Η προτομή του Αχιλλέα Παράσχου, έργο του Γεωργίου Δημητριάδη, στο Ζάππειο (από το 1929)

  • Γράφει ο  ΠΑΝΟΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ

Το κατά κόσμον όνομα Παράσχος Αχιλλέας

μεγίστην τύχη έλαβες ως άλλος βασιλέας

μα οτι και αν έγραψες το έσβησε η λήθη

θνητού θυσία πρόσκαιρος, στα μανιασμένα πλήθη !

(Ο Νικηφόρος Βυζαντινός για τον Αχιλλέα Παράσχο)

Είναι πάντοτε γεγονός που δεν χωρά αμφιβολία πως κάθε έκφανση της τέχνης και ιδιαίτερα τους περασμένους αιώνες όπου μπορεί να γίνει μια πιο επιστημονική καταγραφή λόγω ύπαρξης στοιχείων, του γραπτού λόγου,  πως η ποίηση και η λογοτεχνία γενικώς, επηρεάζεται κάθε στιγμή απο τις έξωθεν κοινωνικές συνθήκες. Δεν είναι μόνον το λοιπόν η λογοτεχνία κάθε εποχής γέννημα των ατομικών προσωπικοτήτων που την αποτύπωσαν επί χάρτου, αλλά πολλάκις αποτελεί γέννημα και θρέμα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας ή κατ ελάχιστον και αυτής

Μόνον υπό τούτο το πρίσμα μπορεί να ιδωθεί και να ερμηνευθεί με τον ορθό τρόπο η λογοτεχνία κάθε καιρού. Δεν είναι ήτοι ποτέ δυνατόν το να ξεδιαλέξει κανείς κάθε λογοτεχνική ιδέα, κάθε κίνημα και κάθε εκφραστική ατραπό της εποχής της ή και εποχών που γέννησαν μια εποχή απο το κοινωνικό, ιστορικό, πολιτικό, πολιτισμικό πλαίσιο του κάθε αιώνα που πέρασε.

Όπως ο συμβολισμός και ο νεοσυμβολισμός λοιπόν του μεσοπολέμου, επιβλήθηκαν κατά μιάν άποψη απο μιάν ανάγκη του ατόμου να περάσει απο το Μακρυγιαννικό “Εμείς” στο “Εγώ”, σε μια προσπάθεια να διατηρήσει ακέραιο το ένστικτο το ατομικό της αυτοσυντήρησης, ενάντια σε οτι συνέβαινε γύρω με τους μεγάλους πολέμους, με τις κοινωνικές ανακατατάξεις, με την προσφυγιά και την φτώχεια που φέρνουν τα δεινά μιάς πολεμικής αναμέτρησης, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, αθέλητα και ενστικτωδώς πάντα, το πρότερο κίνημα του ρομαντισμού, θα έρθει να καλύψει στην εποχή του, τούτη ακριβώς την ανάγκη του ανθρώπου για αυτοσυντήρηση και διατήρηση του εγώ, ώστε αυτό να μην συνθλιβεί τελειωτικά απο τις έξωθεν συνθήκες.

Θα έλεγε κανείς λοιπόν, πως το κίνημα του ρομαντισμού που πρωτοφάνηκε στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα στα Ευρωπαικά γράμματα της Γερμανίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας και με την απαιραίτητη διαφορά φάσης (που πάντοτε συμβαίνει) και στον τόπο μας, είχε ακριβώς τον ίδιο λόγο γέννησης και άνδρωσης του, με τον μεσοπολεμικό νεοσυμβολισμό του επόμενου του προτεραίου για εμάς, 20ου αιώνα.

Η ίδια ανάγκη που γέννησε τον νεοσυμβολισμό εν ολίγοις (και αναφέρομαι συνεχώς σε αυτόν διότι ομοιάζει τόσο της εποχής μας την συντριπτική υπό άλλους όρους μα με την ίδια αν οχι περισσότερη δύναμη ενάντια στο ανθρώπινο εγώ) τον μεσοπόλεμο ως λογοτεχνικό ρεύμα, γέννησε και τον ρομαντισμό ως αντίπαλον δέος στην σκληρή πραγματικόητα των κοινωνικών επαναστάσεων, του αίματος, των ανακατατάξεων παντού.

Εφόσον λοιπόν επισημάνθηκε πως ένα λογοτεχνικό ρεύμα δεν είναι ποτέ δυνατόν να ιδωθεί αυτόνομα και χωρίς να λαμβάνει κανείς υπόψιν του τις κοινωνικοιστορικοπολιτικές συνθήκες, καλόν είναι να δούμε κάποια στοιχεία που χαρακτηρίζουν το λογοτεχνικό αυτό ρεύμα του ρομαντισμού.

Ο ρομαντισμός έχει ως βασικό του κανόνα την εξιδανίκευση. Εξιδανίκευση υμνητική ως προς την φύση, ως προς την γυναίκα, ως προς σχεδόν τα πάντα στην θεματολογία του. Επίσης εξαιρετικά σημαντική, ειδοποιός θα έλεγε κάποιος διαφορά σε σχέση με άλλα κινήματα της λογοτεχνίας, είναι ο άκρατος θα έλεγε κάποιος, πεσιμισμός του, η βαθιά θλίψη και μελαγχολία.

Τα σχήματα του που χρησιμοποιεί έντονα ιδίως την περίοδο της ακμής του το κίνημα αυτό, είναι η έντονη αναφορά στο ζήτημα του θανάτου, η αναφορά στο δίπολο έρως θάνατος, στην θλίψη που μας γεννα η απώλεια αγαπημένων κυρίως ερωτικώς προσώπων, η υμνητική διάθεση έναντια του θανάτου και η προσπάθεια εξευμενισμού του, διαμέσου της εξιδανίκευσης ακόμη και της νεκρικής κλίνης και της σιγής των κοιμητηρίων.

Ο Αχιλλεύς Παράσχος (1838 – 1895) δέ, ο πρώτος των πρώτων της Α Αθηναικής σχολής ως έμεινε στην ιστορία της λογοτεχνίας μας η λογοτεχνική εποχή για τον τόπο μας απο το 1830 την γέννηση του νεοελληνικού κράτους ως και περί το 1880, έρχεται απο τα μέσα του 19ου αιώνα ως και το τέλος της σχετικώς σύντομης ζωής του, επηρεασμένος εξαιρετικά απο τα διάφορα κινήματα κυρίως της Ευρωπαικής διανόησης και λογοτεχνίας, να χρησιμοποιήσει ακριβώς αυτά τα σχήματα στο εκτενές έργο του. Βεβαίως οι κοινωνικές συνθήκες που επέβαλαν τον ρομαντισμό έφεραν αργότερα τον ίδιο  τον ρομαντισμό σε εξαιρετικά δύσκολη θέση να κάνει τον κύκλο του γεννημένος απο τον θάνατο, να υμνήσει τον θάνατο, κάτι που προκάλεσε και τον τελικό πρόσκαιρο ίσως ξεπεσμό (διότι ποιός μπορεί να γνωρίζει το μέλλον) και αφανισμό του.

Στο έργο του Παράσχου δέ, πιο συγκεκριμένα η εώς παρεξηγήσεως σήμερα,  αναφορά στους νεκρούς και ιδιαίτερα σε νεκρούς που ανήκουν στο αντίθετο φύλο, είναι μια προσφιλής τακτική θεματολογικής προσέγγισης στα έργα που συνθέτει και υπό την έννοια ενός έρωτος πλατωνικού προς το αντικείμενο της ηδονής, του πάθους που πλέον όμως δεν βρίσκεται εν ζωή.

Δεν λείπουν σαφώς και τα άλλα στοιχεία του ρομαντισμού όπως η ρεμβαστική διάθεση και ο αέναος, συνεχής και αδιάλειπτος ύμνος προς την φύση με υπερβάλλουσα την αισθαντικότητα και σε τούτο συντείνει σαφώς και η χρήση της γλώσσας της εποχής της καθαρεύουσας, όμως ξεχωριζει πάντα σε οτι χαρακτηρίζω ως στοιχείον “Βικτωριανού ρομαντισμού”, η εξαιρετική αναφορά του στα κομητήρια, στις νεκρές παρθένες κόρες, στα φάσματα, στα στοιχειά, τις μάγισσες  και όλη αυτήν την “μέλανον κουλτούρα” που υποκρύπτει μια προσπάθεια αθέλητη, αδιόρατη ίσως εξορκισμού του θανάτου, του μόνου σίγουρου φαινομένου για όλους,  με τούτη την συνεχή, υμνητική διάθεση ως προς αυτόν τον ίδιον.

Όταν ο Παράσχος συνθέτει το εξαιρετικό ΑΛΛΟΥ ΝΑ Μ΄ΑΓΑΠΑΣ, εκφράζει με ιδιαίτερη καλαισθησία το δίπολο έρως – θάνατος, το σήμα κατατεθέν ενοιολογικά θα έλεγε κανείς του ρομαντικού κινήματος,  σε σημείο που να θεωρηθεί πως και ο θάνατος ο ίδιος δεν μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στον πραγματικό έρωτα. Είναι ένα ποίημα υμνητικόν προς την ζωή φυσικά, η οποία απλώς (κατά το ρηθέν σκεπτικό του Παράσχου), διακόπτει προσωρινώς τον έρωτα στην παρούσα του μορφή (εν ζωή), ώστε αυτός μετ ολίγον να συνεχίσει και εις τα επέκεινα δια το αυτό πρόσωπο.

Κ’ ἐδῶ, κ’ ἐδῶ θὰ σ’ ἀγαπῶ κ’ ὑπὸ τὴν γῆν κ’ ἐπάνω,

καὶ εἰς θανάτου ἔρεβος κ’ εἰς βίου ἀστραπάς·

δὲν εἶναι χῶμα ἡ ψυχή· ποτὲ δὲν θ’ ἀποθάνω

Εἶναι ζωὴ κι’ ὁ θάνατος ὁπόταν ἀγαπᾷς!

Στην δέ ΠΡΟΤΙΜΗΣΙΣ του ο Παράσχος βρίθει απο έναν συνονθύλευμα Ιπποτισμού που απορρέει εκ του ρομαντισμού μα και κυνικότητας με τέτοιο τρόπο εκφρασθέντα όλα όπου καταντούν εντελώς αγαπητά αν και σήμερα μάλλον θεωρούνται “ξεπερασμένα’ αν υπάρχει ποτέ τέτοιος όρος για την λογοτεχνία και ιδιαίτερα την ποίηση.

Θέλω ψυχήν ημιθανή, ψυχήν καταβληθείσαν,

Tο παν ιδούσαν και ουδέν μη έχουσαν να μάθη·

Kαρδίαν αμαρτήσασαν, καρδίαν τεφρωθείσαν,

Γνωρίζουσαν τί έπαθε, και… θέλουσαν να πάθη

Και καταλήγει στην εξαιρετική του στροφή απο το ίδιο ποίημα του ΠΡΟΤΙΜΗΣΙΣ

Tοιούτος είμαι· προτιμώ την νύκτα της ημέρας·

Tο πίπτον φύλλον και ουχί ναρκίσσους μυροβόλους·

Aπό το άστρον της αυγής, τους δύοντας αστέρας,

Kαι προτιμώ ένα νεκρόν από τους ζώντας όλους!

Αλλού πάλι θα σημειώσει

«Εις τον Θάνατον»

Τίποτα, Χάρε αλύπητε, στον κόσμο δεν φοβείσαι,
μονάχος μ’ όλα πολεμάς·
αλήθεια είσαι δυνατόςκαθώς σε λένε είσαι,
αφού εχώρισες εμάς!
Ένας και μόνοο Θεόςτην δύναμί σου πνίγει,
γιατ’ όσους χώρισες εσύ, Εκείνος ξανασμίγει!

Εν ολίγοις ο Αχιλλέας Παράσχος υπήρξε ο κυριότερος εκφραστής του ρομαντικού κινήματος στην Ελλάδα. Ο Παράσχος δεν είναι ένας απλός (υπό την έννοια του απλοικού) ως αργότερα θεωρήθηκε ποιητής. Υπήρξε πολυτάλαντος και με ευρεία θεματολογία εργάτης της τέχνης του. Θεωρήθηκε επίσης Εθνικός ποιηής και υπηρέτησε εξαιρετικά τα σχήματα που βρήκε και που μίλησαν στην ψυχή του. Τα χρησιμοποίησε δε, με άρτιο τρόπο ώστε έκανε και τους συγκαιρινούς του συμμέτοχους στο έργο του. Υπήρξε απο μόνος του μιά εποχή ή αν το θέλετε καλύτερα ένας ακέραιος εκφραστής της εποχής του.

Στα χρόνια του δοξάστηκε είναι η αλήθεια και είναι και ο μοναδικός ποιητής ο οποίος έζησε βιοποριστικά απο την τέχνη του αυτή στην Ελλάδα, απο την εξαιρετική του ικανότητα να στιχουργεί και μόνον.  Ήταν αυτός ο μόνος όπου μπόρεσε να υπογράφει το επάγγελμα – λειτούργημα του ως ποιητής και αυτό να είναι αδιαπραγμάτευτο.

Αργότερα έμμελε να περάσει στην λήθη. Και πέρασε στην λήθη γιατι επέρασε στην λήθη η εποχή του. Διότι οι άνθρωποι είναι οι εποχές τους και φεύγοντας για το μεγάλο ταξίδι εις τα επέκεινα, είτε ως αρνητές του θανάτου είτε ως υμνητές του,  παίρνουν μαζί τους τις εποχές που οι ίδιοι έζησαν και δημιούργησαν.

Στον τάφο δεν θάπτονται μονάχα άνθρωποι. Θάπτονται και γνωρίσατε το καλώς και εποχές.

The following two tabs change content below.

ΠΑΝΟΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ

Ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης γεννήθηκε στα 1976. Μετά το πέρας των
εγκυκλίων σπουδών του, σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων και Ψυχολογία σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού. Ως μουσικοσυνθέτης, είναι μέλος της Performing Rights Society του Λονδίνου με δισκογραφική παρουσία στον χώρο από τις αρχές του 2000 και σε χώρες όπως η Αγγλία, Ολλανδία και Δανία. Πριν κάποια χρόνια, υπήρξε υποψήφιος σε βραβεία της διεθνούς μουσικής σκηνής στο Los Angeles, Hollywood της Καλιφόρνια. Ως λογοτέχνης έχει βραβευθεί σε πολλούς και σημαντικούς λογοτεχνικούς
διαγωνισμούς. Αρθρογραφεί κυρίως με άρθρα γνώμης για πολιτικά,
κοινωνικά, ιστορικά θέματα καθώς και λογοτεχνικές αναφορές, πέραν της δεκαετίας.


Πηγή: timesnews.gr