• Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς

Η λεωφόρος Πανεπιστημίου ήταν κάποτε μια ήρεμη λεωφόρος, «στολισμένη» με λίγα Μέγαρα, πολλές μάντρες με καυσόξυλα και φιλοξενούσε μόνον το καφενείον «Κοραής». Εκεί υποψήφιοι διδάκτορες, μετά την ανακήρυξή τους, τρατάριζαν φίλους με τα πατροπαράδοτα «τρίγωνα». Με τα χρόνια, τα δύο άκρα της μεταβλήθηκαν σε κέντρα του «ωραίου κόσμου», με καφεστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, καφενεία, καμπαρέ και θέατρα.

Μετατράπηκε σε πραγματικό πρωτευουσιάνικο «βουλεβάρτο», το οποίο εκτός από την τριλογία είδε να ανεγείρονται περίφημα κτίρια. Εκείνο της «Μεγάλης Βρεταννίας», του Νικολούδη που η στοά του ενώνει την Πανεπιστημίου με τη Σταδίου, το Ιλίου Μέλαθρον, το Οφθαλμιατρείο, το Αρσάκειο, τον Άγιο Διονύσιο των Καθολικών, το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, το Μέγαρο Σερπιέρη (Αγροτική Τράπεζα), το αρχοντικό του Δ. Ράλλη και τόσα άλλα. Δημιουργίες που έδωσαν στην Πανεπιστημίου και επιβλητικό «χρώμα».

Τον Ιανουάριο 1937 αποκτούσε και έναν «οικοδομικό κολοσσό», όπως έγραφαν οι εφημερίδες. Ένα αληθινό κόσμημα και έργο πολιτισμού, μοναδικό στο είδος του στα Βαλκάνια, πρωτοποριακό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα και εφάμιλλο με τα αντίστοιχα της Αμερικής. Ήταν το «Σικιαρίδειο Μέγαρο» -ιδιοκτησία των παιδιών του Βασίλειου Σικιαρίδη- στην οδό Πανεπιστημίου 48, γνωστό ως «Ρεξ». Με τον όγκο του προκαλούσε κατάπληξη.

Φιλοξενούσε ένα θέατρο, δύο κινηματογράφους, μπαρ, αίθουσες συναυλιών και άλλα κέντρα ψυχαγωγίας. «Είναι ανώτερον κάθε περιγραφής το τεχνικόν αυτό μεγαλούργημα», έγραφαν οι εφημερίδες. Δημιουργοί του οι αρχιτέκτονες Βασίλειος Κασσάνδρας (1904-1973) και Λεωνίδας Μπόνης (1896-1963), οι οποίοι σχεδίασαν ακόμη το Μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού κ.ά.

Τα τελευταία προπολεμικά χρόνια, το «Ρεξ» προσείλκυσε τα βλέμματα, φιλοξένησε μεγάλες προσωπικοτήτες του θεάτρου και του κινηματογράφου, καθώς και την ήδη διαμορφωμένη αστική τάξη των Αθηνών. Είναι από τα κτίρια που χρυσοπλήρωσε για να αποκτήσει αλλά και να συντηρήσει το Ελληνικό Δημόσιο και παραμένει σε λειτουργία, για να θυμίζει στους περαστικούς πως η οδός Πανεπιστημίου παραμένει «αριστοκράτισσα» της πρωτεύουσας.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ_1957

Εντυπωσιακά νούμερα

Αλλά και τα μέσα που διατέθηκαν για την οικοδόμησή του φάνταζαν μυθικά εκείνη την εποχή οι δε αριθμοί… αστρονομικοί. Τριάντα χιλιάδες μέτρα σύρμα για την ηλεκτρική εγκατάσταση, τριάντα κινητήρες των 460 ίππων ο καθένας, το υπόγειό του βάθους 18 μέτρων επί οικοπέδου 1.500 πήχεων και η ανέγερσή του, η οποία διήρκεσε περίπου δύο χρόνια (1935-1937) απαίτησε δέκα εκατομμύρια εργατοώρες να ολοκληρωθεί. Περίφημα καθίσματα, άνετα και κομψά, ευρείς διάδρομοι, αθόρυβο δάπεδο, άπλετος και κρυφός φωτισμός, μηχανήματα εξαερισμού και προβολής τα τελειότερα, εξαιρετική ακουστική.

Δύο χιλιάδες καθίσματα στην αίθουσα του κινηματογράφου, τοποθετημένα κατά τέτοιον τρόπο -πλατεία, τρεις σειρές θεωρείων και δύο εξώστες- ώστε να μην εμφανίζεται μια αχανής και αντιαισθητική σάλα. Η είσοδος μάγευε τον κόσμο της εποχής που δεν ήταν ακόμη συνηθισμένος σε φωτισμό «νέον» και το «παρισινό κλίμα» έκανε τους ρομαντικούς να ονειρεύονται. Ήταν όμως και η πρώτη φορά που υποδέχονταν το κοινό καλά κλιματισμένες αίθουσες. Εξάλλου, φρόντισαν να το γράφουν και στο πρώτο πρόγραμμα, ότι οι προβολές θα συνεχίζονταν και το καλοκαίρι με παγωμένο αέρα που παρήγαγαν τα «ειδικά μηχανήματά» του. Η εναρκτήρια προβολή έγινε με επιτυχημένη ταινία, με τον αγαπημένο τενόρο του κοινού, τον Ζαν Κιεπούρα.

Στο ισόγειο δημιουργήθηκε ένας κινηματογράφος («Rex»), την εκμετάλλευση του οποίου είχε ο επιχειρηματίας Σκούρας που εκμεταλλευόταν και το «Αττικόν», ενώ στον επάνω όροφο το νέο θέατρο της Μαρίκας Κοτοπούλη. Στο θέατρο οι θεατές ανέβαιναν σε 25 δευτερόλεπτα με τέσσερις πολυτελείς ανελκυστήρες. Κινηματογράφος και θέατρο εγκαινιάστηκαν με διαφορά μίας εβδομάδας. Στο υπόγειο μια αίθουσα χορού, η οποία τελικώς λειτούργησε ως κινηματογράφος επίκαιρων και παιδικών έργων -τα οποία επί Μεταξά επιδοτούνταν από το κράτος-, το περίφημο «Σινεάκ» με «καθαρώς μορφωτικήν αποστολήν». Το σύνολο των θεατών που μπορούσαν ταυτόχρονα να παρακολουθούν θεάματα και στα τρία επίπεδα ανέρχονταν σε 4.000! Εξάλλου, κατασκευασμένο με σκυρόδεμα και ειδικά μονωτικά υλικά, αντιμετώπιζε τα ζητήματα των ορίων ακουστικής μεταξύ διαφόρων χώρων.

Αγορά από το Δημόσιο

«Εάν η Αθήνα επρόκειτο να χαρακτηριστή μονάχα από το θαυμάσιον νέον οικοδομικόν μεγαλούργημα της οδού Πανεπιστημίου -το Ρεξ-, θα έπαιρνε δικαιωματικώς τον τίτλον της μεγάλης κοσμοπόλεως», έγραφε ενθουσιασμένος ο Κωστής Μπαστιάς που παρευρέθηκε στα εγκαίνια. Είχε μάλιστα και μία παρατήρηση να κάνει: «Διατί σε ένα τέτοιο όμορφο κολοσσό, σε μια αίθουσα υπερμοντέρνα, με τέτοια μηχανικά μέσα να μην επιτρέπεται το κάπνισμα, όπως γίνεται σε όλα τα μέρη του κόσμου;»! Το Μέγαρο κράτησε τις πόρτες ανοιχτές ακόμη και στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. Οι αίθουσές του είδαν πολλά και μπορούν να διηγηθούν ακόμη περισσότερα.

Από τη φωτιά που ξέσπασε στο κτίριο το 1982 διασώθηκαν ο κινηματογράφος «Ρεξ 1» και το «Σινεάκ». Αλλοδαπή εταιρεία ενδιαφερόταν να μετατρέψει το Μέγαρο σε πολυκατάστημα, αλλά εν τω μεταξύ τον Σεπτέμβριο 1983 εκδίδεται το διάταγμα του Αντώνη Τρίτση με το οποίο χαρακτηρίζονται διατηρητέα 13 κτίρια της πλατείας Ομονοίας και 20 της λεωφόρου Πανεπιστημίου (Ελευθερίου Βενιζέλου). Ανάμεσά τους και το κτίριο του «Ρεξ», το οποίο φροντίζει η Μελίνα Μερκούρη να περιέλθει στο Δημόσιο -επ’ ονόματι του Εθνικού Θεάτρου- καταβάλλοντας 650.000.000 δραχμές. Οι περιπέτειες του κτιρίου είναι λίγο έως πολύ γνωστές, καθώς και το κόστος για την επισκευή του που ξεπέρασε τα δύο δισεκατομμύρια δραχμές.


Πηγή: timesnews.gr