη Μυράτ), φοίτησε σε σκηνοθετικά εργαστήρια του Παρισιού το 1928 και το 1935 ανέλαβε τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή στο θίασο Καινούριο Θέατρο της κυρίας Αλίκης και του Κώστα Μουσούρη.

Η σκηνοθετική του δραστηριότητα συνέβαλε στην ανανέωση του αθηναϊκού θεατρικού ρεπερτορίου και στην ευθυγράμμισή του με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό, ενώ έγραψε και θεατρικά έργα όπως ο Γιος του ίσκιου, το Κόκκινο πουκάμισο, το Άσπρο και το μαύρο, Μια νύχτα, μια ζωή, Ο Μπαμπάς εκπαιδεύεται, Παπαφλέσσας κ.α. Ασχολήθηκε επίσης με την ποίηση (στη νεανική του ηλικία), τη διηγηματογραφία και κυρίως με τη μυθιστορηματική ιστοριογραφία, όπου ξεχώρισε για τη γλαφυρότητα του ύφους του και την οικονομία της γραφής του. Πέθανε στην Αθήνα.

-+1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Σπύρου Μελά βλ. Γιάκος Δημήτρης, «Μελάς Σπύρος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας10. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Γουνελάς Χ.Δ., «Μελάς Σπύρος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό6. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987, Μάτσας Νέστωρ, « », Νέα ΕστίαΜ΄, Χριστούγεννα 1966, αρ.947, σ.13 και Χατζηβασιλείου Βαγγέλης, «Σπύρος Μελάς», Η παλαιότερη πεζογραφία μας• Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμοΙΑ΄ (1900 – 1914), 326-343..Αθήνα, Σοκόλης, 1998.


Πηγή: timesnews.gr