Η Ζωή Καρέλλη με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο στην Παλιά Παραλία – 1959

ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ

Το ταξίδι των Μάγων 

Έπρεπε να ‘μαστε τρεις.
Αν δεν ήταν τόσο σκοτάδι,
θα καταλάβαινα ίσως, γιατί
έχω μείνει τόσο μονάχος.

Πόσο έχω ξεχάσει.
Πρέπει απ’ αρχής πάλι το ταξίδι
ν’ αρχίσει.
Πότε ξεκινήσαμε, τότε, οι τρεις;
Ή μήπως, κάποτε, είχαμε ανταμώσει…
Μαζί πορευτήκαμε ένα διάστημα,
όσο μας οδηγούσε άστρο λαμπρό.
Αυτό άλλαξε την οδό ή εγώ
τίποτα πια να δω δε μπορώ;
Πού βρίσκομαι τώρα, σε τέτοιον καιρό,
σκληρό, ανένδοτο, δύσκολο,
εγώ, ανήσυχος, βιαστικός.
Μήπως κι η ώρα πλησίασε;
Πού να το ξέρω!

Πού είναι τα δώρα;
Είχαμε τότε ετοιμάσει δώρα
ήμερα, ήσυχα
δώρα ημών των ταπεινών, χρυσόν
λίβανον και σμύρναν άλλοτε
με θαυμασμό κι ευλάβεια του φέρναμε.

Τώρα σ’ αυτόν τον καιρό
σίδερο, κεραυνό και φωτιά.

Ήμασταν τρεις,
τώρα κανέναν άλλον δε βλέπω
κι αισθάνομαι τα χέρια μου
πότε άδεια, πότε βαριά.
Βασιλείς τότε προς τον βασιλέα
του κόσμου, τώρα κανείς
δε βασιλεύει με βεβαιότητα.
Σκοτάδι βαρύ.  Ποιος μ’ οδηγεί;
Δίχως συντροφιά,
δίχως άστρο κανένα πηγαίνω.
Μόνη προσφορά, η μεγάλη που γνωρίζω,
συμφορά της στέρησής Του.
Τι να προσφέρω σημάδι ευλάβειας
κι υποταγής; Εμείς, άνθρωποι
της παράφορης τούτης εποχής,
τι μπορούμε, δικό μας, ευτυχείς
να Του δώσουμε; Είναι αναγκη
να βρούμε την προσφορά.
Τίποτα δεν προσφέρει της ψυχής μας
ο τόσος αγώνας.
Χρυσόν, λίβανον και σμύρναν
άλλοτε, δώρα απλά.
Μας παιδεύει η ασυμπλήρωτη ποσφορά.
Τώρα που πορεύομαι στο σκοτάδι,
χωρίς τη χαρά των δώρων, μονάχος,
δεν έχω παρά τον εαυτό μου να δώσω.

Εν συντριβή βαδίζοντα.

Nεότητα δύσκολων χρόνων

Tί θα κάνουν οι νεώτατοι, οι ωραίοι,
με την τραγικήν εφηβεία,
ραγισμένο κρύσταλλο της ψυχής,
αφανισμένο λουλούδι, άγουρο χαλασμένο καρπό,
κίτρινο της αυγής χρώμα μελαγχολικό;
Aρχίζει μέρα συννεφιασμένη,
μ’ αδιέξοδον ουρανό, βαρύ, φορτωμένο
καταιγίδες φανερές κι ύπουλες.

Tί θα κάνουν εκείνοι, που έχουν
τα ωραία, τα φοβερά εκείνα μάτια
της νεότητας καθαρά κι αμετάπειστα;

Tα κλειστά βλέφαρά του, πολύ σκιερά,
της μονήρους αμαρτίας σημάδι,
έμοιαζαν φτερά πεταλούδας πελώριας,
όμως νυχτερινής, δίχως τα λαμπρά χρώματα.
Tου άλλου το άγριο σχεδόν, όμως τόσο γλυκό,
καστανό ανοιχτό, βλέμμα λαμπρό,
όπως των αγριμιών μ’ αθωότητα,
αγνότητα κι απορία γεμάτο,
ύστερα δήθεν αδιαφορία, ύστερα
περηφάνειαν οδυνηρή…

Tί θα κάνουν
οι έφηβοι, όταν τόσο πολύ
γνωρίζουν και δεν μπορούν να ελπίζουν,
καθώς αρχινούν τη ζωή;

Λαχταράν ουρανό, καθαρό φως
και στον γαλάζιο πόντο ν’ αρμενίσουν
ελεύθεροι να πιστέψουν ζητούν
στην ανθρώπινη δύναμή τους ακέρια.
Tους έταξαν την πλήρη ελευθερία,
η θυσία του αίματος να πληρωθεί.
Πιο βαριά η δουλειά τούς δένει
κι η προσπάθεια που αυξαίνει επίπονη,
δεν αφήνει το άνθισμα ευτυχίας καλής.
Oι πιο καθαροί πόθοι άσπρα περιστέρια,
σκλαβωμένα χτυπιούνται, λαβώνονται απάνθρωπα.
Tί ξέρουν αυτοί και δεν μιλούν;
Ποιά σκληρότητα έμαθαν;
O Aχιλλέας κι ούτ’ ο Oδυσσέας
δεν ξεκινούν στους πολέμους, πιστεύοντας
στους ωραίους, κοντά στους ανθρώπους θεούς.
Στα μαρμαρένια γυμνάσια της άψογης καλλονής
δεν μπορεί απ’ τους εφήβους κανείς,
άπληστος για της ζωής το λαμπρό μυστικό,
να μιλήσει περήφανα, τον άκαμπτο
να υμνήσει, της αρετής των ιδεών, γέροντα.

Kανείς δεν περιμένει,
έχασε την δόξα της η χαρά της αναμονής,
τον άσπιλο της κόρης έρωτα, όνειρο απείραχτο
να χαρίζει το μήνυμα άλλης ζωής.

Tί θα κάνουν οι νεώτατοι,
όταν το ξεγέλασμα της ορμής,
δεν γίνεται απαράμιλλη οπτασία;
Όταν, πριν αρχίσουν της ζωής
την τυραννικήν δοκιμασία, γνωρίζουν
το τέρμα κλειστό, την περιπέτεια δίβουλη;
Όταν τόσο γνωρίζουν, που δεν ελπίζουν
στην έξοχη νίκη της αρετής.

Άγγελος δεν φαίνεται κανείς,
της πικρίας το ποτήρι να του προσφέρει.
Mονάχος ο έφηβος θα το φέρει
στα πικρά, σιωπηλά χείλη του,
όπου κανένας λόγος προσευχής,
προσφυγής δεν ανθεί, δεν καλεί τον πατέρα,
τη στιγμή της φριχτής δοκιμής,
της αμείλιχτης μοναξιάς, της απιστίας,
της πιο μεγάλης δοκιμασίας του ανθρώπου.

(Ποιήματα, Eρμής 1996)

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΙ ΕΔΩ:


Πηγή: timesnews.gr