• Εισαγωγή-μετάφραση: Άρης Μπερλής

Τα αποσπάσματα που ακολουθούν είναι παρμένα από το δυσεύρετο δοκίμιο του Έλιοτ “Ποίηση και Προπαγάνδα” (“Poetry and Propaganda”) που δημοσιεύτηκε το 1930 στο αγγλικό περιοδικό Bookman (LXX, Feb. 1930, σ. 595-602) και δεν περιελήφθηκε σε καμία από τις συλλογές δοκιμίων που εξέδωσε ο ποιητής. Ο Έλιοτ έγραψε το δοκίμιο αυτό εξ αφορμής γενικών απόψεων για την ποίηση, που διατύπωσε ο Άγγλος φιλόσοφος Άλφρεντ Νορθ Γουάιτχεντ (1861-1947) στο βιβλίο του “Επιστήμη και Σύγχρονος Κόσμος” (“Science and the Modern World”). Συνοπτικά: ο Γουάιτχεντ επεστράτευσε το έργο ποιητών -συγκεκριμένα του Σ΄ρλλεϋ και του Γουέρντσγουερθ- για να ισχυροποιήσει φιλοσοφικές θέσεις. Η ένσταση του Έλιοτ διατυπώνεται με το ερώτημα “Μπορούμε να χρησιμοποιούμε την ποιηση για να αποδείξουμε κάτι;” Η απάντηση που δίνει είναι αρνητική και, αναπτύσσοντας τα επιχειρήματά του, διατυπώνει γενικότερες θέσεις για την ποίηση και τη σχέση της με τη φιλοσοφία. Οι θέσεις αυτές είναι κατεξοχήν “ελιοτικές” και, παρόλο που υπάρχουν ήδη σπερματικά στο γνωστό του δοκίμιο για τον Δάντη, διατυπώνονται εδώ πληρέστερα, οριστικότερα και με μεγαλύτερη σαφήνεια.

Ποίηση και προπαγάνδα

(Θέσεις για την ποίηση και τη σχέση της με τη φιλοσοφία)

ΝΑ ΥΠΟΘΕΣΟΥΜΕ ότι υπάρχει κάποιος που του αρέσει μόνο η καλή ποίηση, και ότι του αρέσει όλη η καλή ποίηση εξίσου και ότι μετ΄του αρέσει η λιγότερο καλή ποίηση σε  ικρότερο βαθμό αρεσκείας, και ούτω καθεξής, μέχρι που απεχθάνεται όλη την κακή ποίηση εξίσου – θα πρέπει να υποθέσουμε ένα τέρας. Υποθέτω πως δεν υπήρξε ποτέ, και ποτέ δεν πρόκειται να υπάρξει, κριτικός, οποιασδήποτε τέχνης, που η κρίση του να είναι αυτόνομη, ακριβοδίκαιη και εντελώς αποκομμένη από τα άλλα προσωπικά του ενδιαφέροντα και πάθη· αν υπήρξε, υπάρχει ή θα υπάρξει, τότε ήταν, είναι ή θα είναι ένας πολύ βαρετός τύπος που δεν έχει τίποτα απολύτως να πει. Ωστόσο, από την άλλη μεριά, δεν υπάρχει πιο βαρετός τύπος, και πιο ματαιόσπουδος κριτικός, απ’ αυτόν που αρνείται όλα τα αντικειμενικά κριτήρια, εξιστορώντας τις δικές του αποκλειστικά αντιδράσεις. Ένα ταξίδι ανάμεσα σ’ αριστουργήματα ήταν, νομίζω, η φράση που χρησιμοποίησε ο Ανατόλ Φρανς για να χαρακτηρίσει το κριτικό του έργο, εξυπονοώντας πως ήταν απλώς η καταγραφή των αισθημάτων του. Ωστόσο, η φράση καθαυτή δέχεται πως τα αριστουργήματα υπήρχαν ως αριστουργήματα προτού καν το ταξίδι αρχίσει.

Έχουμε την τάση, νομίζω, να οργανώνουμε σ’ ένα σύνολο τα γούστα μας στις διάφορες τέχνες. Σκοπεύουμε τελικά σε μια θεωρία ζωής, ή σε μια άποψη για τη ζωή,  και, στο βαθμό που το έχουμε συνειδητοποιήσει, διαπεραίνουμε τις καλλιτεχνικές μας τέρψεις σε μια φιλοσοφία, και τη φιλοσοφία μας σε μια θρησκεία – με τέτοιο τρόπο ώστε το προσωπικό να εμφύρεται στο απρόσωπο και το γενικό, χωρίς να χάνεται, αλλ’ απεναντίας να πλουτίζεται, να ευρύνεται, να αναπτύσσεται και να γίνεται μοναδικότερο με το να μεταβάλλεται σε κάτι άλλο πέρα από τη μοναδικότητά του.

Υπάρχει, κατά την άποψή μου, όχι ένας, αλλά σειρά ολόκληρη εκτιμητών της ποίησης. Ένα από τα λάθη, νομίζω, της θεωρίας κριτικής είναι το ότι επινοεί έναν υποθετικό ποιητή από τη μια κι έναν υποθετικό αναγνώστη από την άλλη. Ίσως το λάθος να ‘ναι λιγότερο επικίνδυνο από το να μην υποθέτει απολύτως τίποτα. Άποψή μου είναι πως τα θεμιτά κίνητρα του ποιητή, όπως κι οι θεμιτές ανταποκρίσεις του αναγνώστη, ποικίλουν σε ευρεία κλίμακα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως οι ποικιλίες αυτές δεν είναι δυνατόν να πουν σε μια τάξη. Ας βάλουμε στο ένα άκρο του φάσματος τον κ. Μπέλτζιον, και στο άλλο άκρο τον κ. Ρίτσαρντς. Το ένα άκρο είναι να σ’ αρέσει η ποίηση γι’ αυτό που έχει να πει· δηλαδή, να σ’ αρέσει απλώς και μόνο επειδή εκφράζει τις δικές σου πεποιθήσεις ή προκαταλήψεις – κάτι που είναι, βέβαια, αρκετά αδιάφορο για την ποίηση της ποίησης. Το άλλο άκρο είναι να σ’ αρέσει η ποίηση επειδή ο ποιητής κατάφερε να πλάσει το υλικό του και να του δώσει τελεία μορφή – κάτι που είναι αδιάφορο για το θεματικό υλικό και που αποκόπτει την ποιητική μας τέρψη από τη ζωή. Στο ένα άκρο δεν έχουμε καθόλου απόλαυση της ποίησης· στο άλλο έχουμε την απόλαυση μιας αφαίρεσης που απλώς καλείται ποίηση. Όμως, ανάμεσα στα δυο άκρα, αναπτύσσεται ένα συνεχές φάσμα εκτιμήσεως, που καθεμιά τους έχει την περιορισμένη της εγκυρότητα.

Το κύρος αυτής της κλίμακας των εκτιμήσεων μπορεί να εδραιωθεί αν εξετάσουμε από τι ωθούνται διάφοροι ποιητές. Χάριν ευκολίας μπορούμε να αντιπαραθέσουμε τρία διαφορετικά είδη ποιητών. Υπάρχει ο φιλοσοφικός ποιητής, όπως ο Λουκρήτιος και ο Δάντης, που δέχεται, ας πούμε, μια φιλοσοφία ζωής εκ των προτέρων και δομεί το ποίημά του πάνω σε μια ιδέα. Υπάρχει ο ποιητής σαν τον Σαίξπηρ, ή ίσως τον Σοφοκλή, που δέχεται τις τρέχουσες ιδέες και τις χρησιμοποιεί, αλλά στο έργο του το πρόβλημα των πεποιθήσεων είναι πολύ πιο περίπλοκο και λανθάνει. Υπάρχει, τέλος, ένας άλλος τύπος, για τον οποίο θα μπορούσαμε  να πάρουμε ως παράδειγμα τον Γκαίτε, ή ίσως τον Μπλέηκ, που ούτε δέχεται μια ιδιαίτερη άποψη του όλου, ούτε απλώς βλέπει απόψεις της ζωής μες απ’ τις οποίες κάνει ποίηση, αλλά που λίγο-πολύ συνδυάζει μέσα του τις λειτουργίες του φιλοσόφου και του ποιητή. Ποιητές σαν κι αυτούς έχουν τις δικές τους ιδέες και ρητά τις πιστεύουν.

Μερικοί ποιητές ανήκουν σ’ένα τόσο μικτό τύπο που είναι αδύνατο να πει κανείς κατά πόσο γράφουν την ποίησή τους εξ αφορμής του τι πιστεύουν, και κατά πόσο πιστεύουν ένα πράγμα απλώς και μόνο επειδή βλέπουν πως μπορούν να κάνουν ποίηση μέσα απ’ αυτό.

Εικάζεται, ίσως, ότι πρέπει να φτάσουμε στο συμπέρασμα πως είναι αδύνατο να απολαύσουμε (ή να κρίνουμε) ένα έργο τέχνης ως έργο τέχνης, αν δεν περάει πρώτ αρκετός καιρός ώστε οι δοξασίες του να είναι πια απηρχαιωμενες· οπότε, τις εξετάζουμε και τις δεχόμαστε, καθώς θα ‘θελε ο κ. Ρίτσαρντς. Ας περιμένουμε μερικούς αιώνες και θα μάθουμε πόσο καλό είναι ένα έργο. Η απλή αυτή λύση δεν μας κάνει για πολλούς λόγους. Ένας απ’ αυτούς είναι και το ότι όταν ένας συγγραφεύς βρίσκεται τόσο μακριά μας, χρονικά ή φυλετικά, ώστε να μην ξέρουμε τίποτα για το υλικό του και να μην μπορούμε να καταλάβουμε  τις πεποιθήσεις του, τότε δεν μπορούμε  και να εκτιμήσουμε ποιητικά το έργο του. Για να απολαύσει κανείς ποιητικά τον Όμηρο, χρειάζεται κάτι παραπάνω από ένα ελληνικό λεξικό και συντακτικό· κι όσο πιο πολύ βαθαίνουμε  στη ζωή των αρχαίων Ελλήνων, όσο πιο πολύ προσπαθούμε  να αναδημιουγήσουμε στη φαντασία μας τον κόσμο τους, τόσο καλύτερα καταλαβαίνουμε  και απολαμβάνουμε την ποίηση του κόσμου εκείνου. Ένας άλλος λόγος είναι και το ότι ο καιρός, αλίμονο, δεν φέρνει παραιτήτως και την αναγκαία “απόσταση”. Μπορεί απλώς να υποκαταστήσει μια σειρά προκαταλήψεων ευνοϊκών για τον ποιητή, με μια άλλη δυσμενών.

Ονόμασα τον Λουκρήτιο και τον Δάντη υπεύθυνους προπαγανδιστές. Υπάρχουν όμως ποιητές που είναι πολύ δύσκολο να τους θεωρήσουμε, με οποιαδήποτε έννοια, προπαγανδιστές. Πάρτε τον Σαίξπηρ, για παράδειγμα. Ποτέ δεν αναπτύσσει, όπως ο Δάντης και ο Λουκρήτιος, ένα συγκεκριμένο φιλοσοφικό σύστημα. Γνωρίζω πως πολλές απόπειρες έχουν γίνει, και θα γίνουν, για να εκτεθεί σε απλή και σαφή πρόζα η θεωρία ζωής που υποτίθεται πως είχε ο Σαίξπηρ· κι ακόμη γνωρίζω πως πολλές θεωρίες ζωής έχουν εξαχθεί από το έργο του Σαίξπηρ. Δεν θέλω να πω πως απόπειρες σαν αυτές είναι αθέμιτες ή εντελώς μάταιες· είναι φυσική η τάση να φιλοσοφούμε  επί του Σαίξπηρ, ακριβώς όπως  και να φιλοσοφούμε επί του κόσμου. Μόνο που η φιλοσοφία του Σαίξπηρ είναι κ΄τι διαφορετικό από τη φιλοσοφία του Δάντη· πράγματι, έχει πιο πολλά κοινά σημεία με τη φιλοσοφία, ας πούμε, του Μπετόβεν. Θέλω να πω, όσοι από μας αγαπάμε τον Μπετόβεν, βρίσκουμε στη μουσική του κάτι που το λέμε το νόημά της, χωρίς όμως και να μπορούμε να το προσδιορίσουμε με  λόγια· κι είναι αυτό το νόημα που την εναρμονίζει, κατά κάποιο τρόπο, με τη ζωή μας· που κάνει τη μουσική χώρο συγκινησιακής άσκησης και πειθαρχίας, κι όχι απλώς εκτίμησης μιας δεξιοτεχνίας. Ο Σαίξπηρ οπωσδήποτε μας επηρεάζει· αλλά επηρεάζει τον καθένα σύμφωνα με την παιδεία του, την ιδιοσυγκρασία του και την ευαισθησία του· και, καθώς τίποτα δεν μπορεί να μας φωτίσει ως προς τη σχέση μεταξύ της επιρροής που μπορεί να έχει ο Σαίξπηρ στη σκέψη κάποιου και αυτού που πραγματικά εννοούσε, θα ‘ταν παράλογο να χαρακτηρίσουμε το έργο τυ προπαγάνδα.

Ο ορθόδοξος Χριστιανός είναι πολύ απίθανο να εκλάβει τον Δάντη ως βεβαίωση του Χριστιανισμού· ο ορθόδοξος υλιστής είναι πολύ απίθανο να επικαλεσθεί τον Λουκρήτιο ως μαρτυρία του υλισμού ή του ατομισμού. Αυτό που θα βρει στον Δάντη ή τον Λουκρήτιο είναι η αισθητική κύρωση· δηλαδή, η μερική δικαίωση αυτών των θεωριών ζωής από την τέχνη, την οποία οι θεωρίες αυτές διεγείρουν. Και δεν υπάρχει αμφιβολία πως όλοι μας είμαστε ισχυρότατα επηρεασμένοι από την αισθητική κύρωση· και πως η άποψη εκείνη, ή ο τρόπος ζωής, που δίνει το έναυσμα για μεγάλη τέχνη, είναι για μας πιο εύλογη απ’ αυτή που εναυει μια κατώτερη τέχνη ή και καμία. Αφ’ ετέρου δε νομίζω πως ένας χριστιανός μπορεί να εκτιμήσει στο ακέραιο τη βουδδιστική τέχνη, και αντιστρόφως.

Μπορείτε μονάχα να πείτς: αυτός ή εκείνος ο ποιητής χρησιμοποίησε αυτές τις ιδέες για να κάμει ποίηση, και έδειξε πως αυτές οι ιδέες μπορούν να διεγείρουν και πράγματι διεγείρουν κάποις αξίες. Οι ιδέες αυτές, κατά συνέπειαν, έχουν κύρος όχι μόνο στη θεωρία, αλλά και στη ζωή, όπου μπορούν να μπουν μέσω της τέχνης. Αλλά προτού πούμε αυτό, πρέπει πρώτα να αποτιμήσουμε  το έργο ενός Σέλλεϋ ή ενός Γουέρντσγουερθ. Πόσο εντελής, πόσο ευφυής, πόσο πράγματι έχει κατανοηθεί, η φιλοσοφία που χρησιμοποιεί ο ποιητής; Πόσο πραγματώνεται ποιητικά; Πόσο καλύπτει τη ζωή; Αυτές τις ερωτήσεις πρέπει πρώτα να υποβάλουμε. Γιατί η ζωή περιλαμβάνει και τη φιλοσοφία και την τέχνη, γιατί η φιλοσοφία δοκιμάζεται μεσα από την τέχνη και η ποίηση μπορεί να αποδείξει τη δυνατότητα της φιλοσοφίας να βιωθεί.

Και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η χρήση που γίνεται της ποίησης από τους ανθρώπους είαι πρόμοια με τη χρήση που γίνεται της φιλοσοφίας. Δν μελετάμει φιλοσοφία απλώς και μόνο για να διαλέξουμε ένα συστημα που θα υιοθετήσουμε ως “αληθές”, ή για να μαγειρέψουμε ένα δικό μας παίρνοντας λίγο απ’ όλα. Μελετάμε φιλοσοφία κυρίως χάριν των συλλογισμών ή της ψυχαγωγίας που μας παρέχει ο κόσμος των ιδεών, επειδή γυμνάζουμε ή διευρύνουμε το μυαλό μας προσπαθώντας να μπούμε στη σκέψη κάποιου και να τη σκεφτούμε όπως αυτός τη σκέφτηκε και μετά να προχωρήσουμε απ’ αυτή την εμπειρία σε μιαν άλλη. Μόνο ασκούμενοι στο να κατανοούμε χωρίς να πιστεύουμε, στο βαθμό που είναι τούτο δυννατόν, μπορούμε να φτάσουμε σε πλήρη συνείδηση μέχρι κάποιου σημείου, όπου πιστεύουμε και κατανοούμε. Παρόμοια και με την ποιητική εμπειρία. Ιδανικός μας σκοπός είναι να φτάσουμε σε κάποια ποίηση η οποία θα πραγματώνει ποιητικά ό,τι πιστεύουμε· αλλά δεν έχουμε επαφή με την ποίηση, αν δεν μπαινοβγαίνουμε ελεύθερα στους διαφορους κόσμους της ποιητικής δημιουργίας. Στην πράξη, η λογοτεχνική μας κρίση υπόκειται πάντοτε σε σφάλμα, γιατί αναπόφευκτα έχουμε την τάση να υπερεκτιμούμε την ποίηση που υλοποιεί μια άποψη ζωής που μπορούμε να καταλάβουμε και που την αποδεχόμαστε· αλλά δεν έχουμε στ’ αλήθεια το δικαίωμα να τιμούμε τόσο πολύ μια ποίηση σαν αυτή, αν δεν προσπαθούμε επίσης να μπούμε και στους κόσμους εκείνους της ποίησης όπου είμαστε ξένοι. Η ποίηση δεν μπορεί να αποδείξει πως κάτι είναι αληθινό· μπορεί μονάχα να δημιουργήσει μια ποικιλία συνόλων συντεθειμένων από διανοητικά και συγκινησιακά στοιχεία, όπου η συγκίνηση δικαιώνεται από τη σκέψη και η σκέψη από τη συγκίνηση. Αποδεικνύει επιτυχώς, ή αποτυγχάνει να αποδείξει, πως κάποιοι κόσμοι σκέψης και αισθήματος είναι εφικτοί. Παρέχει διανοητική κύρωση του αισθήματος και αιθητική κύρωση της σκέψης.

  • Πρώτη δημοσίευση: Η Λέξη. Μάρτης-Απρίλης ’85, τεύχος 43

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΙ ΕΔΩ:


Πηγή: timesnews.gr