Αν και η επίσημη έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου έγινε στις 28 Οκτωβρίου του 1940,   οι περιπέτειες του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού ξεκίνησαν από το λιμάνι της Τήνου,   όταν το, τυπικά άγνωστο αλλά γνωστό τοις πάσι, ιταλικό υποβρύχιο τορπίλισε το καταδρομικό «Έλλη». Το γεγονός αυτό,   αν και καταγράφεται ως καταστροφή και βύθιση ενός από τα ιστορικότερα πλοία του πολεμικού μας ναυτικού, αποτέλεσε αφορμή απίστευτης πατριωτικής τονώσης και εθνικής ομοψυχίας, που διαπότισε όλες τις προσπάθειες άμυνας απέναντι σε έναν εχθρό με πολλαπλάσια δύναμη σε όλα τα επίπεδα. Και έμελλε να είναι το Πολεμικό Ναυτικό εκείνο που προσέφερε την πρώτη θυσία σε μία σειρά θυσιών όλων των όπλων και κατ΄ επέκταση ολόκληρου του ελληνικού λαού.

Παραδοσιακά, το Πολεμικό Ναυτικό αποτελούσε αιχμή του δόρατος για τις ένοπλες δυνάμεις, με δεδομένες τις τότε πρόσφατες θριαμβευτικές νίκες κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Παρόλα αυτά και ενόψει της επικείμενης ιταλικής επίθεσης, που εθεωρείτο σχεδόν βέβαιη, οι περισσότεροι οικονομικοί πόροι διετέθησαν για τη δημιουργία οχυρωματικών έργων τόσο στη μεθόριο με τη Βουλγαρία όσο και στη μεθόριο με την Αλβανία καθώς και για αγορά πολεμικού υλικού του στρατού ξηράς. Τα κονδύλια για το Πολεμικό Ναυτικό καταναλώθηκαν κυρίως στην αγορά εξοπλισμού και πυρομαχικών.

Η αποστολή του ελληνικού ναυτικού ήταν εξαρχής δεδομένη: Να προστατέψουν νηοπομπές μεταφοράς στρατού και εφοδίων προς το μέτωπο και να παρενοχλήσουν όσο ήταν δυνατόν αντίστοιχες μεταφορές του ιταλικού στρατού.

Η επίθεση στην Αλβανία καθόρισε και το χώρο επιχειρήσεων του Πολεμικού Ναυτικού. Το Αιγαίο θεωρήθηκε σχετικά ασφαλές καθώς η απόσταση από την Ιταλία ήταν μεγάλη. Αντίθετα, στην Αδριατική, πραγματοποιήθηκαν οι σημαντικότερες ναυτικές επιχειρήσεις.

Από πλευράς απόκτησης νέων πλοίων, η μόνη αγορά που κατέστη εφικτή ήταν εκείνη των δύο σύγχρονα αντιτορπιλικών που παρελήφθησαν από βρετανικά ναυπηγεία το 1939. Πρόκειται για τα αντιτορπιλικά «Βασιλεύς Γεωργίος» και «Βασίλισσα Όλγα». Παράλληλα,   έγινε μία μεγάλη προσπάθεια ανάπτυξης της επισκευαστικής ικανότητας των ελληνικών ναυπηγείων, κάτι που κατορθώθηκε με την ίδρυση των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά. Έτσι, το Πολεμικό Ναυτικό κατάφερε σε αρκετά μεγάλο βαθμό να προχωρήσει στη γενική επισκευή παλαιότερων πολεμικών πλοίων και στην κάλυψη των αναγκών σε βοηθητικά πλοία καθώς και στην οργάνωση διάφορων ναυτικών υπηρεσιών που περιελάμβαναν την παράκτια άμυνα, τη δημιουργία θαλάσσιων ναρκοπεδίων,   την πόντιση θαλάσσιων φραγμάτων αλλά και την κατασκευή παρατηρητηρίων αέρος και θαλάσσης.

 Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, το Πολεμικό Ναυτικό ήταν έτοιμο να παρατάξει 6 σχετικά σύγχρονα αντιτορπιλικά, 4 αντιτορπιλικά παλαιότερης κατασκευής,   έξι υποβρύχια Γαλλικής ναυπηγήσεως, 13 μικρά τορπιλοβόλο, τέσσερα ναρκαλιευτικά και το ηλικίας 20 ετών πλωτό συνεργείο «Ήφαιστος». Το ένδοξο θωρηκτό «Αβέρωφ», λόγω κακής καταστάσεως των λεβήτων του, έμεινε ως εφεδρεία στην περιοχή του Ναυστάθμου.

Εντατική υπήρξε η προετοιμασία και του έμψυχου δυναμικού του Πολεμικού Ναυτικού με την συστηματική εκπαίδευση των στελεχών του όλων των βαθμίδων μέσω της Ναυτικής Σχολής Πολέμου αλλά και μέσω των διαφόρων εξειδικευμένων σχολών ειδικεύσεις των αξιωματικών και υπαξιωματικών. Γενικά, ο πόλεμος βρήκε το Πολεμικό Ναυτικό πλήρως επανδρωμένο με πολύ υψηλό επίπεδο κατάρτισης αλλά και φρονήματος. Παρόλα αυτά, η σύγκριση με το Πολεμικό Ναυτικό της Ιταλίας ήταν συντριπτική: Με οκτώ θωρηκτά, 8 βαριά και 26 ελαφρά καταδρομικά,   130 αντιτορπιλικά και 119 υποβρύχια,   χωρίς να υπολογίσει κάνεις τα βοηθητικά σκάφη, το ιταλικό ναυτικό φαινόταν πανίσχυρο, συγκρινόμενο ακόμα και με τις δυνάμεις του βρετανικού στόλου στη Μεσόγειο. Σε αυτή την τέλεια θαλάσσια πολεμική μηχανή,   τα ελληνικά πλοία δεν ήταν εξοπλισμένα ούτε καν με ανθυποβρυχιακές συσκευές αλλά και ούτε με ραντάρ εντοπισμού πλοίων και αεροσκαφών.

Κι όμως! Ένα μεγαλειώδες έργο πραγματοποιήθηκε με πλήρη τάξη και αποτελεσματικότητα από το Πολεμικό Ναυτικό. Μέχρι τις 16 Νοεμβρίου του 1940 είχαν μεταφερθεί στο μέτωπο σχεδόν 42.000 στρατιώτες, 18.000 ζώα και χιλιάδες τόνοι υλικού όπως πυροβόλα και οχήματα. Αλλά και όταν έληξαν οι μεταφορές αυτές, προέκυψαν οι ανάγκες μετακίνησης πολλών εφέδρων οπλιτών και αξιωματικών από τα νησιά στην ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ παράλληλα χιλιάδες τραυματίες στρατιώτες με κρυοπαγήματα έπρεπε να προωθηθούν στον Πειραιά και κατόπιν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους για αποθεραπεία. Βεβαίως, οι εμπορικές και επιβατικές μετακινήσεις δεν διεκόπησαν, αλλά μάλλον αυξήθηκαν καθώς σε αυτές προστέθηκαν θαλάσσιες διαδρομές με εφόδια από την Αίγυπτο και τα Δαρδανέλια.

Τα ελληνικά αντιτορπιλικά δεν περιορίστηκαν μόνο στην προστασία των θαλάσσιων μεταφορών αλλά ανέλαβαν και τολμηρές επιδρομικές επιχειρήσεις. Αρχικά βομβάρδισαν τις θέσεις του ιταλικού στρατού στη Σαγιάδα και στη συνέχεια εκτέλεσαν τρεις ριψοκίνδυνες επιδρομές στο στενό του Οτράντο, συνδιάζοντας μάλιστα την τελευταία με βομβαρδισμό του Αυλώνα.

Η γερμανική επίθεση, τον Απρίλιο του ΄41, με τον ταχύτατο ρυθμό της αποσυντόνισε πλήρως τον ελληνικό κρατικό μηχανισμό με αποτέλεσμα να υπάρξει αδράνεια ως προς τις έγκυρες αποφάσεις μετακίνησης του ελληνικού στόλου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, μεγάλο μέρος του στόλου να παραμείνει εγκλωβισμένο στον Σαρωνικό για 15 κρίσιμες μέρες στα μέσα του Απριλίου, με αποτέλεσμα τη βύθιση και την μεγάλη καταστροφή πολλών πλοίων. Πρακτικά, ήταν αδύνατο να αντιμετωπιστούν οι επιθέσεις από μεγάλο ύψος των γερμανικών αεροπλάνων που διακρίνονταν για τη μεγάλη τους ευστοχία. Η 20η Απριλίου του 1941 αποτελεί την τραγικότερη ημέρα της νεότερης ναυτικής ιστορίας μας, καθώς το αντιτορπιλικό «Ψαρά» και αλλά επτά αντιτορπιλικά δέχτηκαν αιφνιδιαστική επίθεση γερμανικών αεροσκαφών, με αποτέλεσμα τη βύθισή του πρώτου και τις βαριές ζημιές των υπολοίπων. Είχε ήδη προηγηθεί η μεγάλη ζημιά και τελικά η αιχμαλωσία του αντιτορπιλικού «Βασιλεύς Γεώργιος» μία εβδομάδα πριν ενώ λίγο αργότερα, στις απώλειες προστέθηκε και το αντιτορπιλικό «Ύδρα». Όταν τελικά αποφασίστηκε η μετακίνηση του στόλου προς την Αλεξάνδρεια, ήταν πολύ αργά.

Για το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό ακολούθησαν ηρωικές στιγμές δράσης στη Μεσόγειο καθ΄όλη τη διάρκεια του πολέμου. Η Μεγάλη Βρετανία, αναγνωρίζοντας τις ικανότητες των Ελλήνων αξιωματικών και ναυτών,  παραχώρησε σταδιακά στο απόδημο Πολεμικό Ναυτικό 6 νέα αντιτορπιλικά. Έτσι το Ναυτικό μας είχε μία διαρκή παρουσία σε όλα τα είδη πολεμικών επιχειρήσεων στη Μεσόγειο και συμμετοχή σε όλες τις αποβάσεις όπως εκείνη της Σικελίας,   του Σαλέρνο και του Άντζιο.

Στις 17 Οκτωβρίου του 1944 ο ελληνικός στόλος με επικεφαλής το «Αβέρωφ» επέστρεψε και πάλι στην πατρίδα.

Η ελληνική ιστορία υποδέχτηκε τους νέους της ήρωες, αξιωματικούς και ναύτες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Λαμπρότερες περιπτώσεις υπήρξαν εκείνες του πληρώματος του αντιτορπιλικού «Αδρίας» και του υποβρυχίου «Παπανικολής». Το πρώτο, παρά την καταστροφή της πλώρης του από νάρκη κοντά στην Κάλυμνο, κατόρθωσε να φτάσει στην τουρκική ακτή και ύστερα από στοιχειώδεις επισκευές να επιστρέψει στη βάση του στην Αλεξάνδρεια χωρίς πλώρη, προσφέροντας ένα πρωτόγνωρο θέαμα στα παγκόσμια ναυτικά χρονικά. Το δεύτερο πλούτισε την ελληνική ναυτοσύνη με την λαμπρή δράση του στην Αδριατική.

Πηγή: www.pemptousia.gr

The following two tabs change content below.

ΗΛΙΑΣ ΛΙΑΜΗΣ

Ο Ηλίας Λιαμής γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παρακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Οικουμενικό Ινστιτούτο του Bossey. Συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου και άρχισε την εκπόνηση της διδακτορικής του διατριβής. Το 2002 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών στο πεδίο της Νηπτικής Θεολογίας. Αμέσως μετά έγινες δεκτός ως υποψήφιος διδάκτωρ στο τμήμα Μουσικολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα τις σύγχρονες μουσικοπαιδαγωγικές μεθόδους. Παράλληλα με τις θεολογικές του σπουδές πήρες τα πτυχία πιάνου και ανώτερων θεωρητικών (αρμονίας, αντίστιξης και φούγκας) από το Ελληνικό Ωδείο, ενώ παρακολούθησε μεταπτυχιακά μαθήματα μουσικολογίας και διεύθυνσης χορωδίας και ορχήστρας στην Αγγλία και την Ουγγαρία. Ορίστηκε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος μέλος της Συνολικής Επιτροπής Εορτασμού του Ιωβηλαίου Έτους (1998), μέλος της Συνοδικής Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων (2003), ενώ από το 2000 είναι μέλος της Συνοδικής Επιτροπής Χριστιανικής Αγωγής της Νεότητος και Πρόεδρος της Συνοδικής Υποεπιτροπής Καλλιτεχνικών Εκδηλώσεων. Υπό την τελευταία αυτή ιδιότητα, διοργάνωσε πλήθος εκδηλώσεων κα συνεδρίων στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Είναι πρόεδρος και ιδρυτικός μέλος του Ερευνητικού Ιδρύματος Πολιτισμού και Εκπαίδευσης (Ε.Ι.Π.Ε.) το οποίο εκπονεί ελληνικά και ευρωπαϊκά προγράμματα διάδοσης του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής γλώσσας. Αποτελεί μόνιμο συνεργάτη του Γραφείου Νεότητας της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, ενώ μετέχει συστηματικά σε Σχολές Γονέων και σεμινάρια επιμόρφωσης κατηχητικών πολλών Ιερών Μητροπόλεων. Διδάσκει επί 25 έτη στην Ελληνογαλλική Σχολή “St Joseph”, ως καθηγητής θεολόγος και μουσικός ενώ από το 2000 μέχρι το 2015 κατείχε την θέση του Υποδιευθυντή του Γυμνασίου. Ανέλαβε την αναδιοργάνωση της παιδικής χορωδίας της Σχολής η οποία συμμετείχε σε πλήθος εκδηλώσεων. Είναι συγγραφέας βιβλίων, κατηχητικών βοηθημάτων και θεατρικών παραστάσεων, οι οποίες έχουν παρουσιαστεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στο Ίδρυμα “Μιχάλης Κακογιάννης”, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά κ.ά. Αρθρογραφεί συστηματικά, ενώ, επί εικοσιπενταετία, είναι και παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών με θέμα την ανάλυση θεμάτων Βιβλικής και Πατερικής Θεολογίας σε σχέση με τη σύγχρονη πραγματικότητα.


Πηγή: timesnews.gr